Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016

Η Μόνικα Βίτι δεν θυμάται πια


[Διαβάζοντας ξαφνικά σε κάποιο δημοσίευμα πως η Ιταλίδα ηθοποιός και μούσα του Αντονιόνι, Μόνικα Βίτι έχει χάσει πλήρως τη μνήμη της, πάσχοντας εδώ και 15 χρόνια από τη νόσο Alzheimer]
 
Η Μόνικα Βίτι δεν θυμάται πια. Κοιτάζοντας τον ορίζοντα δεν διακρίνει τίποτα πια.
Γιατί ο χώρος είναι πια το ίδιο με τον χρόνο σ’ ένα σεντόνι χωρίς εξόδους διαφυγής.
Σαν δύτης χωρίς προσανατολισμό, αγνοώντας αν κινείται προς την επιφάνεια ή τον βυθό.
Και αν τύχει και ο δύτης ξεφύγει και βρεθεί και πάλι πάνω είναι και κει πια βυθός και ό,τι επιπλέει είναι χωρίς ανάσα.
Γιατί ο ενεστώτας είναι ένας χρόνος απλά για τους ονειροπόλους. Στην πραγματικότητα ο κάθε χρόνος είναι αόριστος.

Η Μόνικα Βίτι δεν θυμάται πια. Μια και δεν υπάρχει πια τίποτα να θυμηθείς.
Ο,τι άξιζε αποθηκεύτηκε σε ταινίες, φυγαδεύτηκε σε ξένα φεστιβάλ και τώρα μεταφρασμένο σε ξένες γλώσσες και όμοιες εικόνες αναζητά την ομορφιά σε νέα βλέμματα.
Γιατί το να μπαίνεις μέσα σε μια ταινία σημαίνει να ξεχνάς. Να ξεχνάς πώς μοιάζει το σώμα σου ολόκληρο, κομμένο από τα βιαστικά βλέφαρα της κάμερας, το πώς μοιάζει η ζωή σου ολόκληρη, κομμένη από πλοκές και σκηνές, να ξεχνάς πώς μοιάζουνε τα χρώματα βουτηγμένα στα φίλτρα και στο ασπρόμαυρο.
Το πώς μοιάζει η ζωή χωρίς φωτογένεια, χωρίς κάτι το συνταρακτικό, ένα βουβό μονόπλανο χωρίς εστίαση.

Η Μόνικα Βίτι δεν θυμάται πια. Ορθια στο τρένο ενώ τα τοπία περνούν, στον βυθό της μελαγχολίας της πριν ξεσπάσει σε ένα ασταθές χαμόγελο.
Η αγωνία μέσα στις πόλεις, σε δρόμους κοιτάζοντάς τους από ψηλά, κρεμασμένη σε αβέβαια μπαλκόνια από κτήρια που ξεφτίζουν.
Η πόλη, η μεγάλη πόλη με την άναρχη γεωμετρία της και τα σκουριασμένα της τοπία, τον σταχτή ουρανό και την ξεθυμασμένη της μυρωδιά.
Και κείνη μετέωρη και μετεωριζόμενη, μονίμως εκκρεμής σαν μια λέξη που δεν ειπώθηκε.
Με τα χείλη ανοιχτά ξεφλουδισμένα από τον χρόνο. Οχι από το πέρασμά του, αλλά από αυτόν τον ίδιο.
Γιατί είναι άλλη η εποχή μας και άλλη η δική της. Εκεί τα ημερολόγια δεν καταγράφουν αριθμούς, μόνο αναστεναγμούς, χαμόγελα και τριξίματα.
Εκεί η γυναίκα είναι ανάμνηση μιας ανάμνησης και τα αγάλματα περιφέρονται γεμάτα σάρκα δίπλα της.

Η Μόνικα Βίτι δεν θυμάται πια. Γιατί το παρελθόν είναι διάτρητο από πέτρες, χώμα και βλέμμα, σκάβοντας την εικόνα μέχρι το απόλυτο κενό.
Γιατί η επόμενη μέρα δεν είναι απαραίτητο να συμβεί αντίθετα από την προηγούμενη. Και το να ξεχνάς είναι απλώς να μην ξέρεις τι θα σου ξημερώσει το χθες.
Σαν ξαφνικά ν' ανοίγονται δύο ορίζοντες προς δύο κατευθύνσεις.
Και συ να ταξιδεύεις παράλληλα και προς τις δύο. Και όλα να βρίσκονται σε έκλειψη. Το φεγγάρι, ο ήλιος, το πρόσωπο.

Η Μόνικα Βίτι δεν θυμάται πια. Γυρνώντας ένα βλέμμα πίσω από τον ώμο, χωρίς να γνωρίζεις αν είναι χαμόγελο θλίψης ή χαράς.
Και τα μαλλιά της να ρουφούν το φως όπως η παπαρούνα ρουφάει το κόκκινο από το αίμα εκείνων των νεκρών που προχώρησαν πολύ μετά τον θάνατο.
Κάθε αύριο, λοιπόν, αναβάλλεται για χθες. Οι προσδοκίες, τα όνειρα και η στιγμή εκείνη που η ζωή και ό,τι την αντιμάχεται συγκλίνουν με την αναμέτρησή τους να αδυνατεί να καταλήξει σε κάποιο αποτέλεσμα.

Η Μόνικα Βίτι δεν θυμάται πια. Και ό,τι υπάρχει ξοδεύτηκε στην ομορφιά.
Η σκέψη, το άγγιγμα, η γεύση που αφήνει το άπιαστο στην επιδερμίδα. Ο,τι πέρασε, πέρασε καλά, γιατί όλο το χθες είναι ακόμη μπροστά μας.
Η Μόνικα Βίτι δεν θυμάται πια. Ούτε καν εμένα και σένα, να την κοιτούμε σε έναν κόσμο άδειο από ανθρώπους.
Κοιτάζοντάς την, σχεδόν σαν να την παρηγορούμε.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

1 σχόλιο:

suburian είπε...

Σπαρακτική ελεγεία της ομορφιάς που χάνεται. Όπως η μνήμη. Σε ευχαριστώ γι αυτο το κειμενο-υμνος