«Η κυβέρνηση ανακοινώνει πως φέτος οι στρατιωτικές παρελάσεις στις 28 Οκτώβρη και στις 25 Μάρτη δεν θα πραγματοποιηθούν. Αντίθετα, τα χρήματα της πολυδάπανης αυτής γιορτής θα χρησιμοποιηθούν, ώστε να καλυφθούν χρηματοδοτικά κενά σε σχολεία και νοσοκομεία. Οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτή την απόφαση είναι πρωτίστως λόγοι πατριωτικοί. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα πατριωτικότερο από το να πράττεις με βάση τις ανάγκες των συμπολιτών σου, από το να εξασφαλίζεις την υγεία και την εκπαίδευσή τους. Έχουμε έναν πόλεμο να κερδίσουμε. Έναν πόλεμο κοινωνικό ενάντια στη φτώχεια, την ανέχεια και την εξάντληση. Και όπως σε κάθε πόλεμο, έχουμε να κρατήσουμε όρθιο έναν λαό. Σήμερα κερδίζουμε μια μάχη.
Γιατί δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να τιμάς την αυτοθυσία των προγόνων σου από το να πράττεις έτσι ώστε να οικοδομήσεις το μέλλον αυτών που έρχονται μετά από σένα. Οι αληθινές μάχες για το παρελθόν της πατρίδας δίνονται στο παρόν.»
Κάποια τέτοια ή παρόμοια λόγια θα περιμέναμε να ακούσουμε κάποια στιγμή από μια αριστερή κυβέρνηση. Κάποια τέτοια ή παρόμοιες αλλαγές θα περιμέναμε από μια τέτοια κυβέρνηση. Σε θέματα απλά, με πρακτικό πρόσημο, με πρακτική δικαιολογία, που εμβαθύνουν μια ιδεολογική ηγεμονία.
Οι παρελάσεις παρελαύνουν μπροστά μας ως υπενθύμιση όλων των πραγμάτων που δεν έγιναν. Δεν είναι κεντρικό θέμα, αλλά υπενθυμίζουν τον εαυτό τους επιθετικά. Καταλαμβάνουν μια ολόκληρη μέρα, κλείνουν τους δρόμους της πόλης, βιάζουν τους ουρανούς της. Ταυτόχρονα, μας δίνουν ένα παράδειγμα για το πώς θα μπορούσαν να διαχειρίζονται διάφορα θέματα. Δεν προβαίνεις σε αλλαγές επειδή η ιδεολογία σου έτσι προστάζει. Αντίθετα σε μια αυστηρά πρακτική εποχή, με έναν λαό σε μια παρατεταμένη κατάσταση έκτακτης ανάγκης, χτίζεις την ηγεμονία σου γαντζωμένη σε αυστηρά πρακτικά θέματα με άμεσο αντίκτυπο. Αν παραδείγματος χάρη θες να προχωρήσεις στη διευθέτηση των σχέσεων εκκλησίας και κράτους, δεν ξεκινάς αλλάζοντας τα θρησκευτικά, ή την πρωινή προσευχή. Χτίζεις μέτωπα απέναντι σε θέματα που επιδεινώνουν την οικονομική αιμορραγία της χώρας, σε θέματα που άμεσα μπορούν να σου προσφέρουν κάποια χρήματα, σε θέματα που, ακριβώς λόγω του μεγάλου τους κόστους, αποκλείουν οποιαδήποτε επιχειρηματολογία με αξιώσεις. Πόσο παράλογο μπορεί να ακούγεται να διεκδικείς προνόμια, όταν το σύνολο των ανθρώπων δεν έχουν πρόσβαση στα στοιχειώδη; Αν λοιπόν μια κυβέρνηση αποφάσιζε να προχωρήσει σε μια σταδιακή αλλαγή των σχέσεων με την εκκλησία, δεν θα έπρεπε να δώσει την πρώτη μάχη σε επίπεδο ιδεολογίας ή ιστορίας (τι έκανε πχ η εκκλησία επί χούντας), αλλά σε σχέση με την περιουσία της εκκλησίας, τους μισθούς και το αφορολόγητο των παπάδων. Το πρακτικό είναι ό, τι πιο άμεσο υπάρχει. Οικοδομεί συμμαχίες με τρόπο ευθύ, αναδεικνύει την υποκρισία και το παράλογο. Μια τέτοια κατεύθυνση θα ήθελε φυσικά τακτική, υπολογισμό, ψυχραιμία και κυρίως πολιτική βούληση, στοχεύοντας σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό αποτέλεσμα.
Ας πάρουμε ως παράδειγμα την καθιέρωση του πολιτικού γάμου. Ο πολιτικός γάμος εισήχθη στην χώρα μας το 1982 από την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ. Ως τότε ίσχυε μόνο ο θρησκευτικός γάμος. Το ελληνικό κράτος, αναγνωρίζοντας μόνο τον θρησκευτικό γάμο έως το 1982, παραβίαζε τη θεμελιώδη αρχή της θρησκευτικής ελευθερίας και δημιουργούσε μία σειρά από προσωπικά αδιέξοδα σε αλλόθρησκους, άθεους και όσους ήθελαν να συνάψουν τέταρτο γάμο. Η καθιέρωση του πολιτικού γάμου έφερε μεγάλες αντιδράσεις απέναντι στην (τότε πανίσχυρη) κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ. Ενδεικτικά ο νόμος δεν προχώρησε στο υποχρεωτικό του πολιτικού γάμου, όπως ζητούσε η προοδευτική διανόηση και ήταν το καθεστώς στις Δυτικές Χώρες, ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση της Νέας Δημοκρατίας δεν ψήφισε τον νόμο. Έντονες ήταν προφανώς και οι αντιδράσεις στο χώρο της εκκλησίας. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι πως όταν ο νόμος κατοχυρώθηκε ως δικαίωμα, τα περισσότερα ζευγάρια συνέχισαν να προτιμούν -σε συντριπτική μάλιστα πλειοψηφία- το θρησκευτικό γάμο. Μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα το ποσοστό των θρησκευτικών γάμων έφτανε το 90%. Τα πράγματα άλλαξαν με τον ερχομό της κρίσης. Το 2012 ο αριθμός των πολιτικών γάμων ξεπέρασε αυτόν των θρησκευτικών. Δεν είμαι σίγουρος για το πώς μπορεί να μετρηθεί η συμβολή ενός τέτοιου γεγονότος στο επίπεδο της ηγεμονίας, αλλά αυτό που μπορεί να αντιληφθεί ο καθένας είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια αλλαγή, που εκκινείται από οικονομικούς λόγους και συμβάλει στην μείωση μιας εξουσίας.
Οι θεσμικές αλλαγές πρέπει να γίνονται σε πρακτική βάση, χτίζοντας άμεσες συμμαχίες, βαθαίνοντας έναν ηγεμονικό λόγο στρατηγικά διαρθρωμένο. Μέχρι τότε αυτό που θα παρελαύνει μπροστά μας σε κάθε επέτειο δεν θα είναι τα στρατά, αλλά οι μάχες που δεν δόθηκαν, οι συγκρούσεις που δεν κερδήθηκαν και οι αλλαγές που δεν έγιναν.
(στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου