Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

Ένας άντρας πίσω από το τζάμι μιλάει στο χέρι του






Πίσω από το τζάμι, όπως σε ενυδρείο ή βιτρίνα χωρίς απέναντι μάτια να αναζητούν, χωρίς πρόσωπα να ψάχνουν να σε βρουν εδώ, να εντοπίσουν την δραστηριότητά σου, να περιγράψουν το αξιοθαύμαστο που φέρνει τον εγκλεισμό και την έκθεσή σου. Εδώ, πίσω από το τζάμι, με τον κόσμο μπροστά σαν ατελείωτο έκθεμα, σαν ένα κόσμο μακρινό με την απόσταση του τζαμιού να μοιάζει αχανής παρά το λεπτό της μέγεθος. Και το τζάμι σαν στατικός καταρράκτης που δεν ρέει και δεν σε πάει πουθενά, που απλώς επιδεικνύει την νέκρωσή του, όχι σαν πάγωμα μες τον χρόνο αλλά ως πάγωμα του ίδιου του χρόνου. Και ο χρόνος πέφτει συμπαγής και ολόκληρος, σπάει στα πόδια σου με πάταγο. Και μόλις σπάσει, σηκώνεις τα μάτια από το πάτωμα και κοιτάς τον απέναντι καθρέφτη. Έχεις γεράσει μεμιάς 30 χρόνια.

 Και ύστερα κάθεσαι να μαζέψεις τα κομμάτια, να κολλήσεις τις ηλικίες μπας και βγάλεις συμπέρασμα, μπας και καταλάβεις από πού έρχεσαι και που πηγαίνεις. Και καταλήγεις εδώ, ένας άνθρωπος πίσω από το τζάμι που μιλάει στο χέρι του, που οργανώνει αντιπερισπασμούς ώστε να τραβήξει την ίδια την προσοχή σου και μόλις πας να ξεφύγεις το ίδιο το χέρι σου σε τραβάει πίσω. Σε βάζει να μετρήσεις στα δάχτυλά σου, τα χρόνια σου, τις ώρες που χωρούν σε μία και μόνο στιγμή σου. Σε βάζει να συνομιλήσεις μαζί του, ως ίσος προς ίσο. Όχι σαν ένα κομμάτι σου, κάτι το επιμέρους που χρωστάει και που υποτάσσεται στο σύνολο, αλλά σαν ένα κομμάτι που ανέχεται την προέκτασή του, εσένα που τώρα είσαι αναγκασμένος να συνομιλήσεις, να διευκρινήσεις και να απολογηθείς. Εσένα που στέκεσαι πίσω από ένα τζάμι σε κάποιον όροφο. Σαν σε ενυδρείο, ένας βυθός στον τέταρτο όροφο ή ένα υπόγειο σε κάποιο ρετιρέ.

Και το χέρι δεν είναι ένας απλώς ένας συνομιλητής. Είναι το σύνολο των πράξεών σου, η συμπύκνωση και η ενσάρκωση των αποφάσεών σου. Το χάδι που επιτρέπει, η χειραψία που καλεί ή η γροθιά που εμποδίζει. Η άμυνα, η παύση και η επίθεση. Και στέκει εκεί βουβό να υπονοεί όλα αυτά και όσα εσύ υποθέτεις (ή φοβάσαι) πως θα υπονοήσει μέσα στην φλύαρη σιωπή του. και να εσύ να μονολογείς βουβά μπροστά σε ένα βουβό χέρι πίσω από το παράθυρο. Αρτιμελής σαν κατάφαση και ήδη απών σαν το κενό που αφήνει μία άρνηση. Σαν να πολλαπλασιάζεις τον εαυτό σου και να τον βλέπεις απέναντί σου, εκεί που κραδαίνεις το χέρι σου, σαν να πολλαπλασιάζεις για να γεμίσεις την μοναξιά του δωματίου, τον κόσμο πίσω από το τζάμι σου. Να γεμίσεις τον μικρό σου κόσμο με εαυτό μπας και καταφέρεις να τον περπατήσεις. 

Αλλά πάντα πολλαπλασιάζεις τον εαυτό σου για να μιλήσεις, σκέφτεσαι. Το ίδιο γίνεται και όταν είσαι με άλλους το ίδιο γίνεται και τώρα. Και το ξέρεις πως αυτό είναι μια βολική απάντηση, μια δικαιολογία στην προσπάθειά σου να αλλάξεις διάθεση, να αλλάξεις τη στάθμη του ενυδρείου, την πυκνότητα του κενού, τα δάχτυλα με τα οποία μετράς το ύψος σου.

Το βλέμμα σου αφήνει το χέρι και περνά μέσα από το τζάμι. Ακουμπάει στα κάγκελα και είναι έτοιμο να πετάξει. Ένας άντρας πίσω από το τζάμι μιλούσε στο χέρι του μα τώρα γυρεύει τα φτερά του. Μια αναχώρηση απ όλα αυτά. Από το ενυδρείο, τον όροφο, τον ατελείωτο σιωπηλό μονόλογο. Αναζητεί μια λέξη να τον διπλώνει όπως τα φτερά ή η πτώση.

Μα με τον τρόπο που το άλμα κατοικεί πάντοτε στο περπάτημα, έτσι και το πέταγμα κατοικεί στο στατικό σώμα: Δεν ήταν τα φτερά, τα χέρια ήτανε πάντα. Όχι αυτά που σε στέλνουν στον ουρανό, αλλά αυτά που σε βοηθούν να σηκωθείς από την πτώση, αυτά που πλάθουν την πραγματικότητα, που καταργούν τζάμια, μονολόγους και ονειροφαντασίες.  Αυτά που κάνουν την σκέψη πράξη πολύ πριν ειπωθεί και σε διπλώνουν μες τη λέξη, όπως τα φτερά ή η πτώση.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Δεν υπάρχουν σχόλια: