(για το βιβλίο “η λευκή κουρτίνα” του Δημήτρη Γράψα, εκδόσεις Καστανιώτης)
Μια εντελώς φυσιολογική μέρα ο Γκέοργκ Σάμσα ξυπνά, για να συναντήσει τον εαυτό του μεταμορφωμένο σε έντομο. Φυσικά, αυτό συνέβη πολλά χρόνια πριν σε κάποια Πράγα του Κάφκα. Σε μια άλλη εντελώς φυσιολογική μέρα, ο ταγματάρχης Κοβαλιώφ ξυπνάει για να ανακαλύψει πως χωρίς καμία πραγματική αιτία δεν έχει μύτη. Και αυτό συνέβη ακόμη παλαιότερα. Στην Αγία Πετρούπολη του Γκόγκολ. Την 21η του Σεπτέμβρη, ο Χ., ήρωας του πρώτου βιβλίου του Δημήτρη Γράψα, ξυπνά κλειδωμένος σε ένα παντελώς άγνωστο δωμάτιο.
Ένα επικίνδυνο συνήθειο
Γενικότερα φαίνεται πως το να ξυπνάς μέσα στη λογοτεχνία είναι ένα επικίνδυνο συνήθειο. Μια διαδικασία που σε αφήνει έκθετο σε μια σειρά από εκπλήξεις. Τίποτα μέσα στον ύπνο δεν μας προετοιμάζει για το τι θα συναντήσουμε μόλις βγούμε από εκεί. Ίσα ίσα η εκεί ακαταστασία της λογικής ροής μοιάζει να μας προειδοποιεί πως όλα είναι ανοιχτά. Απροετοίμαστοι μπαίνουμε στην νέα μέρα χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς βεβαιότητες για το τι θα συναντήσουμε. Και έτσι κάθε μας ξημέρωμα είναι μια μεταμόρφωση που αναβλήθηκε, ένας διαμελισμός μας που ακυρώθηκε.
Ο ήρωας της Λευκής Κουρτίνας ξυπνά ακριβώς μέσα σε αυτή την κανονικότητα. Κι όμως, σύντομα ανακαλύπτει πως αυτή η κανονικότητα είναι η καταδίκη του, ακριβώς γιατί δεν είναι η δική του κοινοτοπία, αλλά μια κοινοτοπία τελείως νέα, μια συνθήκη που θα μεταμορφώσει το ξημέρωμα σε κελί.
Οικείος εφιάλτης
Ο ήρωας Χ. ξυπνά σε μια φυλακή φτιαγμένη από οικεία υλικά. Ένα φωτιστικό, ένας πίνακας, ένα γραφείο με υπολογιστή. Και η ίδια του η κοινότοπη καταδίκη, μοιάζει να υπάρχει σε πλήρη αρμονία με τη νύχτα που προηγήθηκε. Μια παρέα, ένα ζευγάρι, ένα οικείο μπαρ και μια οικεία μέθη. Ένας τρόπος κοινός, τόσο κοινός που σχεδόν καθησυχάζει. Η καταδίκη του Χ. λοιπόν στον εγκλεισμό μοιάζει τρομακτική, ακριβώς γιατί αναποδογυρίζει αυτόν τον καθησυχασμό. Ακριβώς γιατί θυμίζει τα βράδια μας και τα πρωινά που ακολουθούν. Η μετατόπιση από το σημείο αυτό στην τύχη του Χ. είναι ελάχιστη και ακριβώς αυτό το ελάχιστο, η συνειδητοποίηση της συνόρρευσής μας με την τύχη του ήρωα είναι που δημιουργεί τον εφιάλτη.
Το φοιτητικό δωμάτιο στέκει εκεί, πιο πολύ χρόνος παρά χώρος, αφηγείται τον τρόπο που περνάει (ή καλύτερα δεν περνάει) η μέρα και ταυτόχρονα δίνει την ταυτότητα του βιώματος, την ψυχοσύνθεση του ήρωα και του λόγου. Ένας χρόνος ακινησίας και μια παγωμένη ηλικία. Αν το σκεφτούμε, άλλωστε, στις μέρες της κρίσης το φοιτητικό δωμάτιο έχει μεταμορφωθεί σε ένα διπλό ταυτόχρονα σύμβολο. Από την μία ως χώρος ελευθερίας, ή μάλλον απελευθέρωσης, από την κατάσταση που προηγήθηκε, τις εξετάσεις, την οικογένεια, τις άκαμπτες υποχρεώσεις και από την άλλη ως ένας πικρός τόπος αναμονής ενός μέλλοντος που δεν έρχεται, ως σύμβολο μιας παρατεταμένης ηλικίας, χτισμένο από την ανεργία και την έλλειψη προοπτικής.
Άλλωστε, οποιοσδήποτε πέρα από τον Χ. εμφανίζεται στο βιβλίο ως ανάμνηση ή ως σκιά. Οι σχέσεις με τους γύρω του, με τους φίλους, με την Κλαίρη, με την άγνωστη κοπέλα τρέχουν προς το παρελθόν. Στο παρόν τα πρόσωπα δεν έχουν όψη, ή ήχο, δεν έχουν αναγνωριστικά στοιχεία, υπάρχουν μόνο ως οι απ’ έξω, λίγο δήμιοι ή λίγο φροντιστές, χωρίς εμφανείς προθέσεις ή επιδιώξεις, μόνο ως υποθέσεις του ήρωα, του έγκλειστου, του Χ. Και δίπλα στην ποικιλία των σκιών εμφανίζονται οι διαδικτυακοί φίλοι, αυτοί οι μόνοι επιτρεπτοί μέσα στον εγκλεισμό του, οι μόνοι ταυτοποιημένοι στη λειτουργία τους, ακριβώς γιατί η λειτουργία αυτή αδυνατεί να αντιστρέψει τον εγκλεισμό, την κατάσταση, την καταδίκη του ήρωα.
Διαδικασία γνώσης και αφετηρίας
Θα ήταν εύκολο να μεταφράσουμε τον εγκλεισμό του Χ. σε μια παραβολή που αντιστοιχεί σε ένα προσωπικό αδιέξοδο. Το αδιέξοδο μιας σχέσης, το αδιέξοδο μιας ηλικίας, ή το αδιέξοδο μιας γενιάς. Και όμως, η λογοτεχνία δεν είναι σπαζοκεφαλιά, που ζητά απάντηση. Η λογοτεχνία είναι ερώτηση και απάντηση ταυτόχρονα. Έτσι, δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιστορία που μιλά για το ασφυκτικό μιας σχέσης ή ενός αδιεξόδου. Βρισκόμαστε, απλώς, μπροστά σε μια ιστορία. Και αυτό το λέω ως προτέρημα. Μια ιστορία που δομείται έτσι ώστε όχι να παρασύρει, αλλά να επιτρέπει. Ο οδοιπόρος είναι πάντοτε ο αναγνώστης. Και το αδιέξοδο της σχέσης, της ηλικίας ή της γενιάς βρίσκεται μέσα στην «Λευκή κουρτίνα», επειδή ο συγγραφέας μας το επιτρέπει με την γραφή του.
Η κατάσταση που περιγράφει το βιβλίο δεν αποτελεί ένα τέρμα, αλλά μια αφετηρία. Μια διαδικασία γνώσης και συνειδητοποίησης απαραίτητη για την ίδια την άρση της κατάστασης αυτής. «Μια τέτοια υπόθεση θέλω να βρω και γω. Να γυρέψω δρόμους που δεν έχουν ακόμα περπατηθεί. Κι από κει να ψάξω να βρω που στρίψαμε λάθος -εγώ, εσύ και τόσοι άλλοι. Να σκεφτώ σαν να ναι τα πάντα αναστρέψιμα, σαν να μπορούν να ξεκινήσουν όλα και πάλι απ την αρχή».
Η Λευκή Κουρτίνα είναι αυτό το αίτημα για τη ρευστοποίηση των βεβαιοτήτων, για την επιβεβαίωση πως όλα μπορούν να αλλάξουν. Ακόμα και αν προϋπόθεση για αυτή την αλλαγή είναι μια κατάσταση δύσκολη σαν τη σειρά των βιωμάτων του Χ. Προς το παρόν βρισκόμαστε κλεισμένοι στο δωμάτιο, κλεισμένοι σε ένα κελί φτιαγμένο με οικεία υλικά.
(στην εφημερίδα Εποχή)
Μια εντελώς φυσιολογική μέρα ο Γκέοργκ Σάμσα ξυπνά, για να συναντήσει τον εαυτό του μεταμορφωμένο σε έντομο. Φυσικά, αυτό συνέβη πολλά χρόνια πριν σε κάποια Πράγα του Κάφκα. Σε μια άλλη εντελώς φυσιολογική μέρα, ο ταγματάρχης Κοβαλιώφ ξυπνάει για να ανακαλύψει πως χωρίς καμία πραγματική αιτία δεν έχει μύτη. Και αυτό συνέβη ακόμη παλαιότερα. Στην Αγία Πετρούπολη του Γκόγκολ. Την 21η του Σεπτέμβρη, ο Χ., ήρωας του πρώτου βιβλίου του Δημήτρη Γράψα, ξυπνά κλειδωμένος σε ένα παντελώς άγνωστο δωμάτιο.
Ένα επικίνδυνο συνήθειο
Γενικότερα φαίνεται πως το να ξυπνάς μέσα στη λογοτεχνία είναι ένα επικίνδυνο συνήθειο. Μια διαδικασία που σε αφήνει έκθετο σε μια σειρά από εκπλήξεις. Τίποτα μέσα στον ύπνο δεν μας προετοιμάζει για το τι θα συναντήσουμε μόλις βγούμε από εκεί. Ίσα ίσα η εκεί ακαταστασία της λογικής ροής μοιάζει να μας προειδοποιεί πως όλα είναι ανοιχτά. Απροετοίμαστοι μπαίνουμε στην νέα μέρα χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς βεβαιότητες για το τι θα συναντήσουμε. Και έτσι κάθε μας ξημέρωμα είναι μια μεταμόρφωση που αναβλήθηκε, ένας διαμελισμός μας που ακυρώθηκε.
Ο ήρωας της Λευκής Κουρτίνας ξυπνά ακριβώς μέσα σε αυτή την κανονικότητα. Κι όμως, σύντομα ανακαλύπτει πως αυτή η κανονικότητα είναι η καταδίκη του, ακριβώς γιατί δεν είναι η δική του κοινοτοπία, αλλά μια κοινοτοπία τελείως νέα, μια συνθήκη που θα μεταμορφώσει το ξημέρωμα σε κελί.
Οικείος εφιάλτης
Ο ήρωας Χ. ξυπνά σε μια φυλακή φτιαγμένη από οικεία υλικά. Ένα φωτιστικό, ένας πίνακας, ένα γραφείο με υπολογιστή. Και η ίδια του η κοινότοπη καταδίκη, μοιάζει να υπάρχει σε πλήρη αρμονία με τη νύχτα που προηγήθηκε. Μια παρέα, ένα ζευγάρι, ένα οικείο μπαρ και μια οικεία μέθη. Ένας τρόπος κοινός, τόσο κοινός που σχεδόν καθησυχάζει. Η καταδίκη του Χ. λοιπόν στον εγκλεισμό μοιάζει τρομακτική, ακριβώς γιατί αναποδογυρίζει αυτόν τον καθησυχασμό. Ακριβώς γιατί θυμίζει τα βράδια μας και τα πρωινά που ακολουθούν. Η μετατόπιση από το σημείο αυτό στην τύχη του Χ. είναι ελάχιστη και ακριβώς αυτό το ελάχιστο, η συνειδητοποίηση της συνόρρευσής μας με την τύχη του ήρωα είναι που δημιουργεί τον εφιάλτη.
Το φοιτητικό δωμάτιο στέκει εκεί, πιο πολύ χρόνος παρά χώρος, αφηγείται τον τρόπο που περνάει (ή καλύτερα δεν περνάει) η μέρα και ταυτόχρονα δίνει την ταυτότητα του βιώματος, την ψυχοσύνθεση του ήρωα και του λόγου. Ένας χρόνος ακινησίας και μια παγωμένη ηλικία. Αν το σκεφτούμε, άλλωστε, στις μέρες της κρίσης το φοιτητικό δωμάτιο έχει μεταμορφωθεί σε ένα διπλό ταυτόχρονα σύμβολο. Από την μία ως χώρος ελευθερίας, ή μάλλον απελευθέρωσης, από την κατάσταση που προηγήθηκε, τις εξετάσεις, την οικογένεια, τις άκαμπτες υποχρεώσεις και από την άλλη ως ένας πικρός τόπος αναμονής ενός μέλλοντος που δεν έρχεται, ως σύμβολο μιας παρατεταμένης ηλικίας, χτισμένο από την ανεργία και την έλλειψη προοπτικής.
Άλλωστε, οποιοσδήποτε πέρα από τον Χ. εμφανίζεται στο βιβλίο ως ανάμνηση ή ως σκιά. Οι σχέσεις με τους γύρω του, με τους φίλους, με την Κλαίρη, με την άγνωστη κοπέλα τρέχουν προς το παρελθόν. Στο παρόν τα πρόσωπα δεν έχουν όψη, ή ήχο, δεν έχουν αναγνωριστικά στοιχεία, υπάρχουν μόνο ως οι απ’ έξω, λίγο δήμιοι ή λίγο φροντιστές, χωρίς εμφανείς προθέσεις ή επιδιώξεις, μόνο ως υποθέσεις του ήρωα, του έγκλειστου, του Χ. Και δίπλα στην ποικιλία των σκιών εμφανίζονται οι διαδικτυακοί φίλοι, αυτοί οι μόνοι επιτρεπτοί μέσα στον εγκλεισμό του, οι μόνοι ταυτοποιημένοι στη λειτουργία τους, ακριβώς γιατί η λειτουργία αυτή αδυνατεί να αντιστρέψει τον εγκλεισμό, την κατάσταση, την καταδίκη του ήρωα.
Διαδικασία γνώσης και αφετηρίας
Θα ήταν εύκολο να μεταφράσουμε τον εγκλεισμό του Χ. σε μια παραβολή που αντιστοιχεί σε ένα προσωπικό αδιέξοδο. Το αδιέξοδο μιας σχέσης, το αδιέξοδο μιας ηλικίας, ή το αδιέξοδο μιας γενιάς. Και όμως, η λογοτεχνία δεν είναι σπαζοκεφαλιά, που ζητά απάντηση. Η λογοτεχνία είναι ερώτηση και απάντηση ταυτόχρονα. Έτσι, δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιστορία που μιλά για το ασφυκτικό μιας σχέσης ή ενός αδιεξόδου. Βρισκόμαστε, απλώς, μπροστά σε μια ιστορία. Και αυτό το λέω ως προτέρημα. Μια ιστορία που δομείται έτσι ώστε όχι να παρασύρει, αλλά να επιτρέπει. Ο οδοιπόρος είναι πάντοτε ο αναγνώστης. Και το αδιέξοδο της σχέσης, της ηλικίας ή της γενιάς βρίσκεται μέσα στην «Λευκή κουρτίνα», επειδή ο συγγραφέας μας το επιτρέπει με την γραφή του.
Η κατάσταση που περιγράφει το βιβλίο δεν αποτελεί ένα τέρμα, αλλά μια αφετηρία. Μια διαδικασία γνώσης και συνειδητοποίησης απαραίτητη για την ίδια την άρση της κατάστασης αυτής. «Μια τέτοια υπόθεση θέλω να βρω και γω. Να γυρέψω δρόμους που δεν έχουν ακόμα περπατηθεί. Κι από κει να ψάξω να βρω που στρίψαμε λάθος -εγώ, εσύ και τόσοι άλλοι. Να σκεφτώ σαν να ναι τα πάντα αναστρέψιμα, σαν να μπορούν να ξεκινήσουν όλα και πάλι απ την αρχή».
Η Λευκή Κουρτίνα είναι αυτό το αίτημα για τη ρευστοποίηση των βεβαιοτήτων, για την επιβεβαίωση πως όλα μπορούν να αλλάξουν. Ακόμα και αν προϋπόθεση για αυτή την αλλαγή είναι μια κατάσταση δύσκολη σαν τη σειρά των βιωμάτων του Χ. Προς το παρόν βρισκόμαστε κλεισμένοι στο δωμάτιο, κλεισμένοι σε ένα κελί φτιαγμένο με οικεία υλικά.
(στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου