Μοιάζει πολλές φορές παράδοξος ο τρόπος με το οποίο ανοίγουν τα θέματα στον δημόσιο διάλογο. Παράδοξες οι αφορμές και παράδοξο το μέγεθος. Τα τελευταία χρόνια ειδικότερα, με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να συμβάλλουν ώστε η καταγραφή των διαφορετικών γνωμών και εντάσεων να περιγράφονται και να παίρνουν υλική σχεδόν υπόσταση, τα διάφορα θέματα προς συζήτηση γίνονται πιο ορατά από ποτέ και ο όποιος διάλογος -με τα επιχειρήματα, τα συνθήματα και τους αφορισμούς του- καταγεγραμμένος και προσβάσιμος σε όποιον επιθυμεί να συμμετάσχει ή απλώς να ενημερωθεί. Θέματα διαφορετικής σημασίας και μεγέθους γίνονται αντικείμενα συζήτησης από ειδικούς και ημι-ειδικούς, από αυτόκλητους ή απλά εξυπνάκηδες, και τελικά από οποιονδήποτε έχει γνώμη και επιθυμεί να την εκφράσει.
Η μαγεία του συγκεκριμένου διαλόγου είναι πως αφήνει περισσότερο χώρο στο επιχείρημα και λιγότερο στην επάρκεια (η οποία συχνά μεταμορφώνεται σε αυθεντία) του φορέα. Τα θέματα λοιπόν, μοιάζουν να ανοίγουν από την αρχή. Και πιο πρόσφατο ανάμεσα σε αυτά τα θέματα υπήρξε το γκράφιτι του Πολυτεχνείου.
Αφορισμοί απαξίωσης και υπερβολές υπεράσπισης
Ξεκινώντας θα ήθελα να πω πως αισθητικά το συγκεκριμένο γκράφιτι δεν με συγκίνησε (και να διευκρινίσω εδώ πως γράφω χωρίς πρόθεση να μετακινηθώ από τον υποκειμενισμό της πρώτης εντύπωσης, όπως επίσης πως δεν έχω δει το έργο από κοντά). Ήρθα σε επαφή μαζί του μέσα από τον διάλογο που ξέσπασε. Ο μεγάλος αριθμός αφορισμών απαξίωσης (ο θάνατος της αστικής δημοκρατίας) ή υπερβολών υπεράσπισης (Η Γκουέρνικα της Αθήνας), περιγράφει την ένταση και το μέγεθος του διαλόγου. Η συζήτηση αποκτά ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον ακριβώς όταν ακουμπά παράδοξα σημεία. Όπως, ας πούμε, την άποψη που εξέφρασε ο υφυπουργός Σγουρίδης που ούτε λίγο ούτε πολύ είδε γερμανική παρέμβαση πίσω από το γκράφιτι. Ή στην υποκρισία της Free press απλοϊκότητας.
Οι ίδιοι φορείς γνώμης που υπερασπίζονταν και προωθούσαν τις ανάπηρες παρεμβάσεις των Ατενίστας όταν χρωμάτιζαν με φλύαρα χρώματα τα σκαλοπάτια του Κολωνακίου ή διατράνωναν τον κυνισμό τους ντύνοντας δέντρα και παγκάκια με πλεχτά, ενώ δίπλα οι άστεγοι πέθαιναν από το κρύο (με τις ευλογίες του κυρίου Καμίνη), στη συγκεκριμένη κίνηση δεν είδαν παρέμβαση αλλά κανιβαλισμό και πίσω από τα υποκείμενα της ενέργειας δεν είδαν εθελοντές που προσπάθησαν να δημιουργήσουν αλλά ανώριμους που δεν γνωρίζουν τι σημαίνει δημόσιος χώρος.
Πολλά επιχειρήματα ακούστηκαν και τα περισσότερα είναι σεβαστά (προσωπική εμμονή: εκτός από το επιχείρημα ιερότητας του χώρου. Το επιχείρημα της ‘’ιερότητας’’ ενός κτηρίου ή ενός μνημείου είναι ακριβώς αυτό που το απομονώνει από την όποια λειτουργικότητα, την όποια σχέση του με την πραγματική ζωή, την υπόστασή του στον πραγματικό χώρο και χρόνο και το καθιστά αμετάκλητα νεκρό). Και ο χώρος μιας σελίδας μοιάζει περιορισμένος όχι μόνο για να επιχειρηματολογήσεις, αλλά ακόμη και για να καταγράψεις τα διάφορα επιχειρήματα. Ειδικά όταν τα θέματα που άνοιξαν είναι πολλαπλά: δημόσιος χώρος και δημόσια τέχνη, το γκράφιτι ως τέχνη και η παρακμή του μέσα από την μουσειοποίηση του, οι όροι των παρεμβάσεων και η πολιτική διάσταση των χειρονομιών, η παρακμή της καθημερινότητας σε σχέση με την τέχνη και ο δυνητικός διάλογός τους. Αλλά μήπως τελικά όλο αυτό το πλέγμα διαλόγου ως προϊόν μιας κίνησης δεν γεμίζει με ουσία το εγχείρημα;
Το διακείμενο του γκράφιτι
Το σημείο στο οποίο θέλω να καταλήξω είναι πως αυτό που έχει σημασία είναι όχι το γκράφιτι καθεαυτό ή η πράξη της παρέμβασης, αλλά ο διάλογος που ξεκινά με αφορμή αυτό. Όχι το πρωτογενές έργο, αλλά τα σημεία που θέτει σε κίνηση μέσα στον δημόσιο λόγο και μάλιστα με επιτακτικό τρόπο ανάλογο του μεγέθους της παρέμβασης αλλά και της -χωροταξικής, ιστορικής, πολιτικής- σημασίας του κτηρίου (και εδώ φυσικά θα μπορούσαμε να εντάξουμε τον διάλογο αυτό ως μέρος του όλου έργου, άσχετα με το εάν κάτι τέτοιο βρισκόταν στις προθέσεις των καλλιτεχνών). Η μεγάλη λοιπόν επιτυχία του γκράφιτι του Πολυτεχνείου είναι το διακείμενό του, το πώς μιλάμε για το δημόσιο, για την τέχνη για την παρέμβαση και τελικά για τους όρους της καθημερινότητας, σε έναν διάλογο που δεν ξεκίνησε προφανώς τώρα, αλλά μοιάζει να παίρνει νέες διαστάσεις. Σε έναν διάλογο που δεν σταματά φυσικά εδώ αλλά περιμένει περισσότερα επιχειρήματα και περισσότερη θεωρία και κυρίως νέες παρεμβάσεις στον χώρο, στο δημόσιο πεδίο και στην καθημερινότητα. Λιγότερο ή περισσότερο εξωστρεφείς, ογκώδεις ή επιτυχημένες.
Και για όλους αυτούς τους λόγους πιστεύω πως χρωστούμε ένα ευχαριστώ στην ασπρόμαυρη επιφάνεια των οδών Πατησίων και Στουρνάρη, γιατί ό, τι τελικά δεν καταφέραμε να διακρίνουμε σε χρώμα και σχέδιο μοιάζει να μας παραχωρείται σε λέξεις και σε νόημα, έστω και σαν ηχώ.
(στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου