Οι «Σατανικοί στίχοι», η συγκυρία και «Η αθωότητα των μουσουλμάνων»
Oταν στις 26 Σεπτεμβρίου του 1988 κυκλοφορούσε το βιβλίο του Σάλαμαν Ράσντι «Οι σατανικοί στίχοι», ο συγγραφέας του περίμενε να προκαλέσει ένα μικρό σκάνδαλο. Τα δύο προηγούμενα βιβλία του είχαν λάβει πρωτόγνωρες διαστάσεις ακολουθώντας όμοιες οδούς . «Τα παιδιά του μεσονυχτίου» είχαν εξοργίσει την Ίντιρα Γκάντι και το μυθιστόρημα «Ντροπή» είχε ενοχλήσει το πολιτικό και στρατιωτικό κατεστημένο του Πακιστάν. Στο ογκώδες του νέο μυθιστόρημα, ο ινδοβρετανός συγγραφέας δημιούργησε μια ιστορία παράλληλη με την ιστορία του Ισλάμ, μια ιστορία ονειρική, φαντασιακή και συχνά βέβηλη στη χρήση των μύθων και των θρύλων της μουσουλμανικής θρησκείας. Η έκδοση του βιβλίου δεν δημιούργησε απλώς σκάνδαλο, αλλά οδήγησε σε μαζικές αντιδράσεις και διαδηλώσεις μουσουλμάνων. Στις 14 Φεβρουαρίου, ο ιρανός ηγέτης Αγιατολάχ Χομεϊνί εκδίδει φετφά καταδικάζοντας σε θάνατο τον Ράσντι και όλους όσοι ενεπλάκησαν στην έκδοση ή τη μετάφραση του βιβλίου. Ο συγγραφέας θα πέρναγε τα επόμενα 10 χρόνια της ζωής του κρυμμένος υπό την επίβλεψη ειδικής μονάδας της βρετανικής αστυνομίας.
Αυτό που δεν υπολόγισε ο Ράσντι στις προβλέψεις του σχετικά με τις αντιδράσεις, ήταν η συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία, μια συγκυρία που θα εκμηδένιζε την απόσταση ανάμεσα στο σκανδαλισμό και στο θρησκευτικό συμβόλαιο θανάτου. Οι εκλογές στην Ινδία, το τέλος του εφτάχρονου πολέμου ανάμεσα στο Ιράν και το Ιράκ, η εσωτερική κατάσταση στο μεταπολεμικό Ιράν και οι διπλωματικές του σχέσεις με τη Βρετανία (με τις υποθέσεις Βρετανών ομήρων τόσο στην ίδια τη χώρα όσο και στον Λίβανο από την Χεζμπολάχ να εκκρεμούν) θα δημιουργούσαν ένα περιβάλλον τέτοιο ώστε να φυτρώσει μια πρωτόγνωρη δολοφονική επιταγή.
Σήμερα, 24 χρόνια μετά την έκδοση των «Σατανικών στίχων», ο Ράσντι μας υπενθυμίζει τα γεγονότα μέσα από την έκδοση του βιβλίου του «Τζοζέφ Αντόν». Το αυτοβιογραφικό βιβλίο, το οποίο κυκλοφόρησε μέσα στον Σεπτέμβρη, εξιστορεί τα 10 χρόνια σκιάς και φόβου του συγγραφέα και χαρακτηρίστηκε ήδη λογοτεχνικό γεγονός της χρονιάς. Η υπόθεση Ράσντι αποκτά ξεχωριστή σημασία σήμερα γιατί αποτέλεσε την πρώτη παγκοσμιοποιημένη αντίδραση θρησκευτικού φανατισμού ενάντια στην ελευθερία της έκφρασης και ενάντια σε ένα δυτικό πολιτιστικό παράγωγο. Οι παράγοντες, οι σκοπιμότητες και η πολιτική εκμετάλλευση του σκανδάλου ίσως να έχουν τελικά μεγαλύτερη σημασία σήμερα από το γεγονός στα στενά όριά του.
Η αθωότητα των μουσουλμάνων
Το να καταδικάζει κανείς τον φονταμενταλισμό (ο οποίος για σχεδόν όλα τα δυτικά μέσα ενημέρωσης ταυτίζεται αποκλειστικά με τη μουσουλμανική εκδοχή του), αποτελεί μια πράξη κοινότοπη στα όρια του βαρετού. Η κοινοτοπία όμως αυτή είναι ικανή, όχι μόνο να κατασκευάσει στερεότυπα, αλλά και να τα ορίσει ως την μόνη αποδεκτή αλήθεια. Οι εικόνες από τα πρόσφατα αφιονισμένα πλήθη στις μουσουλμανικές χώρες της Αφρικής και της Ασίας, επισκίασαν όλες τις άλλες παραμέτρους του γεγονότος: Την ταινία «Η αθωότητα των μουσουλμάνων», τους συντελεστές και τους σκοπούς τους και πολύ περισσότερο τη διεθνή συγκυρία (και εδώ να διευκρινίσω πως κατά την άποψή μου τα σατυρικά σχέδια του γαλλικού περιοδικού «Charlie Hebdo», αποτελούν απλά ένα εξυπνακίστικο και καιροσκοπικό επιπλέον γεγονός, το οποίο δεν προσθέτει τίποτα στη συζήτηση).
Η περίπτωση της Αθωότητας των μουσουλμάνων αποκτά ξεχωριστή σημασία ακόμα και από τα χαρακτηριστικά του ίδιου του αντικειμένου που προκάλεσε τις αντιδράσεις. «Η αθωότητα των μουσουλμάνων» είναι μια ταινία που δεν γυρίστηκε ποτέ. Κυκλοφόρησε διαδικτυακά ως ένα μονταρισμένο δεκατετράλεπτο, μια συρραφή τυχαίων σκηνών. Στο σύντομο αυτό κομμάτι ο Μωάμεθ όχι μόνο απεικονίζεται αλλά προβάλλεται ως λάγνος, ψεύτης και ομοφυλόφιλος. Οι μουσουλμάνοι που τον ακολουθούν περιγράφονται ως άγριοι και αιμοδιψείς, παιδόφιλοι και σαδιστές. Η αισθητική των αποσπασμάτων είναι χαρακτηριστικά κακόγουστη κάπου ανάμεσα σε σεξοκωμωδία της σειράς και σε φιλμ ανερυθρίαστης φτηνής προπαγάνδας.
Οι συντελεστές του έργου έχουν και αυτοί ξεχωριστό ενδιαφέρον. Ως σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός της ταινίας, εμφανίζεται ο Nakoula Basseley Nakoula, φανατικός Κόπτης αιγυπτιακής καταγωγής ο οποίος ζει στην Αμερική. Ο Nakoula είχε καταδικαστεί στο παρελθόν για κατασκευή και λαθρεμπόριο ναρκωτικών και τραπεζικές απάτες. Στην κυκλοφορία και μετάδοση της ταινίας ενεπλάκησαν μια σειρά από γνωστά πρόσωπα της φονταμενταλιστικής Αμερικής όπως ο Morris Sadek, δικηγόρος ο οποίος κατά καιρούς έχει τοποθετηθεί υπέρ μιας εισβολής στην Αίγυπτο που θα έδιωχνε το Ισλάμ, και ο Terry Jones, αμερικανός πάστορας που είχε γίνει γνωστός στο παρελθόν όταν ανακοίνωσε το σχέδιό του να κάψει το Κοράνι κατά τη διάρκεια της λειτουργίας.
Ένα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο, είναι πως κανένας συντελεστής εκτός από τον σκηνοθέτη της ταινίας δεν γνώριζε το περιεχόμενό της. Μια πρόχειρη παρακολούθηση των αποσπασμάτων αποκαλύπτει πως όλες οι φράσεις που αναφέρονται στον Μωάμεθ και το Ισλάμ είναι ντουμπλαρισμένες και τοποθετήθηκαν μετά τα γυρίσματα. Οι ηθοποιοί αγνοούσαν τους πραγματικούς ρόλους που υποδύονταν, ενώ πολλοί από αυτούς μόλις είδαν το υλικό που κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο κατέθεσαν μηνύσεις κατά του σκηνοθέτη.
Όπως είναι, λοιπόν, εμφανές από τα δεδομένα, η ταινία γυρίστηκε, χωρίς καμία καλλιτεχνική ή ακόμη και οικονομική αξίωση, αλλά με μοναδικό στόχο να προκαλέσει τον μουσουλμανικό κόσμο και να δημιουργήσει τις αντιδράσεις που τελικά προκάλεσε.
Ένας νέος, επιθετικός Οριενταλισμός
Κάθε συζήτηση για τη σχέση της ανατολής με τη δύση, μας φέρνει πίσω στον «Οριενταλισμό», το κομβικό έργο του Εντουάρντ Σαΐντ. Σύμφωνα με τον Σαΐντ, ο Οριενταλισμός -ο τρόπος θέασης της Ανατολής από την Δύση- αποτελεί μια κατασκευή η οποία επιβάλλει στερεοτυπικές αντιλήψεις και εικόνες, δημιουργώντας ένα φαντασιακό οικοδόμημα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Η εντύπωση της πολιτιστικής κατωτερότητας της Ανατολής, καλλιεργήθηκε συστηματικά στο πλατύ κοινό, κυρίως μέσα από πολιτιστικές καταγραφές (πίνακες, ποιήματα, εντυπώσεις περιηγητών κ.τ.λ.) προσφέροντας άλλοθι στις προσπάθειες της Δύσης να κυριαρχήσει. Ο Οριενταλισμός -από τον αποικιακό 18ο και 19ο αιώνα μέχρι και σήμερα- λειτούργησε ως ένα επεκτατικό εργαλείο νομιμοποίησης των αποικιακών και κυριαρχικών βλέψεων.
Ο νέος επιθετικός Οριενταλισμός, όπως φανερώθηκε από το διαδικτυακό φαινόμενο της Αθωότητας των μουσουλμάνων, δεν έχει σαν στόχο απλά να περιγράψει στερεότυπα. Πολύ περισσότερο προσπαθεί, προκαλώντας και πιέζοντας με βάση δεδομένες και προβλέψιμες αντιδράσεις, να κάνει τους δέκτες της πρόκλησης να συμπεριφερθούν ως στερεότυπα. Οι πορείες, τα εξοργισμένα πρόσωπα και οι δολοφονίες, προϋπάρχουν και ενσωματώνονται στην αρχική αφήγηση πριν καν συμβούν. Ο επιθετικός Οριενταλισμός περιγράφει ένα αντικείμενο ενώ την ίδια στιγμή το κατασκευάζει.
Όπως μας φανέρωσε η υπόθεση Ράσντι, θα ήταν λάθος να αντιμετωπίσουμε τα γεγονότα εκτός της συγκεκριμένης συγκυρίας. Γιατί ακόμη και αν υποθέσουμε πως η ταινία δεν κυκλοφόρησε επίτηδες τη δεδομένη στιγμή, ωστόσο ορίζεται σε τέτοιο βαθμό από τα γεγονότα που την περιβάλουν, ώστε η αρχική πρόθεση (ή η έλλειψη πρόθεσης) να μην έχουν καμία σημασία. Τα γεγονότα αποτελούν την πρώτη μεγάλης κλίμακας αντίδραση μετά την Αραβική Άνοιξη και σε μεγάλο βαθμό -έστω και σε φαντασιακό επίπεδο- μπορούν να χρησιμοποιηθούν κόντρα και ενάντια σε αυτή. Το γεγονός ορίζεται επίσης από την επιλογή των ΗΠΑ για μια πιο ήπια εξωτερική πολιτική απέναντι στις μουσουλμανικές χώρες κατά την προεδρία Ομπάμα. Η μικρή απόσταση από τις αμερικανικές εκλογές επαναφέρει στην ατζέντα των συζητήσεων την επιλογή αυτή. Επίσης, τα μονταρισμένα αποσπάσματα κυκλοφόρησαν σε μια περίοδο που οι συζητήσεις στο Ισραήλ για επίθεση στο Ιράν βρίσκονται σε ημερήσια διάταξη και αποκτούν όλο και μεγαλύτερη ένταση.
Τελικά, είναι δύο τα θέματα που προκύπτουν από τα γεγονότα. Το ένα μιλά για την ελευθερία του λόγου ως πολιτικό διακύβευμα και ζητούμενο σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία της πληροφορίας. Το δεύτερο είναι το πώς το πρώτο θέμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πολιτικούς σκοπούς, ακόμα και φονταμενταλιστικές (χριστιανικές αυτή τη φορά) σκοπιμότητες. Η ταύτιση των δύο θεμάτων έχει σαν αποτέλεσμα την επισκίαση και αποσιώπηση του δευτέρου. Και η κυριαρχία αυτής της ταύτισης είναι ακριβώς αυτό που παρακολουθήσαμε τις τελευταίες εβδομάδες πίσω από τις εικόνες του αγριεμένου πλήθους.
(Τις ίδιες μέρες, η υπόθεση του «γέροντα Παστίτσιου» και η εμπλοκή της Χρυσής Αυγής σε αυτή ήρθε να προσθέσει μια ακόμα παράμετρο στην όλη κουβέντα για τον δικό μας, ελληνικό φονταμενταλισμό).
(Στην εφημερίδα Εποχή)
Oταν στις 26 Σεπτεμβρίου του 1988 κυκλοφορούσε το βιβλίο του Σάλαμαν Ράσντι «Οι σατανικοί στίχοι», ο συγγραφέας του περίμενε να προκαλέσει ένα μικρό σκάνδαλο. Τα δύο προηγούμενα βιβλία του είχαν λάβει πρωτόγνωρες διαστάσεις ακολουθώντας όμοιες οδούς . «Τα παιδιά του μεσονυχτίου» είχαν εξοργίσει την Ίντιρα Γκάντι και το μυθιστόρημα «Ντροπή» είχε ενοχλήσει το πολιτικό και στρατιωτικό κατεστημένο του Πακιστάν. Στο ογκώδες του νέο μυθιστόρημα, ο ινδοβρετανός συγγραφέας δημιούργησε μια ιστορία παράλληλη με την ιστορία του Ισλάμ, μια ιστορία ονειρική, φαντασιακή και συχνά βέβηλη στη χρήση των μύθων και των θρύλων της μουσουλμανικής θρησκείας. Η έκδοση του βιβλίου δεν δημιούργησε απλώς σκάνδαλο, αλλά οδήγησε σε μαζικές αντιδράσεις και διαδηλώσεις μουσουλμάνων. Στις 14 Φεβρουαρίου, ο ιρανός ηγέτης Αγιατολάχ Χομεϊνί εκδίδει φετφά καταδικάζοντας σε θάνατο τον Ράσντι και όλους όσοι ενεπλάκησαν στην έκδοση ή τη μετάφραση του βιβλίου. Ο συγγραφέας θα πέρναγε τα επόμενα 10 χρόνια της ζωής του κρυμμένος υπό την επίβλεψη ειδικής μονάδας της βρετανικής αστυνομίας.
Αυτό που δεν υπολόγισε ο Ράσντι στις προβλέψεις του σχετικά με τις αντιδράσεις, ήταν η συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία, μια συγκυρία που θα εκμηδένιζε την απόσταση ανάμεσα στο σκανδαλισμό και στο θρησκευτικό συμβόλαιο θανάτου. Οι εκλογές στην Ινδία, το τέλος του εφτάχρονου πολέμου ανάμεσα στο Ιράν και το Ιράκ, η εσωτερική κατάσταση στο μεταπολεμικό Ιράν και οι διπλωματικές του σχέσεις με τη Βρετανία (με τις υποθέσεις Βρετανών ομήρων τόσο στην ίδια τη χώρα όσο και στον Λίβανο από την Χεζμπολάχ να εκκρεμούν) θα δημιουργούσαν ένα περιβάλλον τέτοιο ώστε να φυτρώσει μια πρωτόγνωρη δολοφονική επιταγή.
Σήμερα, 24 χρόνια μετά την έκδοση των «Σατανικών στίχων», ο Ράσντι μας υπενθυμίζει τα γεγονότα μέσα από την έκδοση του βιβλίου του «Τζοζέφ Αντόν». Το αυτοβιογραφικό βιβλίο, το οποίο κυκλοφόρησε μέσα στον Σεπτέμβρη, εξιστορεί τα 10 χρόνια σκιάς και φόβου του συγγραφέα και χαρακτηρίστηκε ήδη λογοτεχνικό γεγονός της χρονιάς. Η υπόθεση Ράσντι αποκτά ξεχωριστή σημασία σήμερα γιατί αποτέλεσε την πρώτη παγκοσμιοποιημένη αντίδραση θρησκευτικού φανατισμού ενάντια στην ελευθερία της έκφρασης και ενάντια σε ένα δυτικό πολιτιστικό παράγωγο. Οι παράγοντες, οι σκοπιμότητες και η πολιτική εκμετάλλευση του σκανδάλου ίσως να έχουν τελικά μεγαλύτερη σημασία σήμερα από το γεγονός στα στενά όριά του.
Η αθωότητα των μουσουλμάνων
Το να καταδικάζει κανείς τον φονταμενταλισμό (ο οποίος για σχεδόν όλα τα δυτικά μέσα ενημέρωσης ταυτίζεται αποκλειστικά με τη μουσουλμανική εκδοχή του), αποτελεί μια πράξη κοινότοπη στα όρια του βαρετού. Η κοινοτοπία όμως αυτή είναι ικανή, όχι μόνο να κατασκευάσει στερεότυπα, αλλά και να τα ορίσει ως την μόνη αποδεκτή αλήθεια. Οι εικόνες από τα πρόσφατα αφιονισμένα πλήθη στις μουσουλμανικές χώρες της Αφρικής και της Ασίας, επισκίασαν όλες τις άλλες παραμέτρους του γεγονότος: Την ταινία «Η αθωότητα των μουσουλμάνων», τους συντελεστές και τους σκοπούς τους και πολύ περισσότερο τη διεθνή συγκυρία (και εδώ να διευκρινίσω πως κατά την άποψή μου τα σατυρικά σχέδια του γαλλικού περιοδικού «Charlie Hebdo», αποτελούν απλά ένα εξυπνακίστικο και καιροσκοπικό επιπλέον γεγονός, το οποίο δεν προσθέτει τίποτα στη συζήτηση).
Η περίπτωση της Αθωότητας των μουσουλμάνων αποκτά ξεχωριστή σημασία ακόμα και από τα χαρακτηριστικά του ίδιου του αντικειμένου που προκάλεσε τις αντιδράσεις. «Η αθωότητα των μουσουλμάνων» είναι μια ταινία που δεν γυρίστηκε ποτέ. Κυκλοφόρησε διαδικτυακά ως ένα μονταρισμένο δεκατετράλεπτο, μια συρραφή τυχαίων σκηνών. Στο σύντομο αυτό κομμάτι ο Μωάμεθ όχι μόνο απεικονίζεται αλλά προβάλλεται ως λάγνος, ψεύτης και ομοφυλόφιλος. Οι μουσουλμάνοι που τον ακολουθούν περιγράφονται ως άγριοι και αιμοδιψείς, παιδόφιλοι και σαδιστές. Η αισθητική των αποσπασμάτων είναι χαρακτηριστικά κακόγουστη κάπου ανάμεσα σε σεξοκωμωδία της σειράς και σε φιλμ ανερυθρίαστης φτηνής προπαγάνδας.
Οι συντελεστές του έργου έχουν και αυτοί ξεχωριστό ενδιαφέρον. Ως σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός της ταινίας, εμφανίζεται ο Nakoula Basseley Nakoula, φανατικός Κόπτης αιγυπτιακής καταγωγής ο οποίος ζει στην Αμερική. Ο Nakoula είχε καταδικαστεί στο παρελθόν για κατασκευή και λαθρεμπόριο ναρκωτικών και τραπεζικές απάτες. Στην κυκλοφορία και μετάδοση της ταινίας ενεπλάκησαν μια σειρά από γνωστά πρόσωπα της φονταμενταλιστικής Αμερικής όπως ο Morris Sadek, δικηγόρος ο οποίος κατά καιρούς έχει τοποθετηθεί υπέρ μιας εισβολής στην Αίγυπτο που θα έδιωχνε το Ισλάμ, και ο Terry Jones, αμερικανός πάστορας που είχε γίνει γνωστός στο παρελθόν όταν ανακοίνωσε το σχέδιό του να κάψει το Κοράνι κατά τη διάρκεια της λειτουργίας.
Ένα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο, είναι πως κανένας συντελεστής εκτός από τον σκηνοθέτη της ταινίας δεν γνώριζε το περιεχόμενό της. Μια πρόχειρη παρακολούθηση των αποσπασμάτων αποκαλύπτει πως όλες οι φράσεις που αναφέρονται στον Μωάμεθ και το Ισλάμ είναι ντουμπλαρισμένες και τοποθετήθηκαν μετά τα γυρίσματα. Οι ηθοποιοί αγνοούσαν τους πραγματικούς ρόλους που υποδύονταν, ενώ πολλοί από αυτούς μόλις είδαν το υλικό που κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο κατέθεσαν μηνύσεις κατά του σκηνοθέτη.
Όπως είναι, λοιπόν, εμφανές από τα δεδομένα, η ταινία γυρίστηκε, χωρίς καμία καλλιτεχνική ή ακόμη και οικονομική αξίωση, αλλά με μοναδικό στόχο να προκαλέσει τον μουσουλμανικό κόσμο και να δημιουργήσει τις αντιδράσεις που τελικά προκάλεσε.
Ένας νέος, επιθετικός Οριενταλισμός
Κάθε συζήτηση για τη σχέση της ανατολής με τη δύση, μας φέρνει πίσω στον «Οριενταλισμό», το κομβικό έργο του Εντουάρντ Σαΐντ. Σύμφωνα με τον Σαΐντ, ο Οριενταλισμός -ο τρόπος θέασης της Ανατολής από την Δύση- αποτελεί μια κατασκευή η οποία επιβάλλει στερεοτυπικές αντιλήψεις και εικόνες, δημιουργώντας ένα φαντασιακό οικοδόμημα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Η εντύπωση της πολιτιστικής κατωτερότητας της Ανατολής, καλλιεργήθηκε συστηματικά στο πλατύ κοινό, κυρίως μέσα από πολιτιστικές καταγραφές (πίνακες, ποιήματα, εντυπώσεις περιηγητών κ.τ.λ.) προσφέροντας άλλοθι στις προσπάθειες της Δύσης να κυριαρχήσει. Ο Οριενταλισμός -από τον αποικιακό 18ο και 19ο αιώνα μέχρι και σήμερα- λειτούργησε ως ένα επεκτατικό εργαλείο νομιμοποίησης των αποικιακών και κυριαρχικών βλέψεων.
Ο νέος επιθετικός Οριενταλισμός, όπως φανερώθηκε από το διαδικτυακό φαινόμενο της Αθωότητας των μουσουλμάνων, δεν έχει σαν στόχο απλά να περιγράψει στερεότυπα. Πολύ περισσότερο προσπαθεί, προκαλώντας και πιέζοντας με βάση δεδομένες και προβλέψιμες αντιδράσεις, να κάνει τους δέκτες της πρόκλησης να συμπεριφερθούν ως στερεότυπα. Οι πορείες, τα εξοργισμένα πρόσωπα και οι δολοφονίες, προϋπάρχουν και ενσωματώνονται στην αρχική αφήγηση πριν καν συμβούν. Ο επιθετικός Οριενταλισμός περιγράφει ένα αντικείμενο ενώ την ίδια στιγμή το κατασκευάζει.
Όπως μας φανέρωσε η υπόθεση Ράσντι, θα ήταν λάθος να αντιμετωπίσουμε τα γεγονότα εκτός της συγκεκριμένης συγκυρίας. Γιατί ακόμη και αν υποθέσουμε πως η ταινία δεν κυκλοφόρησε επίτηδες τη δεδομένη στιγμή, ωστόσο ορίζεται σε τέτοιο βαθμό από τα γεγονότα που την περιβάλουν, ώστε η αρχική πρόθεση (ή η έλλειψη πρόθεσης) να μην έχουν καμία σημασία. Τα γεγονότα αποτελούν την πρώτη μεγάλης κλίμακας αντίδραση μετά την Αραβική Άνοιξη και σε μεγάλο βαθμό -έστω και σε φαντασιακό επίπεδο- μπορούν να χρησιμοποιηθούν κόντρα και ενάντια σε αυτή. Το γεγονός ορίζεται επίσης από την επιλογή των ΗΠΑ για μια πιο ήπια εξωτερική πολιτική απέναντι στις μουσουλμανικές χώρες κατά την προεδρία Ομπάμα. Η μικρή απόσταση από τις αμερικανικές εκλογές επαναφέρει στην ατζέντα των συζητήσεων την επιλογή αυτή. Επίσης, τα μονταρισμένα αποσπάσματα κυκλοφόρησαν σε μια περίοδο που οι συζητήσεις στο Ισραήλ για επίθεση στο Ιράν βρίσκονται σε ημερήσια διάταξη και αποκτούν όλο και μεγαλύτερη ένταση.
Τελικά, είναι δύο τα θέματα που προκύπτουν από τα γεγονότα. Το ένα μιλά για την ελευθερία του λόγου ως πολιτικό διακύβευμα και ζητούμενο σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία της πληροφορίας. Το δεύτερο είναι το πώς το πρώτο θέμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πολιτικούς σκοπούς, ακόμα και φονταμενταλιστικές (χριστιανικές αυτή τη φορά) σκοπιμότητες. Η ταύτιση των δύο θεμάτων έχει σαν αποτέλεσμα την επισκίαση και αποσιώπηση του δευτέρου. Και η κυριαρχία αυτής της ταύτισης είναι ακριβώς αυτό που παρακολουθήσαμε τις τελευταίες εβδομάδες πίσω από τις εικόνες του αγριεμένου πλήθους.
(Τις ίδιες μέρες, η υπόθεση του «γέροντα Παστίτσιου» και η εμπλοκή της Χρυσής Αυγής σε αυτή ήρθε να προσθέσει μια ακόμα παράμετρο στην όλη κουβέντα για τον δικό μας, ελληνικό φονταμενταλισμό).
(Στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου