Η μέρα έφτασε ως εδώ σπασμένη, αποσπασματική. Συχνά περισσότερο εντύπωση παρά εμπειρία, περισσότερο θέαση παρά βίωμα. Στιγμές που ξεκινούν χωρίς να πηγαίνουν πουθενά, άλλες που συνεχίζουν χωρίς να γνωρίζουμε που ξεκίνησαν, άλλες ακέφαλες και χωρίς άκρα, τυχαία σώματα τυχαίας διάρκειας. Εικόνες χωρίς επεξήγηση, χωρίς ερμηνεία, χωρίς ρόλο οργανικό. Συμβάντα που συμβαίνουν. Αποσπασματική, σε θρύψαλα, η εμπειρία της μέρας σπάει. Και συ την κουβαλάς σαν σε μικρές πληγές, λίγο σαν πέλμα που περπάτησε ξυπόλυτο τη νύχτα σε μια κουζίνα χωρίς φως.
Προσπαθούμε να παρακολουθήσουμε τον εαυτό μας στη συνέχειά του. Τη ζωή μας σαν να αφηγείται μία και μόνη ιστορία. Ίσως με μερικούς τυχαίους παράδρομους, με την ευχή να μείνουν παρακάμψεις προς τη ροή της κεντρικής αφήγησης, μέρη οργανικά και απολύτως χρήσιμα, δομημένα κομμάτια της πλοκής μας, αρχιτεκτονημένες στιγμές του όλου. Κάτι ολόκληρο. Που θα χωράει στο βλέμμα ολόκληρο, που θα μπορείς να το πεις και να σε πει.
Μα η διαδρομή μας δεν έχει κατεύθυνση. Γίνεται περιπλάνηση που όλο και πιο συχνά προσπαθεί να οριστεί. Τυχαιότητα που προσπαθεί να μεταφραστεί σε μοίρα, μουτζούρα που ονειρεύεται τον εαυτό της ως χάρτη. Δεν υπάρχουν εδώ ευθείες, δεν υπάρχει εδώ γεωμετρία, μόνο αποτυπώματα σε ένα χαρτί που διπλώνεται και σκίζεται ταυτόχρονα. Έτσι ζωγραφίζει Αυτή με τα μολύβια της: μισή μουτζούρα, μισή καλλιγραφία.
Και η μέρα ξυπνά μέσα στη νέα μέρα. Εξετάζει με τα δάχτυλα αποσπασματικά το σώμα της. Με όλες της τις εντυπώσεις. Με όλες τις διακοπές και τις συνέχειες. Τη ρουτίνα, την πληροφορία και την έκπληξη. Διαβάζεις ένα βιβλίο στον ηλεκτρικό, ακούγοντας τις ανακοινώσεις, ακούγοντας τους ανθρώπους να ζητούν, να δυσανασχετούν ή να σιωπούν. Κατεβαίνεις και ονομάζεις την άφιξή σου προορισμό. Ανασκαλεύεις νέα μπροστά σε οθόνες. Πρόσφυγες, μετανάστευση, ακροδεξιός δημόσιος λόγος, αλληλεγγύη, διαπραγμάτευση, προδοσία, νέος αυριανισμός, Eurovision, το Χόλιγουντ στη Μυτιλήνη, η ψυχή στο στόμα, Μακεδονία, βόρεια Μακεδονία, χαλβάς Μακεδονίας, το όνομα είναι η ψυχή μας και άλλα τέτοια. Οι πρόσφυγες είναι βιαστές, το έχουν στο DNA τους, ο Θέμος Αναστασιάδης είναι νεοναζί (ή μήπως απλά μαλάκας; Όπως και να ‘χει και εδώ το DNA θα φταίει), ευρωπαίοι φίλαθλοι σε ευρωπαίες πλατείες κατουρούν ευρωπαίους τσιγγάνους. Ευρώπη του διαφωτισμού του Βολταίρου και του Βίκτωρα Ουγκό, πηχτός εφιάλτης, παρανυχίδα της ιστορίας και τραύλισμα της κραυγής. «Ἄθλιος καιρὸς στὴ φοβερὴ πατρίδα μου καὶ λίβας ἀνελέητος σκληρὸς τοῦ Ἰουλίου».
Να κλείνει η οθόνη και η σιωπή σαν κραυγή χωρίς κάτοχο, σαν κάτι που ατέλειωτα εκκρεμεί, χωρίς πριν ή μετά. Πόσες ώρες της μέρας σου περνάς στη σιωπή; Πόσες στιγμές την ακούς και ξαφνιάζεσαι, σχεδόν τρομάζεις, σαν έτοιμος να πεις κάτι, απλώς για να την σπάσεις, αλλά σιωπάς μπας και ταυτιστείς μαζί της και καταφέρεις να την καλοπιάσεις.
Η σιωπή τινάζει και αυτή τα σεντόνια της. Και εσύ ψάχνεις κάτι να προσφέρει ενότητα. Όχι έναν πρωταρχικό μύθο, όχι μια μεγάλη μυθολογία. Κάτι μικρότερο, κάτι που σε διαπερνά και σε ενώνει με τους άλλους. Ένα συναίσθημα, μία άποψη, έναν τρόπο. Κάπως σαν την παιδική βεβαιότητα, αυτή που δεν αμφιβάλει ούτε για μια στιγμή, αυτή που μεταμορφώνει χωρίς προϋποθέσεις, αυτή που συμμετέχει ανιδιοτελώς. Μια βεβαιότητα χαμένη σε ξαφνικά καλοκαίρια και απότομες βροχές. Κάτι μικρό, μια διαπίστωση ίσως, ένα βλέμμα να μας χωρά για λίγο όλους.
Ενώ περπατάς προσπαθείς να καθορίσεις το βλέμμα που σε κοιτά, την όραση που σε καθιστά αντικείμενο του βλέμματός σου. Να κινηματογραφήσεις τη βουβή στιγμή, να την επενδύσεις μουσικά, να τη βαφτίσεις πέρασμα από τη μία σεκάνς στην άλλη. Μα σήμερα η ταινία κερνάει μόνο τίτλους συντελεστών. Σκόρπιους και ακατανόητους, ενώ εσύ συμμετέχεις ως τυχαίο τοπίο σε βλέμματα άλλων.
Και η μέρα φεύγει πάνω από τον ώμο σου σαν σκόνη στη χούφτα του αέρα, να σκορπίζεται τυχαία πάνω σε ξένες και σε οικείες μέρες, φτέρνισμα μπροστά σε ημερολόγιο που τινάζει μέρες και αριθμούς. Μοίρα συναχωμένη, φυσά τη μύτη της στην ηλικία σου. Και η μέρα κουτσαίνει ως εδώ, σπασμένη, αποσπασματική, κουτσαίνοντας μαζί της όλη τη ρουτίνα, την πληροφορία και την έκπληξη.
Παίρνεις το δρόμο του πρωινού. Εκείνου του πρωινού. Και το τηλέφωνο χτυπά. Εκείνη σου λέει. Και έτσι απότομα σαν η ζωή να αποκτά ενότητα.
(στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου