Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2015

Προ­τε­ραιό­τη­τες





Εί­μα­στε ε­δώ μα­ζί σύ­ντρο­φε, στην ε­κλο­γι­κή α­να­μέ­τρη­ση που μαί­νε­ται. Και κα­λού­μα­στε σύ­ντρο­φε να πά­ρου­με α­πο­φά­σεις, να δού­με που θα πά­με, ποιόν θα α­φή­σου­με. Τις ξέ­ρεις αυ­τές τις στιγ­μές και συ κα­λά. Οι στιγ­μές αυ­τές που κου­βα­λούν την έκ­πτω­σή τους, για­τί ό­που κι αν πας κά­τι θα χά­σεις, για­τί ό­σο και αν κερ­δί­σεις κά­τι θα λεί­πει. Ναι βλέ­πω δι­σταγ­μό, α­να­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα, ο χρό­νος πά­ντο­τε μας εκ­βιά­ζει, πα­ζα­ρεύει την α­λή­θεια μας, το στα­θε­ρό ση­μείο που ξε­κου­ρά­ζου­με την μό­νι­μη κί­νη­ση της α­βε­βαιό­τη­τάς μας.  


Μη φα­ντα­στείς τί­πο­τα σο­βα­ρό, ε­κα­τέ­ρω­θεν δη­λώ­σεις, συ­γκρού­σεις, α­ντε­γκλή­σεις (ό­πως και να χει σου προ­τεί­νω να μην α­νοί­ξεις το Facebook σου). Πά­ντο­τε κά­τι τρί­ζει μέ­σα μου, ό­ταν βλέ­πω μέ­χρι χθες συ­ντρό­φους να α­νταλ­λάσ­σουν κα­τη­γο­ρίες χω­ρίς ό­ριο στο σή­με­ρα. Όχι για­τί δεν μου α­ρέ­σουν οι πο­λι­τι­κοί καυ­γά­δες (το α­ντί­θε­το μάλ­λον), αλ­λά να… ό­ταν πα­ρα­τη­ρείς πε­ρι­πτώ­σεις ό­που η α­πό­στα­ση που πρέ­πει να δια­νύ­σεις εί­ναι τό­σο μι­κρή ώ­στε να ο­ρί­σεις τον σύ­ντρο­φο εχ­θρό, με έ­να τρό­πο αρ­χί­ζεις να αμ­φι­σβη­τείς και την δι­κή σου, τη σή­με­ρα συ­ντρο­φι­κό­τη­τα. Και τε­λι­κά την έν­νοια της συ­ντρο­φι­κό­τη­τας εν γέ­νει. Για­τί η συ­ντρο­φι­κό­τη­τα μοιά­ζει να έ­χει ως α­πα­ραί­τη­τη προϋπό­θε­ση τη βε­βαιό­τη­τα και μεις ε­δώ μοιά­ζου­με να  ξε­μέ­νου­με κα­θη­με­ρι­νά α­πό βε­βαιό­τη­τες, να ξε­ραι­νό­μα­στε α­πό σι­γου­ριές. Εί­ναι και αυ­τός ο ναρ­κισ­σι­σμός της ε­λά­χι­στης α­πό­στα­σης που μας κά­νει να ο­ρί­ζου­με ως κύ­ριο εχ­θρό αυ­τόν που μας μοιά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο.
Μα κά­πο­τε πρέ­πει να α­πο­φα­σί­σου­με (ε­μείς οι δυο του­λά­χι­στον που α­κό­μη δεν ε­πι­λέ­γου­με την α­πο­χή ως λύ­ση). Δεν σου μι­λώ για κά­ποια βα­θιά α­νά­λυ­ση, κά­ποιες α­πό­ψεις μα­ζί με λί­γη διαί­σθη­ση και ί­σως λί­γο συ­ναί­σθη­μα. Ας αρ­χί­σει:
Εί­ναι ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ βέ­βαια, που αν μέ­χρι χθες συ­γκέ­ντρω­νε τη συ­γκρα­τη­μέ­νη σου αι­σιο­δο­ξία σή­με­ρα εν­σαρ­κώ­νει την α­πό­λυ­τη α­πο­γοή­τευ­σή σου. Και το ε­ρώ­τη­μα τι πε­ρι­θώ­ρια α­ρι­στε­ρής πο­λι­τι­κής μπο­ρούν να υ­πάρ­χουν στο πλαί­σιο του α­πεχ­θούς μνη­μο­νίου (και τε­λι­κά στο πλαί­σιο της Ευ­ρω­παϊκής Ένω­σης) δεν παύει να τρι­γυ­ρί­ζει στο κε­φά­λι σου. Ήδη το προ­ε­κλο­γι­κό δί­πο­λο που ε­πι­λέχ­θη­κε α­νά­με­σα σε νέο και πα­λιό δεν σε πεί­θει, δεν έ­χει τα­ξι­κό­τη­τα, δεν έ­χει α­να­φο­ρά, ξορ­κί­ζει το κα­κό, μου λες, χω­ρίς να προσ­διο­ρί­ζει. Που η α­ρι­στε­ρά και που το α­ντί­θε­τό της; Και α­κό­μη και αν δε­χτού­με πως η α­πο­τυ­χία της δια­πραγ­μά­τευ­σης προήλ­θε α­πό την α­διαλ­λα­ξία των ε­ταί­ρων -οι ο­ποίοι ό­ρι­σαν ως κύ­ριο στό­χο να πνί­ξουν το πα­ρά­δειγ­μα της πρώ­της α­ρι­στε­ρής κυ­βέρ­νη­σης της η­πεί­ρου- εί­ναι ταυ­τό­χρο­να και οι εν­δο­γε­νείς α­δυ­να­μίες. Για­τί συ­χνά ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ α­πο­δείχ­θη­κε α­να­πο­τε­λε­σμα­τι­κός σε μια σει­ρά ε­σω­τε­ρι­κών ζη­τη­μά­των. Το πρό­βλη­μα εί­ναι πως σή­με­ρα δεν γί­νε­ται να εί­σαι α­να­πο­τε­λε­σμα­τι­κός και να ζη­τάς ταυ­τό­χρο­να τον τίτ­λο του α­ρι­στε­ρού, μια και η α­να­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα με­τριέ­ται σε αν­θρώ­πι­νες ζωές.
Ας πά­με στην Λαϊκή Ενό­τη­τα τώ­ρα σύ­ντρο­φε. Και θα σου ζη­τού­σα να α­πο­φύ­γου­με την κρι­τι­κή σε συ­γκε­κρι­μέ­να πρό­σω­πα. Η δι­κή μας α­ρι­στε­ρά του­λά­χι­στον δεν έ­κα­νε κρι­τι­κή σε πρό­σω­πα, αλ­λά σε πο­λι­τι­κές. Το ξέ­ρω πως η ε­πι­στρο­φή στο ε­θνι­κό νό­μι­σμα ή­ταν το πρώ­το που σκέ­φτη­κες βλέ­πο­ντας τον ά­θλιο εκ­βια­σμό της δια­πραγ­μά­τευ­σης. Αλλά, α­πό την άλ­λη, βλέ­πεις το πλαί­σιο να έ­χει αλ­λά­ξει; Πώς μπο­ρεί μια χώ­ρα να στα­θεί α­πό μό­νη της ό­ταν γνω­ρί­ζεις πως θα γί­νεις παι­χνί­δι στα χέ­ρια του κά­θε οί­κου α­ξιο­λό­γη­σης, του κά­θε και­ρο­σκό­που; Τι ε­πι­πτώ­σεις θα έ­χει στο δα­νει­σμό το να κη­ρύ­ξεις το χρέ­ος α­πεχ­θές και ε­πο­νεί­δι­στο; Και εί­μα­στε σί­γου­ροι πως η ε­πα­νεκ­κί­νη­ση της οι­κο­νο­μίας και η ο­μα­λο­ποίη­ση θα χρεια­στεί μο­νά­χα κά­ποιους μή­νες; Νοιώ­θου­με έ­τοι­μοι γι αυ­τό; Αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε πό­σο λε­πτο­με­ρή δου­λειά θα χρεια­ζό­ταν έ­να τέ­τοιο εγ­χεί­ρη­μα, πό­σο συ­γκε­κρι­μέ­νο σχέ­διο; Δεν εί­μα­στε κο­ντά ού­τε στον πρό­λο­γο α­κό­μη.
Εί­ναι βέ­βαια και η α­ντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή προο­πτι­κή της Α­ΝΤΑΡ­ΣΥΑ. Και το πλαί­σιο το ο­ποίο θέ­τει με πεί­θει πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό αυ­τό της ΛΑ.ΕΝ. αλ­λά μπο­ρού­με να μι­λή­σου­με ε­δώ για σχέ­διο ή για ορ­γά­νω­ση στο πλαί­σιο της συ­γκε­κρι­μέ­νης συ­γκυ­ρίας; Δεν ξέ­ρω, δεν νιώ­θω.
[Για το ΚΚΕ δεν το συ­ζη­τώ. Δεν χρειά­ζε­ται άλ­λω­στε να α­νη­συ­χού­με, ό, τι και να ψη­φί­σου­με σε αυ­τές τις ε­κλο­γές το ΚΚΕ θα εί­ναι πά­ντο­τε ε­κεί, στα­θε­ρό και α­κλό­νη­το, χω­ρίς κα­μιά με­τα­βο­λή μέ­σα στις δε­κα­ε­τίες να μας πε­ρι­μέ­νει μέ­χρι το τέ­λος του χρό­νου, ε­κτός συ­γκυ­ρίας και ευ­θυ­νών και ε­ντός αιω­νιό­τη­τας.]

Αρι­στε­ρή μας προ­τε­ραιό­τη­τα

Ας μη βια­στού­με να α­πο­φα­σί­σου­με σύ­ντρο­φε, ας μεί­νου­με μέ­χρι τέ­λους με τις αμ­φι­βο­λίες και τις α­ντιρ­ρή­σεις μας, μα­κριά α­πό ό­ποια με­λαγ­χο­λία, ο­ρι­ζό­με­νοι α­πό τις προ­τε­ραιό­τη­τες μας. Για αυ­τές, άλ­λω­στε, ή­θε­λα να σου μι­λή­σω α­πό την αρ­χή (και να με συγ­χω­ρείς αν πο­λυ­λό­γη­σα έ­τσι ά­τσα­λα), αλ­λά νοιώ­θω πως αυ­τές οι ε­κλο­γές δεν εί­ναι η α­ρι­στε­ρή μας προ­τε­ραιό­τη­τα τη δε­δο­μέ­νη συ­γκυ­ρία (και δεν έ­χω καν ε­πι­χει­ρή­μα­τα γι’ αυ­τό, μο­νά­χα έ­να συ­ναί­σθη­μα που πνί­γει). Προ­τε­ραιό­τη­τα εί­ναι οι θά­λασ­σες που πνί­γο­νται α­πό νε­κρούς, οι ά­στε­γες ζωές και οι ξε­ρι­ζω­μέ­νοι. Το κύ­μα αυ­τό που δεν πρό­κει­ται να στα­μα­τή­σει και η μι­σααν­θρω­πία που ζη­τά να γί­νει κυ­μα­το­θραύ­στης.   Όχι οι ευαι­σθη­σίες ή η φι­λαν­θρω­πία μας (αυ­τά μο­νά­χα σαν εκ­κί­νη­ση) αλ­λά η μέ­γι­στη πρα­κτι­κή μας ε­μπλο­κή. Να στο πω έ­τσι α­πλά λοι­πόν και κα­κο­γραμ­μέ­να, για­τί α­νά­με­σα σε ό­λες τις αμ­φι­βο­λίες των τε­λευ­ταίων η­με­ρών έ­χω και μια βε­βαιό­τη­τα: α­ρι­στε­ρή μας  προ­τε­ραιό­τη­τα τη δε­δο­μέ­νη στιγ­μή εί­ναι οι πρό­σφυ­γες και οι με­τα­νά­στες.

(στην εφημερίδα Εποχή)

Δεν υπάρχουν σχόλια: