‘’Η Αθήνα μασάει σουβλάκια μες στους δρόμους
Μασάει καλαμπόκια
Κατεβαίνει στη θάλασσα με ψαροντούφεκα
Ιδρωμένα κορμιά καλλυντικές γυναίκες
-ένα κύμα ξεβρασμένο στην ακτή σαν ψόφιο κήτος
Ένας δύτης γυμνός κρεμασμένος ανάποδα στα υπόγεια του νερού..’’
Βύρων Λεοντάρης, Ψυχοστασία III
Είναι η ίδια σκέψη πάνω- κάτω, κάθε που πλησιάζουν οι βροχές. Η πόλη αυτή ξεσκέπαστη, ανοιχτή, χωρίς υπόστεγα, σχεδόν χωρίς υποδομή να μεταφέρει το νερό. Και κείνο λιμνάζει μέχρι να αποροφηθεί από την επιδερμίδα των δρόμων. Η πόλη αυτή, μια τακτοποιημένη λακκούβα, μια φορητή βροχή, ένα αδιάκοπο μούλιασμα. Η πόλη αυτή δεν έχει ποτάμια, αντίθετα με κάθε μεγάλη πρωτεύουσα που δίνει χώρο στον πλωτό εαυτό της. Εδώ αποφασίσαμε να τα μπαζώσουμε. Ποτάμια σκεπασμένα και υπόγεια διατρέχουν το υπέδαφος, δίπλα σε θεμέλια, πετρώματα και βόθρους. Που και που μόνο, σε μια απρόσμενη σχάρα, σε κάποιον ξεχασμένο δρόμο, μπορείς να ακούσεις τη ροή τους. Σαν να τρέχουν μες τη μνήμη, μνήμη ενός παρελθόντος που δεν έζησες.
Είναι κάπου αυτή την εποχή που τα νέα συνοδεύονται από τις πλημμύρες. Γειτονιές που πλέουν, σπίτια που πνίγονται, μια πολιτεία που προχωρά πιο αργά και από γερασμένο ναυαγοσώστη. Και έχει ενδιαφέρον να γυρνάς σε κείνη την παιδική σου σκέψη, που γδύνεται την αφέλεια της ηλικίας και προχωράει σταθερή στο κεφάλι σου με νέα σημασία. Και τι θα γινόταν αν η βροχή δεν σταματούσε; Αν η ψιχάλα επέμενε σε μόνιμη ροή, αν η στάθμη ανέβαινε και οι ταράτσες γίνονταν όχθες, οι κεραίες γέμιζαν με γλάρους και οι δρόμοι πνιγμένοι άλλοτε με ανθρώπινη ροή, γίνονταν τώρα κοίτες, πλωτές διαδρομές μιας πόλης κάτω από το νερό;
Μα δεν μιλώ για αποκάλυψη, για εικόνες καταστροφής, για ξεριζώματα. Για πνιγμένους, συντρίμμια και χαμένες περιουσίες. Απλά για μια ήπια νέα συνθήκη, όμοια με την ήπια βεβαιότητα των ονείρων, που όσο παράλογη και αν μοιάζει βιώνεται στον ύπνο ως κάτι λογικό. Μια σκέψη –έστω- να ξεχαστείς από ό,τι γύρω σου άλλαξε απότομα και ό,τι γύρω σου δεν λέει να αλλάξει.
Το σώμα της πόλης μένει κατάστικτο από μια σειρά πλατφόρμες. Κάτω από αυτές υπάρχουνε τα σπίτια και οι άνθρωποι. Τα παράθυρα γίναν φινιστρίνια, τα πεζούλια προβλήτες, τα υπόγεια αμπάρια. Εδώ, πολλές οργιές κάτω απ’ τη θάλασσα (παραφράζοντας τον ποιητή). Κωπηλατούμε την Πατησίων αργοπορημένοι, στρίβοντας βιαστικά την Αλεξάνδρας (ραντεβού με έναν φίλο που απολαμβάνει την πολυτέλεια και την ταχύτητα ενός φουσκωτού). Μια γυναίκα δένει τη βάρκα της σε ένα φανάρι του δρόμου, ένας δύτης κολυμπάει για ψώνια, γέροι κάθονται στην κορυφή μιας παλιάς διαφημιστικής ρεκλάμας δίπλα στα θαλασσοπούλια, χαζεύοντας τα νερά, συζητώντας ήρεμα. Τα παιδιά τέλειωσαν το σχολείο και όπως στους δρόμους κάθε πόλης παίζουν με μια μπάλα (αυτή βέβαια επιπλέει). Μια πλωτή κηδεία κόβει τη ροή της κοίτης. Πλέει πένθιμα στον υγρό βηματισμό της και ύστερα χάνεται.
Εδώ οι τροχονόμοι φορούν μπρατσάκια και οι άνθρωποι μάθαν να σέβονται τα ψάρια. Οι ταξιτζήδες μιλούν μια γλώσσα λιμανίσια (εδώ δεν άλλαξαν πολλά), τα μαγαζιά δίπλα στις όχθες είναι και εδώ γεμάτα, μια πορεία από βάρκες με κόκκινες σημαίες ανεβαίνει προς την πλωτή Βουλή. Τα συνθήματα ορίζουν το ρυθμό του κουπιού. Γέφυρες ανάμεσα στα μπαλκόνια, στριμώχνουν τη συμβίωση, φέρνουν τους ανθρώπους πιο κοντά (έστω και εκβιαστικά). Η ζωή επιπλέει φυσιολογικά σε μια άλλη πόλη, πλωτή όπως ο ύπνος, αρμυρή όπως τα όνειρα, υγρή όπως τα ταξίδια.
Εδώ το μόνο ναυάγιο είναι η κανονικότητα.
(Ναι, η ποίηση -ή η φαντασία έστω- δεν ανατρέπει καθεστώτα. Αλλά σε κάθε της έκφανση, με κάθε εναλλακτική, κάθε νέα εκδοχή και κάθε υπόθεση, μπορεί να μας πείσει πως τα καθεστώτα, ο τώρα κόσμος και οι βεβαιότητες μπορούν να ανατραπούν, να αναμορφωθούν, να πάρουν νέο σχήμα. Μπολιάζοντας μεταμόρφωση στο καθημερινό. Υπενθυμίζοντάς μας πως η πραγματικότητα είναι ρευστή, όπως οι δρόμοι μιας πόλης που ζει κάτω απ’ το νερό)
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου