«Ξεριζωμένο κύλαε το ποτάμι
Αλλά κρατώντας οι άνθρωποι τις ξεχωμένες ρίζες τους θαρρούν από κάπου
κρατιούνται και φυλάνε οράματα και οστά προγόνων και τέφρες ονείρων και
τηρούν ευλαβικά κανόνες και νηστείες κι έτσι κατέβαιναν με προαιώνια
εμβατήρια ψαλμωδίες και θρήνους»
Βύρωνας Λεοντάρης, εκ περάτων
«Θα μείνεις χωρίς καταγωγή, χωρίς παρελθόν, χωρίς ιστορία», ανέκραξε το κοράκι στον Αθηναίο και ύστερα έφυγε να κρυφτεί σε κάποιο κοινότοπο παραμύθι. Δεν γνωρίζω τον αριθμό, την ακρίβεια του κοινού χαρακτηριστικού, ούτε καν εάν υπάρχει κάποια σύμπτωση κοινού αισθήματος, αλλά γνωρίζω πως υπάρχει ένας πληθυσμός αρκετός που μοιράζεται το ίδιο γεγονός. Μιλώ για τους ανθρώπους τους ξεκομμένους από τον τόπο καταγωγής, αυτούς που γεννήθηκαν στην Αθήνα (ίσως να συμβαίνει και με άλλες πόλεις, δεν το γνωρίζω) και γνώρισαν την πόλη αυτή ως μόνο τόπο. Χωρίς χωριό για θερινές επισκέψεις, χωρίς μόνιμο προορισμό διακοπής, χωρίς κάποιο σπίτι φερμένο από μια διαδοχή γενεών να περιμένει για κάποια, όποια στιγμή. Γνωρίζοντας την πληροφορία του τόπου προέλευσης φυσικά, αλλά αντιμετωπίζοντάς την όπως τόσα άλλα στοιχεία ταυτότητας, όπως π.χ. εκείνο το: Πρόσωπο: ωοειδές.
Θυμάμαι εκείνες τις στιγμές στην πρώτη ηλικία, όταν οι συμμαθητές ή οι φίλοι της γειτονιάς απαντούσαν με απόλυτη φυσικότητα στην ερώτηση «πού θα πας διακοπές;», «μα στο χωριό φυσικά». Και συ κάτι καταλάβαινες και κάτι σου διέφευγε, έγνεφες απλώς προσφέροντας στο αυτονόητο του πράγματος και οι φίλοι έφευγαν κοντά τρεις μήνες, για να επιστρέψουν με εμπειρίες, στιγμές και άγνωστους σε σένα φίλους από το χωριό. Και έτσι στο δικό σου μυαλό, αυτό το χωριό των φίλων δεν ήταν μια σειρά από προορισμούς -χωριά και κωμοπόλεις σπαρμένες στον χάρτη της Ελλάδας- αλλά ένας και μόνο προορισμός (σχεδόν μυθικός στο πρώιμο μυαλό σου), το Χωριό, ένας τόπος δικής σου απώλειας που δεν μπορούσες να καταλάβεις.
Ετσι μάθαμε να τρώμε από τα έτοιμα. Υιοθετήσαμε την τρέχουσα ιστορία, το επιφανειακό της βάθος, την προκατασκευασμένη μορφή και χρήση της. Στα 18 δηλώσαμε στην ταυτότητα ως τόπο γέννησης την Αθήνα και προσπαθήσαμε να την υιοθετήσουμε, σαν τόπο καταγωγής, σαν τόπο μνήμης. Εχοντας πάντα γνώση πως κάποιο ψέμα κρύβεται σε αυτές μας τις δηλώσεις. Και έτσι μείναμε χωρίς προορισμό καταγωγής, με όποια επιστροφή να σημαίνει απλώς φεύγω, με ένα ταξίδι χωρίς πραγματική κατεύθυνση. Στέκουμε τώρα όρθιοι, στο παρόν όλων μας των ηλικιών, χωρίς να έχουμε κάτι να ξεχάσουμε.
Η χώρα αυτή -και η πόλη αυτή στο κέντρο της- στήθηκε απότομα. Μετακίνησε τους πληθυσμούς της στην κατασκευαστική της έξαρση, δέχτηκε πρόσφυγες από τα απέναντι παράλια μεταλλάσσοντας την ταυτότητά τους μέσα από τον εξευτελισμό. Δημιούργησε πρόσφυγες, εξόριστους, απόβλητους. Μετακίνησε, ξερίζωσε, υποσχέθηκε. Ομογενοποίησε ταυτότητες και τρόπους σε έναν εύκολο μέσο όρο πρακτικής κατεύθυνσης. Εσβησε και ξαναέσβησε σαν μαθητής σκράπας στην ιστορία.
Τώρα βλέπεις τους μετανάστες στη γειτονιά αυτή, το μόνο σημείο που έμαθες να αποκαλείς τόπο δικό σου. Φερμένους από τόπους μακρινούς, σπρωγμένους από βία, από όνειρο ή από ανάγκη. Και βλέπεις κάπου εκεί το τι σημαίνει καταγωγή, πόνος της νοσταλγίας, πραγματική μοναξιά από τόπο, ακούγοντας τον απότομο ήχο του ξεριζώματος. Και μέσα σε αυτή τη γειτονιά –το μόνο σημείο που έμαθες να αποκαλείς δικό σου– γίνονται και αυτοί κομμάτι του τόπου σου.
Ετσι περιπλανιόμαστε σε ένα δάσος με ανεστραμμένα δέντρα. Ομοια παραταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Τα φύλλα πεσμένα στα χαμηλά. Τον κορμό τοποθετημένο με ανάποδη φορά. Και τις ρίζες στημένες στην κορυφή, γυμνές, σχετικές και μετέωρες, προσπαθώντας μάταια να μπήξουν τον εαυτό τους στα σπλάχνα του ουρανού. Αυτή η γενεαλογία μας και αυτό το γενεαλογικό μας δέντρο. Και έτσι, καθώς μεγαλώνουμε, όλο και απομακρυνόμαστε, όλο και αφαιρούμε τον δεσμό, την καταγωγή, τη συνέχεια. Το παρελθόν γίνεται όλο και πιο μακρινό, χάνεται κάπου στο θολό και στις υποθέσεις της ιστορίας. Κι εμείς, περπατώντας στο δάσος με τα γενεαλογικά δέντρα, γινόμαστε όλο και γηραιότεροι από ηλικία και όλο και νεότεροι από χρόνο.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Βύρωνας Λεοντάρης, εκ περάτων
«Θα μείνεις χωρίς καταγωγή, χωρίς παρελθόν, χωρίς ιστορία», ανέκραξε το κοράκι στον Αθηναίο και ύστερα έφυγε να κρυφτεί σε κάποιο κοινότοπο παραμύθι. Δεν γνωρίζω τον αριθμό, την ακρίβεια του κοινού χαρακτηριστικού, ούτε καν εάν υπάρχει κάποια σύμπτωση κοινού αισθήματος, αλλά γνωρίζω πως υπάρχει ένας πληθυσμός αρκετός που μοιράζεται το ίδιο γεγονός. Μιλώ για τους ανθρώπους τους ξεκομμένους από τον τόπο καταγωγής, αυτούς που γεννήθηκαν στην Αθήνα (ίσως να συμβαίνει και με άλλες πόλεις, δεν το γνωρίζω) και γνώρισαν την πόλη αυτή ως μόνο τόπο. Χωρίς χωριό για θερινές επισκέψεις, χωρίς μόνιμο προορισμό διακοπής, χωρίς κάποιο σπίτι φερμένο από μια διαδοχή γενεών να περιμένει για κάποια, όποια στιγμή. Γνωρίζοντας την πληροφορία του τόπου προέλευσης φυσικά, αλλά αντιμετωπίζοντάς την όπως τόσα άλλα στοιχεία ταυτότητας, όπως π.χ. εκείνο το: Πρόσωπο: ωοειδές.
Θυμάμαι εκείνες τις στιγμές στην πρώτη ηλικία, όταν οι συμμαθητές ή οι φίλοι της γειτονιάς απαντούσαν με απόλυτη φυσικότητα στην ερώτηση «πού θα πας διακοπές;», «μα στο χωριό φυσικά». Και συ κάτι καταλάβαινες και κάτι σου διέφευγε, έγνεφες απλώς προσφέροντας στο αυτονόητο του πράγματος και οι φίλοι έφευγαν κοντά τρεις μήνες, για να επιστρέψουν με εμπειρίες, στιγμές και άγνωστους σε σένα φίλους από το χωριό. Και έτσι στο δικό σου μυαλό, αυτό το χωριό των φίλων δεν ήταν μια σειρά από προορισμούς -χωριά και κωμοπόλεις σπαρμένες στον χάρτη της Ελλάδας- αλλά ένας και μόνο προορισμός (σχεδόν μυθικός στο πρώιμο μυαλό σου), το Χωριό, ένας τόπος δικής σου απώλειας που δεν μπορούσες να καταλάβεις.
Ετσι μάθαμε να τρώμε από τα έτοιμα. Υιοθετήσαμε την τρέχουσα ιστορία, το επιφανειακό της βάθος, την προκατασκευασμένη μορφή και χρήση της. Στα 18 δηλώσαμε στην ταυτότητα ως τόπο γέννησης την Αθήνα και προσπαθήσαμε να την υιοθετήσουμε, σαν τόπο καταγωγής, σαν τόπο μνήμης. Εχοντας πάντα γνώση πως κάποιο ψέμα κρύβεται σε αυτές μας τις δηλώσεις. Και έτσι μείναμε χωρίς προορισμό καταγωγής, με όποια επιστροφή να σημαίνει απλώς φεύγω, με ένα ταξίδι χωρίς πραγματική κατεύθυνση. Στέκουμε τώρα όρθιοι, στο παρόν όλων μας των ηλικιών, χωρίς να έχουμε κάτι να ξεχάσουμε.
Η χώρα αυτή -και η πόλη αυτή στο κέντρο της- στήθηκε απότομα. Μετακίνησε τους πληθυσμούς της στην κατασκευαστική της έξαρση, δέχτηκε πρόσφυγες από τα απέναντι παράλια μεταλλάσσοντας την ταυτότητά τους μέσα από τον εξευτελισμό. Δημιούργησε πρόσφυγες, εξόριστους, απόβλητους. Μετακίνησε, ξερίζωσε, υποσχέθηκε. Ομογενοποίησε ταυτότητες και τρόπους σε έναν εύκολο μέσο όρο πρακτικής κατεύθυνσης. Εσβησε και ξαναέσβησε σαν μαθητής σκράπας στην ιστορία.
Τώρα βλέπεις τους μετανάστες στη γειτονιά αυτή, το μόνο σημείο που έμαθες να αποκαλείς τόπο δικό σου. Φερμένους από τόπους μακρινούς, σπρωγμένους από βία, από όνειρο ή από ανάγκη. Και βλέπεις κάπου εκεί το τι σημαίνει καταγωγή, πόνος της νοσταλγίας, πραγματική μοναξιά από τόπο, ακούγοντας τον απότομο ήχο του ξεριζώματος. Και μέσα σε αυτή τη γειτονιά –το μόνο σημείο που έμαθες να αποκαλείς δικό σου– γίνονται και αυτοί κομμάτι του τόπου σου.
Ετσι περιπλανιόμαστε σε ένα δάσος με ανεστραμμένα δέντρα. Ομοια παραταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Τα φύλλα πεσμένα στα χαμηλά. Τον κορμό τοποθετημένο με ανάποδη φορά. Και τις ρίζες στημένες στην κορυφή, γυμνές, σχετικές και μετέωρες, προσπαθώντας μάταια να μπήξουν τον εαυτό τους στα σπλάχνα του ουρανού. Αυτή η γενεαλογία μας και αυτό το γενεαλογικό μας δέντρο. Και έτσι, καθώς μεγαλώνουμε, όλο και απομακρυνόμαστε, όλο και αφαιρούμε τον δεσμό, την καταγωγή, τη συνέχεια. Το παρελθόν γίνεται όλο και πιο μακρινό, χάνεται κάπου στο θολό και στις υποθέσεις της ιστορίας. Κι εμείς, περπατώντας στο δάσος με τα γενεαλογικά δέντρα, γινόμαστε όλο και γηραιότεροι από ηλικία και όλο και νεότεροι από χρόνο.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου