Η οδός Αθηνάς είναι η καρδιά της Αθήνας. Και η Αθήνα είναι η καρδιά του έθνους. Γι’ αυτό και ό, τι υμνεί την Αθηνάς είναι εθνικό κι ελληνικό μαζί. Κι έτσι όπως έχει τ’ όνομα Θεάς η οδός αυτή και στην κορφή της την βλογάει ο Παρθενώνας, κανείς δεν της αμφισβητεί την εθνική αξία σ’ ολόκληρη τη χώρα.
Ο δρόμος, η Αθηνάς, έχει πολλά οινομαγειρεία και πιο πολλά πορνεία, κινηματογράφους για κατ’ ιδίαν ερωτικήν απόλαυση, ξενοδοχεία σκοτεινά για άμεση ερωτική περίθαλψη - κάτι σαν πρώτων Βοηθειών, να πούμε, ερωτικών - χιλιάδες καφενεία για ημερήσια χαύνωση, το Δημαρχείο κι ένα γραφείο κηδειών αλλοτινών καιρών.
Στο δρόμο αυτόν κυκλοφορούν εργατικοί, μικρέμποροι, αλήτες, πόρνες, τραβεστί, δημοσιογράφοι, επαρχιώτες μαστρωποί και χίλιοι δολοφόνοι. Αυτό περίπου είναι το σκηνικό.
Σημείωμα
του Μάνου Χατζιδάκι στο έργο του
«Οι Μπαλάντες της Οδού Αθηνάς»
Κατοικούμε εκεί που κατοικεί το οικείο. Εκεί που οι χειρονομίες μας είναι μέρη της επίπλωσης, εκεί που ο όποιος διάκοσμος κουβαλά τις ανάμεσα εμπειρίες και η ανάμνηση απλώνει σαν σεντόνι πάνω στα γερασμένα έπιπλα. Κάθε μετακόμιση, μικρός θάνατος και μικρή γέννηση, νέα ανάσα σε στόμα παλιό, παλιός παλμός σε νέο σώμα.
Μετακόμιση στην ανάμνηση
Στην οδό Αθηνάς, λοιπόν, Βλαχάβα 11. Είμαστε πια κάτω απ’ την Ακρόπολη χτισμένοι. Μα το να μετακομίζεις στην Αθηνάς μοιάζει να μετακομίζεις στην ανάμνηση. Στο θολό Θυμάμαι, ανάμεσα σ’ ένα μισοσβησμένο γεγονός και ένα μισογραμμένο όνειρο. Μέσα στην πολυσημία της η Αθηνάς μοιάζει καταδικασμένη να θυμάται και ταυτόχρονα καταδικασμένη να κουβαλά πυκνωμένο το Τώρα σαν τα τσουβάλια με τους καρπούς που απλώνει στο σώμα της.
Ευθεία τεντωμένη ανάμεσα στην Ακρόπολη και την Ομόνοια, η οδός διασχίζει τους αιώνες. Μπορείς λοιπόν να σταθείς περίπου στην μέση της, αγναντεύοντας το χρόνο, ανάμεσα σε κορναρίσματα και μπιτάκια ραδιοφώνων δίπλα στην ελάχιστη εκκλησία της Αγίας Κυριακής (χτισμένη κάπου στην τουρκοκρατία, ελάχιστα μεγαλύτερη από τα εκκλησάκια των ατυχημάτων στους δρόμους) να κοιτάξεις μέχρι την (πρώην καθολική) εκκλησία στο Μοναστηράκι και πιο πάνω το τζαμί του βοεβόδα Τζισταράκη. Ακόμα ψηλότερα, ο βράχος της Ακρόπολης μορφή ακλόνητη στον χρόνο χαζεύει την πλατεία Ομονοίας να αλλάζει ξανά και ξανά όψη, σε μια πλαστική εγχείρηση που ποτέ δεν λέει να πετύχει. Θα κλάψει ο Παρθενώνας η Ομόνοια θα βραχεί.
Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την Ιστορία της Οδού Αθηνάς, για το δημοτικό θέατρο που κατεδαφίστηκε, για τα λουτρά, για τους αραμπάδες και τα καρότσια των προσφύγων απ την Μικρά Ασία, για τους αρχιτέκτονες Κλεάνθη και Σάουμπερτ. Μα κάποιες φορές η ιστορία μιλά καλύτερα όταν σιωπά. Ακόμα και η περιγραφή του Μάνου Χατζιδάκι μοιάζει να περνά στην ιστορία. Η οδός Αθηνάς υπήρξε οδός της αμαρτίας (θυμάσαι ρε μάνα, που ήμουν μικρός και μου έδειχνες την ταμπέλα του ξενοδοχείου ‘’Η λεβεντογεννήτρα Κρήτη’’ σε κάποια βόλτα πρωινή;) και αργότερα οδός της μικροαστικής ευημερίας των μικροπροϊόντων. Η οδός είναι ένας κόμπος από μυρωδιές. Μπαχαρικά και αλλαντικά, η μυρωδιά του νεκρού αίματος έξω από την αγορά, ο αλατισμένος αέρας πάνω απ τους παστωμένους μπακαλιάρους. Εργαλεία, αυγά, τοπικά προϊόντα, λουκέτα και μπρελόκ, τα βρεγμένα πατώματα της αγοράς και τα εικοσιτετράωρα μαγειρεία, σαλάμια, γκλίτσες. Μικρογεωγραφία και εξοπλισμός καθημερινότητας. Πωλητές οπωροκηπευτικών, πωλητές ψαριών, πωλητές ιδανικών στιγμών.
Οδός της κρίσης
Σήμερα, η οδός Αθηνάς μοιάζει να μετατρέπεται σε οδό της κρίσης, με τα μαγαζιά της να χαροπαλεύουν μέσα στην ύφεση, τον εξευγενισμό (gentrification) της Μπιενάλε να απλώνει καθαρότητα , τους καβαλάρηδες της ΔΙΑΣ να καλπάζουν. Στο σταθμό του μετρό, το υπνωτήριο των αστέγων σε μια σχάρα πάνω απ τον γκρεμό του ανοίγματος προσπαθώντας να αγκαλιάσουν τη ζέστη του εξαερισμού. Μετανάστες πηγαίνουν και έρχονται (ένοχοι κριθήκαμε και ξένοι/για την χώρα, για την οικουμένη), με την οδό να φιλοξενεί συχνά κηλίδες ρατσιστικού μίσους κάτω απ ένα αερόστατο γεμάτο αίμα. Ναι, συχνά οι δρόμοι γύρω απ την αγορά μυρίζουν αίμα.
Περνώντας απ την Αθηνάς, μην ξεχάσεις να θαυμάσεις την πλατεία Κοτζιά και να ψάξεις κάπου να κάτσεις. Κάτω απ τα επιβλητικά νεοκλασικά και τους φωτισμούς, δίπλα στα περίκλειστα αρχαία, ανάμεσα στην Εθνική τράπεζα και το δημαρχείο (εκεί έχει στήσει τον θρόνο του ο νόμιμος κύριος Καμίνης, αλήθεια σου λέω!). Δεν θα βρεις πουθενά παγκάκι, κάγκελο ή πεζούλι. Γιατί η πλατεία είναι όμορφη σαν άγαλμα και ψυχρή σαν μάρμαρο, σύμβολο του πως αντιλαμβάνονται οι αρχές το δημόσιο χώρο. Σαν πέρασμα, σαν διάδρομό, σαν σκηνικό που πλαισιώνει μια ζωή όλο βιασύνη, σπρώξιμο και ταχυκαρδία. Η μόνη χρήση του είναι το βάδισμα, άντε και ένα βιαστικό κοίταγμα ανάμεσα στα βήματα.
Έτσι, μαζί με βιβλιοπωλεία και εκδοτικούς, μετακομίσαμε και μεις στην Οδό, διαβάτες των γκρεμισμένων μητροπόλεων, κάτω απ τους ουρανούς μιας ημέρας πληγωμένης. Ψάχνοντας στην Οδό Αθηνάς κάπου ανάμεσα στις φωνές των μικροπωλητών, τους κρεμασμένους παστουρμάδες και τα κορναρίσματα, την Μαριάνθη των Ανέμων.
Αλλά όπως πάντα και άσχετα από την έκβαση της αναζήτησης μας:
«Ξανάρχεται ο Χειμώνας, η πόλη θα χαθεί
Θα γύρει ο Παρθενώνας και θ’ αποκοιμηθεί»
Υ.Γ.: Oι προτάσεις σε πλάγια είναι παρμένες από τις ‘’Μπαλάντες της Οδού Αθηνάς’’ του Μάνου Χατζιδάκι, σε στίχους Αγαθής Δημητρούκα, Άρη Δαβαράκη και του συνθέτη.
(στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου