Για τον Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν που έφυγε ξαφνικά
«Ασε τη λάμπα αναμμένη. Ο μόνος αυτοκράτορας… και τα εισαγωγικά δεν κλείνουν. Έτσι. Από νεύρα. Έτσι. Από θλίψη. Όχι εκείνη τη βαθειά, όπως όταν χάνεις κάποιον κοντινό σου και αυτή τελικά αυτοαναλώνεται στη διαδικασία του θρήνου. Την άλλη, εκείνη που διαρκεί στη μικρή της κλίμακα ανεπαίσθητα, μακρινή και εξόχως διαβρωτική, που τελικά μοιάζει με θυμό και όχι με δάκρυ. Όχι, λοιπόν, σαν απότομη καταιγίδα, μα σαν ομίχλη που κατασκηνώνει. Ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του στη Νέα Υόρκη από υπερβολική δόση ναρκωτικών. Στην ηλικία των 46. Και μέχρι το βλέφαρο να ανοίξει και να κλείσει το νέο μεταδόθηκε, ξεσπώντας στις αναμενόμενες κουβέντες: τον τρόπο θανάτου, τον ηθικισμό γύρω από τα ναρκωτικά, το νεκρόφιλο κουτσομπολιό για την πιθανή ομοφυλοφιλική του σχέση, τα κοινότοπα debate για το αν ήταν ο σημαντικότερος ηθοποιός της γενιάς του, ποιος ήταν ο καλύτερός του ρόλος του κτλ. Τα μέσα δικτύωσης τον θρήνησαν με τον τρόπο που γνωρίζουν, μαζικά, αποσπασματικά, με υπερβολή. Μα έχω την αίσθηση πως δεν χωρούν εδώ αγιογραφίες, επικήδειοι, μνημεία. Αλλά ο άνθρωπος όπως είναι, περίπου όπως είναι, σαν τους ρόλους που ενσάρκωνε ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν. Άλλοτε στο κέντρο και άλλοτε στο περιθώριο, ηττημένος και νικητής, μια αντίφαση βουτηγμένη στην ανθρωπίλα. Ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν ήταν εξαιρετικός στο να βγάζει το εξαιρετικό από μη εξαιρετικούς χαρακτήρες. Ακόμη και στους πρωταγωνιστικούς του ρόλους ήταν πάντα ο Άλλος, ο οικείος και πάντα ξένος, ο ταυτισμένος και ταυτόχρονα άγνωστος. Το λιγωμένο βλέμμα του στο «Boogie Nights», το βουβό κλάμα του στο «Magnolia», η γραβατωμένη αμηχανία του στον Μεγάλο Λεμπόφσκι, το απεγνωσμένο του τηλεφώνημα στο «Happiness». Όλες του οι σχεδόν κρυφές ερμηνείες στα περιθώρια να γεμίζουν με βάρος το κέντρο της ταινίας, όταν η λεπτομέρεια προσθέτει στην ουσία πολύ περισσότερα απ’ ό,τι η παρουσίαση της ίδιας της ουσίας. Η εξαϋλωμένη ευστοχία στη βιογράφήση του Τρούμαν Καπότε (ο ρόλος που του έδωσε το Όσκαρ), η νεύρωση που παίρνει διαστάσεις πόλης στη Συνεκδοχή της Νέας Υόρκης και κυρίως το μέγεθος της υποκριτικής στο «The Master».
Μπλέκουν οι ιστορίες, μπλέκουν οι εμπειρίες και όλα γυρνούν πάνω από μια είδηση, μια πληροφορία θανάτου. Οι λέξεις σκορπίζουν αδιαφορώντας να μπούνε σε προτάσεις, αρνούμενες να φτιάξουν παραγράφους: αμφιβολία, καταφύγιο, φακίδες, πρέζα, γεννημένος το 1967, δειλές κινήσεις, πινακοθήκη των πιο uncool χαρακτήρων, κοκκίνισμα από ντροπή, υπερβολή ταλέντου, η φυσικότητα να ταυτίζεται με την τεχνική, κοντά 60 κινηματογραφικοί ρόλοι, σκόρπια δάκρυα ελάχιστα…
Άλλωστε οι μεγάλοι ρόλοι (ακόμα και εκείνη που διαρκούν πολύ λίγο, κοντά 1 κινηματογραφικό λεπτό) είναι μια καταγραφή ενάντια στο θάνατο, μια καταγραφή αυτού που περισσεύει από το θάνατο. Όχι γιατί ορθώνουν μνημεία, αλλά γιατί συμπορεύονται με ό,τι ονομάζουμε καθημερινό και απλό, με μια χειρονομία, ένα βλέμμα, μια πρόχειρη ανάμνηση.
Μια θλίψη, λοιπόν. Παράδοξη και συχνά κακόηχη. Βουβή αλλά πάντα παρούσα, αποχαιρετώντας, γράφοντας τα λόγια του Γουάλας Στίβενς:
Κάλεσε τον καπνιστή μεγάλων πούρων,
Εκείνον τον νταή, και βάλτον
Στην κουζίνα να χτυπήσει κρέμες ηδονικές.
Άσε τις πόρνες να σουλατσάρουν με φουστάνια
Που συνηθίζουν να φορούν, και τους γκόμενους
Να φέρνουν λουλούδια τυλιγμένα σε παλιές εφημερίδες.
Άσε την ύπαρξη να είναι το όριο του ορατού.
Ο μόνος αυτοκράτορας είναι ο αυτοκράτορας του παγωτού.
Πάρε από την ξύλινη ντουλάπα,
Που της λείπουν τα τρία γυάλινα πόμολα,
το σεντόνι όπου εκείνη είχε κεντήσει κάποτε,
σαν βεντάλιες, ουρές περιστεριών
Και σκέπασέ την μέχρι το μέτωπο.
Αν εξέχουν τα ροζιάρικα πόδια της είναι που
Έχει παγώσει κι έμεινε χωρίς αισθήσεις.
Άσε τη λάμπα αναμμένη.
Ο μόνος αυτοκράτορας είναι ο αυτοκράτορας του παγωτού.
(στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου