‘’Τι
θα πει αισιοδοξία;’’ Ρώτησε ο Κακάμπο.
‘’Είναι
το να λες παθιασμένα πως όλα πάνε καλά τη στιγμή που όλα πάνε κατά διαόλου’’,
του απάντησε ο Καντίτ.
Βολταίρος, Καντίτ
Ο
‘’Καντίτ’’ αποτελεί αναμφίβολα το σημαντικότερο λογοτεχνικό έργο του Βολταίρου.
Στο έργο αυτό, που σύμφωνα με τον Γκιστάβ Φλωμπέρ αποτελεί μια σύνοψη του όλου
έργου του, ο Βολταίρος καταφέρνει σε ελάχιστο χώρο, να σατιρίσει την οργανωμένη
θρησκεία, τους σύγχρονους του φιλοσόφους,
τα ρομάντζα της σειράς, τους γιατρούς, τους Γάλλους, τους στρατιώτες κ.α. Αυτό
που ξεκίνησε ως ένα αστείο που ‘’θα διασκέδαζε έναν μικρό αριθμό ανθρώπων με
πνεύμα’’ σύμφωνα με τον συγγραφέα, κατέληξε να γίνει το πιο ευπώλητο βιβλίο της
εποχής του, να απαγορευτεί στις περισσότερες χώρες (στις Ηνωμένες πολιτείες
μέχρι και τον 20ο αιώνα) και φυσικά να περιληφθεί στον κατάλογο με
τα απαγορευμένα βιβλία της εκκλησίας. Το βιβλίο κατάφερε να δημιουργήσει μια
σπαρακτική (και σπαρταριστή) αλληγορία για την ανθρώπινη φύση, έναν οδηγό
αντιξοότητας, για ανθρώπους που επιμένουν χωρίς να αισιοδοξούν.
Ο
Καντίτ είναι ένας νέος προικισμένος με
απλότητα. Ο αναγνώστης παρακολουθεί αυτόν και τους συντρόφους του να
περιπλανιούνται από την μια ατυχία στην επόμενη. Να μαστιγώνονται, να ναυαγούν,
να βρίσκονται αντιμέτωποι με σεισμούς, παλιρροικά κύματα και ιησουίτες
μοναχούς, να παραπλανιούνται από κλέφτες, καταχραστές και κομπιναδόρους. Και ενώ
όλα αυτά συμβαίνουν ο Καντίτ προσπαθεί να αντιληφθεί την σημασία του κακού,
τους λόγους της κακοτυχίας και την σημασία της αισιοδοξίας, ψάχνοντας την
όμορφη Κίνεγκοντ, τον έρωτα της ζωής του. Ακόμα όμως και στην τελική λύση, η
κακοτυχία θα προσφέρει τα δώρα της. Ο Καντίτ θα συναντήσει και θα παντρευτεί
την Κίνεγκοντ, αυτή όμως εν τω μεταξύ θα έχει μεταμορφωθεί σε μια γυναίκα
ιδιαίτερα άσχημη, έντονα τυραννική και γενικά ανυπόφορη.
Η
αρχική πρόθεση πίσω απ την συγγραφή του ''Καντίτ'', υπήρξε η επιθυμία του Βολταίρου
να διακωμωδήσει την ευρέως διαδεδομένη τότε φιλοσοφία του Λάιμπνιτς, σύμφωνα με
την οποία, ο άνθρωπος ζει στον ‘’καλύτερο απ όλους τους δυνατούς κόσμους’’,
έναν κόσμο φτιαγμένο από την μέριμνα και την αγάπη του πανάγαθου θεού προς τους
ανθρώπους. Στην αφήγηση του ο Βολταίρος χρησιμοποιεί, ειρωνεύεται έντονα και
τελικά απορρίπτει πλήρως, την συγκεκριμένη αισιόδοξη φιλοσοφία. Πίσω από το
μένος του συγγραφέα για την φιλοσοφία του ‘’καλύτερου απ όλους τους δυνατούς
κόσμους’’ κρύβεται ο βαθύς προβληματισμός και η οδύνη που προκάλεσε στον
Βολταίρο αλλά και σε άλλους σύγχρονούς του φιλοσόφους (Καντ, Ρουσώ) ο μεγάλος
σεισμός της Λισαβόνας το 1755, σε σχέση με την θέση του ανθρώπου στον κόσμο και
την ανθρώπινη μοίρα. Ο
μεγάλος σεισμός ήταν της τάξεως των 8,5 με 9 ρίχτερ και ισοπέδωσε σχεδόν
ολοκληρωτικά την Λισαβόνα καταστρέφοντας το 85% των κτηρίων της και προκαλώντας
χιλιάδες θανάτους. Έγινε αισθητός στη Φινλανδία, τη βόρια Αφρική, την Καραϊβική
και την Γροιλανδία και προκάλεσε πυρκαγιές, παλιρροικά κύματα, κοινωνικές
ταραχές και πολιτικούς ανασχηματισμούς. Ταυτόχρονα όμως γέννησε την σύγχρονη
επιστήμη της σεισμολογίας, δημιούργησε έντονα θεολογικά ερωτήματα (αφού ο
σεισμός γκρέμισε σχεδόν όλες τι εκκλησίες της πόλης ενώ άφησε ανέπαφα όλα τα
μπουρδέλα) και επανατοποθέτησε στην σκέψη φιλοσοφικά ερωτήματα γύρω από την
πόλη, την τύχη και το κακό. Ο σεισμός –μέσω κυρίως του Βολταίρου- δεν έφερε
μόνο την κατάρρευση ενός συμπεράσματος και την διακωμώδηση μιας φιλοσοφίας.
Δημιούργησε ταυτόχρονα μια ρωγμή στις βεβαιότητες και την ίδια τη λογική, μια
ρωγμή μέσα απ την οποία θα ξεχυθεί όλο το παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο
σεισμός της Κεφαλονιάς και η διαδοχή των μετασεισμών του, τοποθέτησε το
παράλογο της τύχης και των καιρικών φαινομένων, δίπλα στο ανθρώπινο παράλογο
των ανθρώπινων επιλογών και της Κρίσης. Και στις δύο περιπτώσεις σημασία δεν
έχει η πρόβλεψη (η δυσκολία της οποίας φλερτάρει με το αδύνατο) αλλά η μέριμνα
και η διαχείριση. Η αιώνια λιακάδα της νεοδημοκρατικής αισιοδοξίας σε συνδυασμό με την κυβερνητικής ανεπάρκεια
στη διαχείριση των συμβάντων (άφησε να περάσουν 2 βδομάδες για να ανακηρύξει το
νησί σεισμόπληκτο, διακοπές στο νερό και την ηλεκτροδότηση, κακή διαχείριση
ανθρώπινου δυναμικού, παροχή σκηνών
ανοιχτών στο χώμα κτλ) μας θυμίζει τους ήρωες του ''Καντίτ'': ανίκανοι όχι μόνο να
διαχειριστούν αλλά ακόμα και να αντιληφθούν την μοίρα τους, χαμογελούν ένα
ατελείωτο Success Story, ανεμίζουν θετικά
πλεονάσματα, μπερδεύουν το ύψος τους με το
ύψος της σκιάς τους, ασκώντας την ‘’καλύτερη απ όλες τις δυνατές πολιτικές’’.
Ένα
από τα συμπεράσματα που προκύπτει από την περιπέτεια της Κεφαλονιάς, είναι η
σημασία των δημόσιων φορέων (οι οποίοι καθημερινά εξατμίζονται και
εξαχνώνονται), η σημασία της μέριμνας και της διαχείρισης ως απάντηση στο
τυχαίο και το παράλογο των καταστροφών. Ταυτόχρονα η ανάγκη για την συνειδητοποίηση
πως το κοινωνικό παράλογο δεν μπορεί να εμφανίζεται ως φυσική καταστροφή, ως
μια βολταιρική καταστροφή, όπου ως μοιραίοι και άβουλοι αδυνατούμε να
αποφύγουμε.
Γιατί αντίθετα από τους σεισμούς, το ρήγμα της κοινωνικής εξαθλίωσης
μπορεί να αποφευχθεί. Ας επιμείνουμε σ αυτό χωρίς να αισιοδοξούμε με τον τρόπο
που μας δίνει το φινάλε του ''Καντίτ'': οι ήρωες παρατάνε την φλυαρία και
προσπαθούν να δουλέψουν τον άγονο κήπο τους μέσα στους πιο άγονους καιρούς.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
(η γκραβούρα της εποχής αναπαριστά τις πυρκαγιές και το τσουνάμι που προκάλεσε ο σεισμός στην πόλη της Λισαβώνας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου