Ο Γιάννης Κοντός είναι ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της γενιάς του ’70. Η ποίησή του χρησιμοποιεί μια γλώσσα καθημερινή, εντάσσοντας -μέσω του ποιητικού ευρήματος- την ποιητικότητα στα τοπία της πόλης, του δωματίου, της κάθε απλής μέρας. Τα μοτίβα του έρωτα, της μοναξιάς και της αθωότητας απλώνονται στα δεκαέξι ποιητικά βιβλία που έχει συγγράψει μέχρι σήμερα. Η συνέντευξη που ακολουθεί έγινε με αφορμή την έκδοση των απάντων του ποιητή (1970- 2010) από τις εκδόσεις Τόπος.
Πώς προέκυψε η έκδοση των απάντων;
Εγώ δεν ήθελα να βγάλω άπαντα, προέκυψε για πρακτικούς λόγους, αφού τα περισσότερα βιβλία μου δεν κυκλοφορούσαν στην αγορά παρ’ όλο που μερικά από αυτά έχουν κάνει πέμπτη ή και έκτη έκδοση. Η έκδοση αυτή δεν αποτελεί ένα τέλος. Καμιά φορά τα κοιτάζω και τρομάζω, είναι τόσα πράγματα, τόσα χρόνια που πέρασαν. Η αλήθεια είναι πως γράφω πολύ. Ήδη τώρα ετοιμάζω ένα παιδικό βιβλίο, δύο ποιητικά βιβλία -ένα με μικρά και ένα με μεγάλα ποιήματα- και ένα βιβλίο με πεζά κείμενα, τα «Ευγενή Μέταλλα 3».
Διαβάζοντας από την αρχή τα άπαντα έχουμε την αίσθηση πως περνά μέσα από τα ποιήματα -ήδη από την εισαγωγή, αλλά και στις αφιερώσεις των ποιημάτων, στις αναφορές- ολόκληρη η ποιητική γενιά του ’70. Μιλήστε μας για αυτή τη γενιά.
Το βράδυ της παρουσίασης, αφιέρωσα το βιβλίο στη γενιά μου, τη γενιά του ’70. Έχουμε μια μεγάλη συναισθηματική και ποιητική σχέση μεταξύ μας. Η γενιά αυτή έκανε μια ρήξη ως προς τη γλώσσα με κατεύθυνση το μοντερνισμό, ταυτόχρονα με μια πολιτική ρήξη με την τότε υπάρχουσα πολιτική κατάσταση, δηλαδή τη χούντα. Ήταν μια αντίσταση καλυμμένη ποιητικά, μια αντίσταση απέναντι στο στρατιωτικοποιημένο τρόπο ζωής, απέναντι στον αμερικάνικό τρόπο της κατανάλωσης και κυρίως απέναντι στην ανελευθερία που υπήρχε τότε. Είναι πολλοί οι ποιητές της γενιάς αυτής. Όλα ξεκίνησαν από μία ομάδα, ο Στεριάδης, ο Πούλιος, ο Μαρκόπουλος, ο Πατίλης, η Τζένη Μαστοράκη, ο Θανάσης ο Νιάρχος, ο Κώστας Μαυρουδής και τόσοι πολλοί άλλοι. Όμως ιδεολογικά, ποιητικά και πρακτικά μετά την πρώτη πενταετία, γύρω στο 1975, τα πράγματα ξεχώρισαν. Άλλοι σταμάτησαν και άλλοι συνέχισαν. Εγώ ανήκω σε αυτούς που συνέχισαν και συνεχίζω ακόμη.
Μια και αναφέρατε τη γλώσσα, διαβάζοντας κάποιος το σύνολο των βιβλίων σας παρατηρεί μια σταθερότητα ως προς τη χρήση της γλώσσας από το πρώτο βιβλίο μέχρι 15 βιβλία μετά. Μια έντονη προφορικότητα, μια απλότητα, μια γλώσσα καθημερινή. Μιλήστε μας για αυτή την επιλογή.
Χρησιμοποιώ την καθημερινή γλώσσα, μια γλώσσα που παλαιότερα χαρακτηρίστηκε αντιποιητική. Ένας λόγος προφορικός, που επιθυμεί να γίνει τέχνη. Προσωπικά ως ποιητής προσπαθώ να ενσωματώσω στη γλώσσα αυτή, τον κινηματογράφο, το θέατρο, τη μουσική και κυρίως τη ζωγραφική.
Στην ποίησή σας παρατηρούμε μια έντονη εικονοποιία και μια έντονη ποιητική ευρυματικότητα. Ποιες ποιητικές πρακτικές ή θεωρίες συνέβαλλαν σε αυτό; Τι ρόλο έχει παίξει η έντονη σχέση με τη ζωγραφική στην ποίησή σας;
Είμαι εικονιστής ποιητής. Με έχει επηρεάσει έντονα η θεωρία και η πράξη ποιητών που είχαν έντονη σχέση με την εικόνα. Ο Πάουντ, ο Μαγιακόφσκι της πρώτης περιόδου... Το σουρεαλισμό τον χρησιμοποιώ εν μέρει, παίρνοντας στοιχεία και ενσωματώνοντάς τα. Ας μην ξεχνάμε πως ο σουρεαλισμός από τότε που εμφανίστηκε μπόλιασε σχεδόν όλη την ποίηση της Ευρώπης (αλλά και γενικότερα) κυρίως με τα δύο βασικά του στοιχεία: την σχεδόν αυτόματη εικόνα και το υπόστρωμα της ψυχανάλυσης, το υποσυνείδητο, τη μνήμη. Αυτά τα στοιχεία χρησιμοποίησα κι εγώ.
Στην ποίηση μου προσπαθώ να χρησιμοποιώ έντονα το ποιητικό εύρημα, να είμαι ευρηματοποιός. Δεν πιστεύω στην ποίηση της ποίησης, πιστεύω στο ποίημα αντικείμενο. Τα ποιήματά μου έχουν συνήθως μια σαφή δομή: ο τίτλος, στη συνέχεια το θέμα και τελικά το εύρημα του κλεισίματος. Έδινα και δίνω πάντα μεγάλη σημασία στον τίτλο, για μένα ο τίτλος είναι σχεδόν άλλο ένα ποίημα, κάπως όπως συμβαίνει με τους τίτλους στους πίνακες του Μαγκρίτ.
Έχω όντως μια έντονη σχέση με τη ζωγραφική, συνεργάζομαι με ζωγράφους, γράφω συχνά ποιητικά κείμενα για αυτούς εδώ και 35 χρόνια. Στην ποίηση μου χρησιμοποιώ και εγώ, όπως και αυτοί, εικόνες, για μένα η λέξη είναι το χρώμα τους.
Στην ποίηση σας συναντούμε έντονα μια προσήλωση στην καθημερινότητα -όπως προκύπτει και από τη γλώσσα- στη ζωή της πόλης. Πώς επηρεάζει η καθημερινότητα της κρίσης την ποίηση σας;
Η καθημερινότητα με τρέφει, με τροφοδοτεί έντονα. Δεν μπορώ να καταλάβω μερικούς καλλιτέχνες και συγγραφείς που φεύγουν και πάνε στο βουνό για να γράψουν. Εγώ είμαι ποιητής της πόλης, μου αρέσει να την ζω, να στριμώχνομαι μέσα της. Η πυκνότητα των ανθρώπων, της συναλλαγής, της ροής της μεγαλούπολης. Ο Έλιοτ, ένας ποιητής έντονα συντηρητικός, έλεγε πως αν ο ποιητής δεν είναι έξω στη ζωή να κοιτά και να βιώνει το έχει χάσει το παιχνίδι. Ένας καλλιτέχνης εκμεταλλεύεται το κάθε τι αρκεί να το δει από την οπτική γωνία της τέχνης.
Η κρίση, λοιπόν, δεν θα μπορούσε να λείπει. Τα σημερινά γεγονότα δεν αποτυπώνονται άμεσα. Είναι το κλίμα όλης αυτής της τραγωδίας που αποτυπώνεται. Η κατάσταση αποτυπώνεται όχι σαν ρεπορτάζ αλλά σαν ατμόσφαιρα, ως ένα σκοτεινό πράγμα που έρπει κάτω από τη ζωή μας.
Σε αντιπαράθεση με αυτό το έντονο μοτίβο, συχνά συναντούμε και το μοτίβο του δωματίου ως καταφυγίου και ως χώρου μόνωσης.
Ιδεολογικά για εμένα το δωμάτιο είναι μια μήτρα, μια δημιουργική απομόνωση και όχι ένας αποκλεισμός. Από εκεί στοχεύω και το όνειρο και τον έρωτα και μια μοναξιά όχι καταθλίψεως αλλά δημιουργίας, εκεί γεννιέται η φαντασία στη νιοστή.
Μια δεύτερη αντίθεση με το τοπίο της τραγωδίας που αναφέρατε πιο πριν, είναι το στοιχείο της αθωότητας, η οποία φτάνει καμιά φορά να περιγράφεται και ως παιδικότητα μέσα στα κείμενά σας. Μήπως από εκεί προέκυψαν τελικά και τα παιδικά βιβλία που έχετε γράψει;
Έχω γράψει τρία παιδικά βιβλία σε συνεργασία με φίλους μου ζωγράφους. Το ένα το έκανα με τον Μυταρά, το άλλο το έκανα με τον Φασιανό και το τρίτο με τον Φαίδωνα Πατρικαλάκη. Άλλωστε λένε πως οι ποιητές είναι, ή έστω παραμένουν, παιδιά. Έχω μια μανία με την παιδική ηλικία. Με την ηλικία αυτή που μοιάζει με επιστροφή. Δεν μου αρέσει να βλέπω τα χρόνια να περνούν, ίσως για αυτό να έγραψα και αυτά τα βιβλία. Βιβλία με ζώα, με γιορτές, με μια παιδική αθωότητα. Η παιδικότητα απαλύνει τη σκληρότητα.
Μιλήσαμε πριν για τη γενιά του ’70. Πώς βλέπετε την ποιητική παραγωγή της νεότερης γενιάς;
Μετά τη γενιά του ’70 εμφανίστηκαν μερικοί αρκετά καλοί ποιητές διάσπαρτοι. Αλλά σήμερα παρατηρούμε μια άνοδο στην ποίηση από τους νέους, από τα παιδιά που έχουν εμφανιστεί τα τελευταία δέκα χρόνια. Παρατηρούμε μια έντονη τολμηρότητα στα κείμενα τους διαφορετικά οράματα, διαφορετικές παραστάσεις. Έχω αρκετές φιλίες με νέους γιατί με βοηθούν και στην καθημερινότητά μου.
Εγώ έζησα από τη δεκαετία του ’70 μέχρι και τα χρόνια του ’80 ένα έντονο ενδιαφέρον που έδειχναν όλα τα έντυπα για την ποίηση –και δεν εννοώ αποκλειστικά τα λογοτεχνικά περιοδικά. Σήμερα κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, οι εκδότες έχουν στραφεί στα μυθιστορήματα γιατί η ποίηση δεν πουλά. Αυτή η δυσκολία έρχεται να προστεθεί στις άλλες δυσκολίες που έχουν να αντιμετωπίσουν οι νέοι ποιητές.
Τι ρόλο μπορεί να παίξει η ποίηση στην εποχή της κρίσης;
Οι παλαιότεροι έλεγαν πως στην κατοχή, παρόλες τις αντιξοότητες, αναπτύχθηκε πολύ έντονα το θέατρο, η ζωγραφική, η λογοτεχνία. Το ίδιο μπορούμε να δούμε και στην Ισπανία επί Φράνκο, στην Πορτογαλία, στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Και εμείς ξεκινήσαμε επί χούντας σε ένα καθεστώς πλήρης ανελευθερίας. Οι άνθρωποι τις δύσκολες στιγμές αντιδρούν με δημιουργία. Παρόλες τις δυσκολίες οι ιδέες δεν σβήνουν ποτέ.
(Στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου