Σάββατο 13 Απριλίου 2013

Γράμμα σε έναν Ιταλό φίλο


Αγαπητέ Αλμπέρτο
Όταν ήμουν μικρός, οι γονείς μου είχαν βρει έναν ύπουλο τρόπο να με μάθουν γεωγραφία. Στο παιδικό μου δωμάτιο, πάνω από το παιδικό μου κρεβάτι, είχαν τοποθετήσει έναν χάρτη της Ευρώπης. Έτσι κάθε πρωί που ξύπναγα αντίκριζα τη θάλασσα (όχι κι άσχημο. Zούσα βλέπεις στο κέντρο της Αθήνας). Μαζί της κάθε πρωί με καλημέριζαν τα σύνορα, οι πρωτεύουσες, τα σχήματα και τα χρώματα των χωρών. Μπορούσα να πω πως αρχικά δεν πολυσυμπαθούσα αυτό τον χάρτη. Είχε πολύ σοβαρό ύφος και πάντα κουνούσε αυστηρά το δάχτυλό του στα παιδικά μου παιχνίδια, όπως ο δάσκαλος στην τάξη. Ο πρώτος μου ενθουσιασμός ήρθε μόλις ανακάλυψα πως το σχήμα της χώρας σου μοιάζει με πόδι που κλοτσάει μια μπάλα. Ο ενθουσιασμός έγινε ακόμα μεγαλύτερος, λόγω του ότι τις ίδιες ακριβώς μέρες διεξαγόταν το μουντιάλ της Ιταλίας, στα 1990. Για πρώτη φορά μαζευόμασταν με τα παιδιά της γειτονιάς στους στενούς δρόμους ώστε να αναμετρηθούν οι ποδοσφαιρικές μας ικανότητες και οι γνώσεις μας για τους παίχτες. Έτσι τις μέρες εκείνες όλα έδεναν στο μυαλό μου και η γεωγραφία απέκτησε μια τελείως διαφορετική σημασία (σήμερα είμαι εξίσου απογοητευμένος τόσο με την κοινότοπη γεωγραφική μου παρατήρηση για την χώρα σου όσο και με τις ποδοσφαιρικές μου ικανότητες).
Πάντα συμπαθούσα τις χώρες που απεικονίζονταν με τα αγαπημένα μου χρώματα και το αναφέρω απλά για να σε ενημερώσω πως είσαι τυχερός μιας και η Ιταλία, απεικονιζόταν με το πράσινο, το αγαπημένο μου χρώμα. Το ίδιο χρώμα μοιραζόταν η Πολωνία, η Σουηδία, η Ιρλανδία και η Ανδόρα. Μέχρι και σήμερα δεν έχω καταλάβει ποια κρυφή σύνδεση ντύνει όλες αυτές τις χώρες στο πράσινο, αλλά σίγουρα είναι τυχερές για την επιλογή που τους έγινε. Αντίθετα η χώρα μου απεικονιζόταν πεισματικά με ένα φθαρμένο πορτοκαλί, το χρώμα που έχουν τα νεράντζια όταν πέφτουν από τα κλαδιά στα πεζοδρόμια και γερνούν απότομα χωρίς κανείς να τα ξεφλουδίσει. Πάντα πίστευα πως ήταν αδικία, ακόμα το πιστεύω. Όπως και να χει πολύ σύντομα είδα τα χρώματα στον χάρτη να αλλάζουν και να αλλοιώνονται και τα σχήματα να μπερδεύονται. Η Σοβιετική Ένωση έπεσε, οι δύο Γερμανίες ενώθηκαν και η Γιουγκοσλαβία έγινε συντρίμμια. Η μάνα μου, μου είπε πως συμβαίνει αυτό με τους χάρτες, πως το πρώτο μισό του αιώνα ήταν ακόμα χειρότερα και πως δεν θα έπρεπε να στεναχωριέμαι. Εγώ δεν την πίστεψα -μάλλον επειδή δεν ήξερα τι ακριβώς είναι το πρώτο μισό του αιώνα- όπως και να χει από τότε παραμένω προβληματισμένος.
Πέρασαν 10 χρόνια περίπου από τότε που ο χάρτης της Ευρώπης κρεμόταν στον τοίχο μου και ενώ τα πάντα στο δωμάτιο είχαν αλλάξει, αυτός διεκδικούσε την σταθερότητα του θριαμβολογώντας. Ακριβώς εκείνη την εποχή ήρθε ο μεγάλος σεισμός του 1999. Για πρώτη φορά μετά από 10 χρόνια ο χάρτης βρέθηκε στο πάτωμα, χτυπημένος, νικημένος απότομα. Για λόγους τιμής τον ξανακρέμασα, αλλά το αυστηρό του ύφος είχε πια χαθεί, το ίδιο και η σταθερότητά του. Σε αυτό το σημείο πρέπει να σε ενημερώσω πως η χώρα μου είναι διάσημη για κάποια κομμάτια της παραγωγής της. Βγάζει εξαιρετικά γιαούρτια και ακόμα καλύτερους ποιητές. Μέτριους ποδοσφαιριστές και ακόμα χειρότερους πρωθυπουργούς αλλά τουλάχιστον πολύ καλούς μπασκετμπολίστες. Πάντα πίστευα πως οι σεισμοί που παράγουμε είναι από τους καλύτερους στην Ευρώπη, όπως άλλωστε φάνηκε από την οικονομική κρίση αλλά και από τις πρόσφατες εκλογές και την άνοδο της αριστεράς. Αλλά τι σου έλεγα, – α ναι για την σταθερότητα του χάρτη. Που λες μετά την πρώτη πτώση του, ο χάρτης έπεφτε σε κάθε μικρό ή μεγάλο σεισμό. Με τόση ακρίβεια μάλιστα ώστε σε κάποιο σημείο δεν ήμουν σίγουρος για το αν είναι οι σεισμοί που προκαλούν την πτώση του χάρτη, ή η πτώση του χάρτη που προκαλεί τους σεισμούς στην χώρα. Νομίζω πως εξαιτίας αυτής της αμφιβολίας ένοιωσα για πρώτη φορά το τσίμπημα της ευθύνης απέναντι στο σύνολο και κατέληξα στην αριστερά. Τέλος πάντων -δεν θέλω να σε μπερδεύω- και για να τελειώνουμε με τον χάρτη ήθελα να σου πω πως τον είδα τελευταία φορά στα 18 μου. Στα 18 ο χάρτης έπεσε μια τελευταία φορά. Ενώ κοιμόμουν, κατευθείαν μέσα στο όνειρό μου. Οι πρωτεύουσες, οι γραμμές και τα χρώματα χάθηκαν μες τον ύπνο. Κυρίως τα χρώματα μπερδεύτηκαν τόσο πολύ, που από τότε τα όνειρά μου έχουν αχρωματοψία. Η Ευρώπη είναι σήμερα για εμένα μια άγνωστη ήπειρος. Η θολή της εικόνα στέκει σκαλωμένη στην μνήμη σαν ψαροκόκαλο στον ουρανίσκο. Τουλάχιστον –και δεν ξέρω γιατί– σταμάτησαν οι σεισμοί.

Αγαπητέ Αλμπέρτο

Με λένε Θωμά Τσαλαπάτη και είμαι 27 χρονών. Σπούδασα στο τμήμα θεατρικών σπουδών της φιλοσοφικής σχολής της Αθήνας. Πρόσφατα κυκλοφόρησε η πρώτη μου ποιητική συλλογή και ένα βιβλίο με μεταφράσεις ποιημάτων. Αρθρογραφώ σε εφημερίδες και περιοδικά εδώ και τέσσερα χρόνια και ταυτόχρονα ασκώ την stand-up κωμωδία. Δεν θέλω να σταθώ σε τίποτα από αυτά απλά νοιώθω την ανάγκη να σου παρουσιαστώ μιας και σου γράφω. Αν στεκόμουν σε κάτι, αυτό θα ήταν ο αριθμός 27. Τα τελευταία χρόνια ταξίδεψα σε αρκετές χώρες τις Ευρώπης – ανάμεσα τους πέρασα 6 μήνες στην Σιένα μαζί με την κοπέλα μου, με το πρόγραμμα Erasmus, ίσως τους 6 ομορφότερους μήνες της ζωής μου- μίλησα με ανθρώπους που κρατούσαν το νούμερο 27 σ’ ένα χαρτάκι στο χέρι τους (όπως συμβαίνει στις αίθουσες αναμονής στα ταχυδρομεία), το 27 ή άλλα γειτονικά νούμερα. Μαζί μάθαμε να μετράμε σε διάφορες γλώσσες. Και έμοιαζε, ενώ η ηλικία είναι πρόσθεση –υποχρεωτικά και αναπόφευκτα μια και έχουμε το κακό συνήθειο να γερνάμε- για μας να είναι αφαίρεση, αφού κάθε μέρα τα τελευταία χρόνια το αύριο όλο και λιγοστεύει. Ξέρεις, σκέφτομαι πως αν είσαι 27, η ηλικία σου δεν έχει εθνικότητα. Η αίθουσα αναμονής είναι κοινή στην Ιταλία ή στην Ελλάδα, στην Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ιρλανδία. Αν η κατάσταση συνεχιστεί, πιστεύω πως η αίθουσα θα αποκτήσει το σχήμα και το μέγεθος της Ευρώπης. Προς το παρόν περιμένουμε στην αποστειρωμένη αυτή αίθουσα και μόλις ειπωθεί η ηλικία μας εμείς θα ταχυδρομήσουμε το αύριο μας προς κάποιον άγνωστο παραλήπτη. Η κρίση θα γλείφει τα γραμματόσημα. Η κρίση και αυτοί που την κατασκεύασαν.

Θες να σε ξεναγήσω στην ηλικία μου;

Ζούμε σε έναν κόσμο από καταρρέοντα νεόκτιστα, σε μια διαδρομή φρέσκων ερειπίων. Αν κάποιος χτυπιέται περισσότερο από την κρίση αυτή είναι η νεότερη γενιά. Η ηλικία διχοτομημένη ανάμεσα στη βιολογική της έξαρση και την πρόωρα γερασμένη προοπτική της. Αυτή η ομαδοποίηση των ανθρώπων κάτω από έναν κοινό ακυρωμένο μέλλοντα. Όχι μόνο γιατί οι αποφάσεις επηρεάζουν το άγουρο παρόν της, αλλά γιατί πολλαπλασιάζουν την σημασία τους και το βάρος τους σε ένα αβέβαιο αύριο. Έτσι σε μεγάλο βαθμό, η γενιά μας βιώνει το παρόν ως τέλμα, το μέλλον ως έναν βέβαιο και ταυτόχρονα άγνωστο κίνδυνο που πλησιάζει και την ιστορία ως προδοσία (όταν μιλάω για ιστορία αναφέρομαι στην πρόσφατη ιστορία, το ψαροκόκαλο και τον χάρτη που έχασε τα χρώματα του).
Η ανεργία κάθε μέρα μεγεθύνεται κάνοντας την κυρίαρχη επισφαλή εργασία, να μοιάζει με πικρό δώρο όταν και εφόσον προκύψει. Ανοιχτές συμβάσεις, απροσδιόριστα ωράρια, εργοδοτική αυθαιρεσία και καθυστερημένες πληρωμές, αποτελούν την κουρελιασμένη συνοδεία των δώρων αυτών. Δίπλα στην παλαιά έννοια του προλεταριάτου έρχεται να προστεθεί το όλο και διευρυνόμενο πλήθος του πρεκαριάτου, του σύγχρονου εργασιακά αβέβαιου και ανασφάλιστου εργαζομένου (από την αγγλική λέξη Precarity).
Ο σύγχρονος νέος άνεργος δεν έχει ομοιότητες με τις γενιές των ανέργων του περασμένου αιώνα. Πολλές φορές μορφωμένος, αρκετά συχνά πλήρως καταρτισμένος με δύο και τρία πτυχία, εξοικειωμένος με τις τεχνολογίες, τις νέες τάσεις, το διαδίκτυο, τις γλώσσες, τα ταξίδια και ταυτόχρονα αποκλεισμένος, φιμωμένος και απελπισμένος. Ο σχετικά νέος όρος που ήρθε να περιγράψει αυτά τα αναδυόμενα πλήθη, ο όρος κογκνιτάριος (από το λατινικό και καρτεσιανό cogito) περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο αυτή την περίπτωση: την περίπτωση του νέου που έχει τη γνώση, αλλά όχι τον πλούτο, την δύναμη, την προοπτική. Αλλά νομίζω πως άρχισα να θεωρητικολογώ. Καμιά φορά αυτός μοιάζει να είναι ο πιο ευγενικός τρόπος για να κρύψεις την οργή σου.

Θες να σε ξεναγήσω στην πόλη μου;

Όχι στα αρχαία και τις ταβέρνες. Ούτε καν στην παλιά καθημερινότητα που προσπαθεί να συνεχίσει με τα μέλη της πληγωμένα και ματωμένα από τις παγίδες τις πραγματικότητας. Λίγο πιο έξω. Εκεί που οι ναζιστικές λάμες κυνηγούν τον αδύναμο, τον μετανάστη, τον Άλλο. Εκεί που η εξαθλίωση βαφτίζεται έγκλημα, ο φόνος δίκαιη άμυνα και η επιστροφή στη ζωώδη κατάσταση εθνική υπερηφάνεια. Και λίγο πιο πέρα, στα σκαλοπάτια της ελληνικής πραγματικότητας που κοιμούνται οι άστεγοι, που τρυπιούνται οι χρήστες, που ανταλλάσσουν χειρονομίες τα φαντάσματα. Έχεις δει ποτέ σου γάγγραινα; Θα την συναντήσεις στο κέντρο της πόλης δίπλα σε χαμογελαστές καρτ ποστάλ και πανάκριβους χρηματιστές ελαφρώς αγχωμένους. Στην χώρα αυτή τα τελευταία 3 χρόνια μετρούμε αυτοκτονίες: τρεις κάθε δύο μέρες. Έχεις ακούσει τι σημαίνει ελληνική αστυνομία; Έχεις ακούσει για τις 20 οροθετικές ιερόδουλες; 20 γυναίκες βρίσκονται στην φυλακή, ζώντας σε απάνθρωπες συνθήκες ανάμεσα σε λύματα και ποντίκια, επειδή είναι φορείς του AIDS. Βέβαια πρώτα διαπομπεύτηκαν με τις φωτογραφίες τους να κυκλοφορούν στις εφημερίδες, κάπου ανάμεσα στο ΠΡΟΣΟΧΗ ΚΙΝΔΥΝΟΣ που συναντάς στις ταμπέλες ή το ΚΑΤΑΖΗΤΕΙΤΑΙ. ΝΕΚΡΟΣ Ή ΖΩΝΤΑΝΟΣ που συναντάς στην άγρια δύση. Ήταν το πιο πρόσφατο δώρο των δύο μεγάλων κομμάτων της χώρας μας (ΠΑΣΟΚ – Νέα Δημοκρατία), των δικαστηρίων και των ΜΜΕ, η πιο πρόσφατη στιγμή σε μια σειρά από οικονομικά, πολιτικά και ηθικά εγκλήματα. Αλλά να σου πω κάτι; Μου φαίνεται περίεργο αλλά δεν απελπίζομαι. Αν δεις τι προηγήθηκε στο ελληνικό 20ο αιώνα δεν γίνεται να απελπίζεσαι. Εδώ προσευχή είναι η πέτρα.

Θες να σε ξεναγήσω στην ιστορία μου;

Και δεν μιλάω για την μάχη του Μαραθώνα ή τις Θερμοπύλες. Μόνο για τα 100 χρόνια του περασμένου αιώνα. Ας αρχίσουμε να μετράμε: 2 βαλκανικοί πόλεμοι, 2 παγκόσμιοι. Η μικρασιατική καταστροφή, οι πρόσφυγες, το ξερίζωμα. Ο πιο αιματηρός εμφύλιος στην Ευρώπη. Οι εξόριστοι, οι διωγμένοι και οι βασανισμένοι. 4 πραξικοπήματα με τελευταία την χούντα των συνταγματαρχών από το 67 έως το 74. Η εισβολή στην Κύπρο… Κοιτάζοντας προς τα πίσω δεν μαθαίνεις μόνο ιστορία μαθαίνεις και αριθμητική. Την αριθμητική της απώλειας. Αλλά κυρίως μαθαίνεις να μην απελπίζεσαι και να αντέχεις, να αντιστέκεσαι, να αγωνίζεσαι και να ελπίζεις.

Αγαπητέ Αλμπέρτο

Δίπλα στην Ελλάδα της κρίσης, ζει εδώ και χρόνια μια άλλη Ελλάδα. Μια νέα γενιά που της αφαιρείται κάτι το οποίο δεν πρόλαβε καν να αγγίξει. Μια γενιά που μαθαίνει να συλλαβίζει την δημιουργία του νέου. Η γενιά που τον Δεκέμβρη του 2008 , μετά την δολοφονία του 15χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου στο κέντρο της Αθήνας από την αστυνομία, έθεσε μέσα από την εξέγερση το ηθικό όριο το οποίο κανείς δεν επιτρέπεται να ξεπεράσει. Που περιέγραψε ένα πλήθος που κανείς πια δεν θα μπορούσε να αγνοήσει. Μια γενιά που προσδιορίζει κάθε μέρα από την αρχή το δικαίωμα της πολιτικής ανυπακοής. Από την άρνηση πληρωμής στα διόδια, και τα λεωφορεία μέχρι τις μαζικές πορείες των τελευταίων χρόνων και τη σύγκρουση με την αστυνομία. Μια γενιά που προσπάθησε να ορίσει από την αρχή την σχέση της με την έννοια της πολιτικής, από τις ανοιχτές συγκεντρώσεις των Αγανακτισμένων στην πλατεία Συντάγματος μέχρι τις λαϊκές συνελεύσεις σε κάθε πλατεία της χώρας.
Αλλά ξέχασα να σου μιλήσω για την τέχνη. Η τέχνη υπάρχει δίπλα σε όλα αυτά. Δίπλα στο μαύρο του πόνου και της αδικίας, το λευκό της επιθυμίας και του νέου, δίπλα σε όλα τα χρώματα της αντίστασης. Και συ γράφεις και γράφεις. Συντάσσεις άρθρα, στίχους, αστεία, δίπλα σε όλους εκείνους που πέφτουν. Διστακτικά, συχνά με μια αίσθηση ενοχής, μια αίσθηση πρόχειρης ήττας. Δεν ξέρω τι χρειάζεται η τέχνη μέσα σε τέτοιους καιρούς, σε τι βοηθάει, ποιους βοηθάει, πόσο μάλλον ποιοι την αναζητούν. Ξέρω απλά ότι χρειάζεται. Στις πιο σκοτεινές εποχές, η τέχνη επιβιώνει ως ανάγκη, βιώνεται με την φυσικότητα του κατ’ επείγοντος και στις πιο ευτυχείς και αυθεντικές τις στιγμές, διδάσκει την γενναιότητα.
Ίσως να σου γράψω άλλο ένα γράμμα κάποτε. Να σου μιλήσω για τις δεκάδες νέες θεατρικές ομάδες που προσπαθούν το καινούργιο. Τη νεότερη γενιά ποιητών που μετρά ήδη τους πρώτους της μεγάλους στίχους. Τα διηγήματα και τα μυθιστορήματα που ζητούν να ανασάνουν με τρόπο διαφορετικό. Τις δωρεάν προβολές στις καταλήψεις και τις πλατείες κάθε μέρα σε όλη την πόλη. Και κυρίως τις συζητήσεις, τις ατελείωτες συζητήσεις μέχρι τα πρώτα ξυπνητήρια του ήλιου. Ίσως μια μέρα να σου μιλήσω γι αυτή την Μαύρη μας Άνοιξη.
Θα θελα να σε αποχαιρετήσω μ έναν στίχο. Ανήκει στον ποιητή Paul Celan και μου τον έμαθε ένας πολύ καλός μου φίλος. Γράφει ο ποιητής: ‘’Ω εσύ σκάβεις κι εγώ σκάβω, και σκάβω μέσα μου ως εσένα’’. Ενώ οι ώρες αλλάζουν δέρμα, ενώ το αυτονόητο καταρρέει και οι παλιές βεβαιότητες τρέχουνε μακριά τρομαγμένες, μοιάζουν οι εποχές αυτές εποχές για πολύ σκάψιμο. Και ίσως τελικά να έχουμε μια ευκαιρία για να γνωρίσουμε όλο το μέσα μας, χωρίς περιττές ευδαιμονίες, βιαστικά συμπεράσματα ή εύκολα στολίδια. Και ίσως εκεί μέσα συναντήσουμε δίπλα στους εαυτούς μας τους άλλους και ίσως λίγο πιο πέρα τον Άλλο. Γυμνό από προκαταλήψεις, χρώμα, εθνικότητα. Αγαπητέ μου Αλμπέρτο, ελπίζω να σε συναντήσω εκεί μέσα.

Με ειλικρινή αγάπη

Θωμάς

(Το συγκεκριμενο κείμενο γράφτηκε για το φεστιβάλ teatri di vita της Μπολώνια και διαβάστηκε δημοσίως απο τον ποιητή Alberto Masala. Δημοσιεύεται για πρωτη φορα στο σάιτ x-pressed  [ http://www.x-pressed.org/ ] . Με την ευκαιρια να κάνουμε τις συστάσεις με το νέο αυτό σαιτ . Το x-pressed έχει σαν στόχο την επιλογή και μετάφραση κειμένων σε σχέση με την Ευρωπαική κρίση, την κατάργηση των ορίων της επικοινωνίας που θέτει από την μία η γλωσσα, από την άλλη τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης. Ετσι κάθε κείμενο είναι μεταφρασμένο στα ελληνικά τα αγγλικά τα ισπανικά τα ιταλικά και άλλες γλώσσες. Καλοτάξιδο λοιπόν παιδιά και θα επιστρέψουμε)

Δεν υπάρχουν σχόλια: