«Ο συγγραφέας υπογράφει συμβόλαιο με τη συνείδησή του»
Ο Χρήστος Οικονόμου γεννήθηκε το 1970. Η συλλογή διηγημάτων «Κάτι θα γίνει, θα δεις» κυκλοφόρησε το 2010 από τις εκδόσεις Πόλις και απέσπασε το κρατικό βραβείο διηγήματος. Στις δεκαέξι ιστορίες του βιβλίου, ήρωες αποκλεισμένοι, άνεργοι, χωρίς φωνή μοιράζουν τη ζωή τους στα Καμίνια, τη Νίκαια, τη Δραπετσώνα. Απελπίζονται και επιβιώνουν, ονειρεύονται και σκοντάφτουν και τελικά αναπνέουν όλη αυτή την ανηφόρα που μπορεί να είναι η ύπαρξη. Ανάμεσα στο κακοτράχαλο του καθημερινού και στο βαθύ λυρισμό της γραφής, ό,τι ανθρώπινο επιβιώνει: «Θέλω να βρίσω. Νά ’ξερες πόσο πολύ θέλω να βρίσω. Αλλά δεν μου βγαίνει. Ούτε να μιλήσω γι‘ αυτά δεν μπορώ, καταλαβαίνεις; Κι αφού δεν μπορώ να πω αυτά που νιώθω, φοβάμαι ότι θα πάψω να τα νιώθω. Ότι θα χαθούν. Με φοβίζει πολύ αυτή η σιωπή. Απάνθρωπο πράμα. Πόση σιωπή να κουβαλήσει ένας άνθρωπος μέσα του;»
Το βιβλίο εκδόθηκε λίγο πριν τον Απρίλιο του 2010, δηλαδή λίγο πριν τον ερχομό της κρίσης. Έχεις την αίσθηση πως οι χαρακτήρες και οι ιστορίες σου, οι οποίες προϋπήρχαν της κρίσης με κάποιο τρόπο την προεικόνιζαν;
Θά ‘λεγα με μια δόση υπερβολής πως είναι προπολεμικά αφηγήματα, πριν δηλαδή ξεσπάσει η κρίση. Υπήρχε μια μερίδα της ελληνικής κοινωνίας, που βίωνε εδώ και χρόνια καταστάσεις που τώρα είναι γενικευμένες, όπως η ανεργία, η ανασφάλεια και η ανέχεια. Οι ήρωες και οι αφηγήσεις είναι κομμάτια της φαντασίας μου, δυστυχώς όμως πολλές καταστάσεις πήραν ένα μέγεθος που κανείς πια δεν μπορεί να αγνοήσει.
Έχεις την αίσθηση ότι καθώς η κρίση και οι επιπτώσεις της βαθαίνουν, οι χαρακτήρες και οι καταστάσεις του βιβλίου αποκτούν όλο και μεγαλύτερο βάρος;
Με κάποιο τρόπο ναι. Νομίζω πως η λογοτεχνία δεν μπορεί να είναι μια επικαιρική καταγραφή, αλλά μια προσπάθεια να φτάσεις στις βαθύτερες ρίζες. Η ανάγνωση ανατροφοδοτείται μέσα από την εξέλιξη των πραγμάτων, μέσα από τα γεγονότα που ακολουθούν τη γραφή, αλλά υπάρχει και πέρα από αυτά. Μπορεί το έναυσμα να υπάρχει σε όσα συμβαίνουν τώρα και γύρω μας, αλλά στην πραγματικότητα γράφοντας λογοτεχνία προσπαθείς να μιλήσεις για θέματα που ξεπερνούν τον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Θεωρώ πως η λογοτεχνία είναι το σταυροδρόμι όπου ο χώρος και ο χρόνος συναντιούνται με την αιωνιότητα.
Στο διήγημα «Τα πράγματα που κουβάλαγαν» γράφεις: «Αυτά που διαβάζω δεν ταιριάζουν μ’ αυτά που βλέπω. Τίποτα δεν ταιριάζει». Η επιλογή του ρεαλισμού και των συγκεκριμένων μοτίβων μοιάζει με μια συνειδητή επιλογή ειλικρίνειας, ενός αναγκαίου τρόπου για να μιλήσεις για ό, τι συμβαίνει γύρω μας.
Η επιλογή είναι συνειδητή, αλλά από την άλλη δεν πιστεύω ότι υπάρχει ρεαλισμός στη λογοτεχνία. Αν η τέχνη είναι ένας καθρέφτης που στήνεται μπροστά στη φύση, ο καθρέφτης αυτός δείχνει πράγματα που είναι αόρατα και αθέατα. Μόνο και μόνο η διαμεσολάβηση του συγγραφέα υπονομεύει τον όρο «ρεαλισμός». Με την προσωπική του εμπλοκή και με ό, τι αυτός κουβαλά, τις ιδέες, τα συναισθήματα, τις ευαισθησίες του. Ο συγγραφέας δεν είναι απλά ένας ενδιάμεσος, αλλά ένας ενεργός ενδιάμεσος που μεταμορφώνει την κάθε καταγραφή.
Μέσα στο καθημερινό και τετριμμένο των γεγονότων που συναντούμε στις ιστορίες, παρατηρούμε ένα έντονο λυρικό στίγμα (στις περιγραφές, τις παρομοιώσεις κ.τ.λ.). Η επιλογή αυτή είναι απλά ένα λογοτεχνικό στοιχείο της γραφής σου ή λειτουργεί και οντολογικά, ως διέξοδος, ως παραμυθία;
Δεν με ενδιαφέρει η στολισμένη γραφή, το λογοτεχνικό εύρημα. Αγαπάω πολύ τη γλώσσα αλλά δεν έχω γλωσσολαγνεία. Θεωρώ πως μέσα από το λυρισμό, οι άνθρωποι των ιστοριών φωτίζονται καλύτερα. Ο τρόπος με τον οποίο οι ίδιοι βλέπουν τον εαυτό τους, το ποια η θέση τους μέσα στον κόσμο.
Διαβάζοντας το βιβλίο σου αποκτάς την αίσθηση πως κάθε γραμμή έχει γραφτεί με κατανόηση και συμπόνια απέναντι σε ό, τι περιγράφεις, ενώ ταυτόχρονα δεν το δωροδοκείς με μια ευτυχισμένη κατάληξη. Ποια είναι η θέση σου απέναντι στους ήρωές σου;
Οι συγκεκριμένοι ήρωες είναι μεν πλάσματα της φαντασίας μου, αλλά από την άλλη έχω ζήσει ανάμεσα σε ανθρώπους σαν και αυτούς. Η αλήθεια είναι πως μου βγαίνει αυθόρμητα να τους αντιμετωπίσω με θέρμη. Δεν μπορώ να είμαι κυνικός ή σαρκαστικός απέναντί τους. Οι αδύναμοι, οι ταπεινοί και καταφρονεμένοι με ενδιαφέρουν πάρα πολύ. Η αδυναμία παράγει ένταση, μυθοπλασία. Ο άνθρωπος που δεν αισθάνεται πως έχει ισχυρή θέση μέσα στον κόσμο, είναι από μόνος του ένα ολόκληρο σύμπαν και εμένα με ενδιαφέρει πάρα πολύ να προσεγγίσω κάτι τέτοιο.
Ένα κεντρικό θέμα στο βιβλίο σου είναι η εργασία. Οι ήρωές σου δουλεύουν στην απογοήτευση και την ανασφάλεια, προσπαθούν να επιβιώσουν άνεργοι, να ονειρευτούν εγκλωβισμένοι.
Για εμένα ο βιοπορισμός είναι ένα από τα μεγάλα θέματα της λογοτεχνίας. Μαζί με τον έρωτα, το θάνατο, την απώλεια. Κατά τη γνώμη μου, ο βιοπορισμός είναι η συνέπεια που βιώνει ο καθένας, μιας συνεχούς διαπάλης απρόσωπων δυνάμεων. Πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών. Η δουλειά της λογοτεχνίας είναι δίνει πρόσωπο σε αυτές τις δυνάμεις. Ο βιοπορισμός είναι πεδίο μάχης. Νομίζω πως είναι κάτι που αν κάνεις λογοτεχνία, δεν μπορείς να το αγνοήσεις.
Στο διήγημα «Βγες έξω και κάψ’ τα» αναφέρεσαι εκτενώς σε γράμματα ελλήνων μεταναστών στην Αμερική. Το χάσμα μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος τονίζεται μέσα από την τόσο διαφορετική γλώσσα των γραμμάτων αυτών. Πώς βλέπεις την τότε μετανάστευση σε σχέση με το νέο ρεύμα μετανάστευσης που παρατηρείται στις μέρες μας;
Υπάρχει τεράστια διαφορά. Οι άνθρωποι που έφευγαν από την Ελλάδα το ‘50, το ‘60 ή ακόμη και πιο πίσω, ήταν άνθρωποι που δεν είχαν τίποτα. Ήταν φτωχοί, εξαθλιωμένοι, ξεκινούσαν ουσιαστικά από το μηδέν. Ο σημερινός τριαντάρης, έχει ζήσει πράγματα. Αυτή η αίσθηση της απώλειας, το γεγονός πως βρισκόσουν σε ένα επίπεδο και ξαφνικά χάνονται όλα, η πτώση στο κενό ανθρώπων που έχουν την ανάμνηση μιας καλύτερης ζωής είναι ένα τρομερό βάρος. Αυτό το συνολικό σοκ, αυτή η ρήξη πρέπει να εκφραστεί μέσα από έναν νέο λογοτεχνικό τρόπο στην Ελλάδα.
Ποια είναι η θέση της λογοτεχνίας σε μια εποχή κρίσης;
Η κρίση είναι μια τεράστια ρήξη και αυτή η ρήξη πρέπει να περάσει μέσα στη λογοτεχνία. Ουσιαστικά αυτό ήταν το κέντρο του μεγάλου μυθιστορήματος, η ρήξη του ανθρώπου, του ατόμου με τον κόσμο. Έχω μεγάλη αγωνία να δω το πώς αυτό το τόσο βαθύ και απότομο ρήγμα θα μετουσιωθεί σε λογοτεχνία. Αντιλαμβάνομαι πως χρειάζεται χρόνος, η λογοτεχνία δεν είναι δημοσιογραφία, δεν είναι χρονογράφημα. Χρειάζεται μια απόσταση, χρειάζεται δοκιμασία, όχι απλά σκέψη αλλά στοχασμός. Από την άλλη είναι πιεστική η ανάγκη να ανακαλύψουμε μια νέα λογοτεχνική γλώσσα, γιατί τελικά η κρίση δεν είναι οικονομική.
Για τι είδους κρίση λοιπόν μιλάμε;
Έχω την αίσθηση πως η οικονομική έκφραση της κρίσης είναι απλά η επιφάνεια. Κάποιοι λένε πως η κρίση είναι πολιτική, ηθική, πολιτισμική. Για εμένα είναι ακόμη βαθύτερο. Θεωρώ πως η κρίση είναι υπαρξιακή. Τίθεται ένα ερώτημα για το ποιοι είμαστε σαν κοινωνία, σαν σύνολο. Μπορεί το σοκ να είναι στο οικονομικό επίπεδο και αυτό προφανώς δεν μπορείς να το αγνοήσεις, όταν έχεις τόσους πολλούς ανέργους, ανθρώπους που δεν έχουν να φάνε, παιδιά που πηγαίνουν στο σχολείο υποσιτισμένα, αλλά πέρα από αυτά πρέπει να φτάσουμε πιο βαθιά. Όταν μιλάω για υπαρξιακή κρίση εννοώ κάτι πολύ συγκεκριμένο. Το τι κάναμε σαν κοινωνία. Όχι απλά τα τελευταία χρόνια, αλλά από τότε που οργανωθήκαμε σαν κοινωνία. Σαν συμβίωση, σαν κοινωνικό συμβόλαιο σε μεγάλο βαθμό αποτύχαμε. Για αυτή την κατάσταση, δεν μπορούν να μιλήσουν οι πολιτικοί, οι οικονομολόγοι, ή οι τεχνοκράτες. Για αυτή την υπαρξιακή κρίση μόνο η λογοτεχνία μπορεί να μιλήσει και πρέπει να μιλήσει. Ο συγγραφέας δεν μπορεί να είναι απλά ένας τεχνοκράτης των λέξεων, κάποιος που λέει απλά την άποψή του μέσα σε καλογραμμένες σελίδες και καλογραμμένα βιβλία. Ο Τσέχοφ έλεγε πως ο συγγραφέας είναι κάποιος που έχει υπογράψει συμβόλαιο με τη συνείδησή του. Και η λογοτεχνία πρέπει να φτάνει στα βάθη.
(στην εφημερίδα Εποχή)
Ο Χρήστος Οικονόμου γεννήθηκε το 1970. Η συλλογή διηγημάτων «Κάτι θα γίνει, θα δεις» κυκλοφόρησε το 2010 από τις εκδόσεις Πόλις και απέσπασε το κρατικό βραβείο διηγήματος. Στις δεκαέξι ιστορίες του βιβλίου, ήρωες αποκλεισμένοι, άνεργοι, χωρίς φωνή μοιράζουν τη ζωή τους στα Καμίνια, τη Νίκαια, τη Δραπετσώνα. Απελπίζονται και επιβιώνουν, ονειρεύονται και σκοντάφτουν και τελικά αναπνέουν όλη αυτή την ανηφόρα που μπορεί να είναι η ύπαρξη. Ανάμεσα στο κακοτράχαλο του καθημερινού και στο βαθύ λυρισμό της γραφής, ό,τι ανθρώπινο επιβιώνει: «Θέλω να βρίσω. Νά ’ξερες πόσο πολύ θέλω να βρίσω. Αλλά δεν μου βγαίνει. Ούτε να μιλήσω γι‘ αυτά δεν μπορώ, καταλαβαίνεις; Κι αφού δεν μπορώ να πω αυτά που νιώθω, φοβάμαι ότι θα πάψω να τα νιώθω. Ότι θα χαθούν. Με φοβίζει πολύ αυτή η σιωπή. Απάνθρωπο πράμα. Πόση σιωπή να κουβαλήσει ένας άνθρωπος μέσα του;»
Το βιβλίο εκδόθηκε λίγο πριν τον Απρίλιο του 2010, δηλαδή λίγο πριν τον ερχομό της κρίσης. Έχεις την αίσθηση πως οι χαρακτήρες και οι ιστορίες σου, οι οποίες προϋπήρχαν της κρίσης με κάποιο τρόπο την προεικόνιζαν;
Θά ‘λεγα με μια δόση υπερβολής πως είναι προπολεμικά αφηγήματα, πριν δηλαδή ξεσπάσει η κρίση. Υπήρχε μια μερίδα της ελληνικής κοινωνίας, που βίωνε εδώ και χρόνια καταστάσεις που τώρα είναι γενικευμένες, όπως η ανεργία, η ανασφάλεια και η ανέχεια. Οι ήρωες και οι αφηγήσεις είναι κομμάτια της φαντασίας μου, δυστυχώς όμως πολλές καταστάσεις πήραν ένα μέγεθος που κανείς πια δεν μπορεί να αγνοήσει.
Έχεις την αίσθηση ότι καθώς η κρίση και οι επιπτώσεις της βαθαίνουν, οι χαρακτήρες και οι καταστάσεις του βιβλίου αποκτούν όλο και μεγαλύτερο βάρος;
Με κάποιο τρόπο ναι. Νομίζω πως η λογοτεχνία δεν μπορεί να είναι μια επικαιρική καταγραφή, αλλά μια προσπάθεια να φτάσεις στις βαθύτερες ρίζες. Η ανάγνωση ανατροφοδοτείται μέσα από την εξέλιξη των πραγμάτων, μέσα από τα γεγονότα που ακολουθούν τη γραφή, αλλά υπάρχει και πέρα από αυτά. Μπορεί το έναυσμα να υπάρχει σε όσα συμβαίνουν τώρα και γύρω μας, αλλά στην πραγματικότητα γράφοντας λογοτεχνία προσπαθείς να μιλήσεις για θέματα που ξεπερνούν τον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Θεωρώ πως η λογοτεχνία είναι το σταυροδρόμι όπου ο χώρος και ο χρόνος συναντιούνται με την αιωνιότητα.
Στο διήγημα «Τα πράγματα που κουβάλαγαν» γράφεις: «Αυτά που διαβάζω δεν ταιριάζουν μ’ αυτά που βλέπω. Τίποτα δεν ταιριάζει». Η επιλογή του ρεαλισμού και των συγκεκριμένων μοτίβων μοιάζει με μια συνειδητή επιλογή ειλικρίνειας, ενός αναγκαίου τρόπου για να μιλήσεις για ό, τι συμβαίνει γύρω μας.
Η επιλογή είναι συνειδητή, αλλά από την άλλη δεν πιστεύω ότι υπάρχει ρεαλισμός στη λογοτεχνία. Αν η τέχνη είναι ένας καθρέφτης που στήνεται μπροστά στη φύση, ο καθρέφτης αυτός δείχνει πράγματα που είναι αόρατα και αθέατα. Μόνο και μόνο η διαμεσολάβηση του συγγραφέα υπονομεύει τον όρο «ρεαλισμός». Με την προσωπική του εμπλοκή και με ό, τι αυτός κουβαλά, τις ιδέες, τα συναισθήματα, τις ευαισθησίες του. Ο συγγραφέας δεν είναι απλά ένας ενδιάμεσος, αλλά ένας ενεργός ενδιάμεσος που μεταμορφώνει την κάθε καταγραφή.
Μέσα στο καθημερινό και τετριμμένο των γεγονότων που συναντούμε στις ιστορίες, παρατηρούμε ένα έντονο λυρικό στίγμα (στις περιγραφές, τις παρομοιώσεις κ.τ.λ.). Η επιλογή αυτή είναι απλά ένα λογοτεχνικό στοιχείο της γραφής σου ή λειτουργεί και οντολογικά, ως διέξοδος, ως παραμυθία;
Δεν με ενδιαφέρει η στολισμένη γραφή, το λογοτεχνικό εύρημα. Αγαπάω πολύ τη γλώσσα αλλά δεν έχω γλωσσολαγνεία. Θεωρώ πως μέσα από το λυρισμό, οι άνθρωποι των ιστοριών φωτίζονται καλύτερα. Ο τρόπος με τον οποίο οι ίδιοι βλέπουν τον εαυτό τους, το ποια η θέση τους μέσα στον κόσμο.
Διαβάζοντας το βιβλίο σου αποκτάς την αίσθηση πως κάθε γραμμή έχει γραφτεί με κατανόηση και συμπόνια απέναντι σε ό, τι περιγράφεις, ενώ ταυτόχρονα δεν το δωροδοκείς με μια ευτυχισμένη κατάληξη. Ποια είναι η θέση σου απέναντι στους ήρωές σου;
Οι συγκεκριμένοι ήρωες είναι μεν πλάσματα της φαντασίας μου, αλλά από την άλλη έχω ζήσει ανάμεσα σε ανθρώπους σαν και αυτούς. Η αλήθεια είναι πως μου βγαίνει αυθόρμητα να τους αντιμετωπίσω με θέρμη. Δεν μπορώ να είμαι κυνικός ή σαρκαστικός απέναντί τους. Οι αδύναμοι, οι ταπεινοί και καταφρονεμένοι με ενδιαφέρουν πάρα πολύ. Η αδυναμία παράγει ένταση, μυθοπλασία. Ο άνθρωπος που δεν αισθάνεται πως έχει ισχυρή θέση μέσα στον κόσμο, είναι από μόνος του ένα ολόκληρο σύμπαν και εμένα με ενδιαφέρει πάρα πολύ να προσεγγίσω κάτι τέτοιο.
Ένα κεντρικό θέμα στο βιβλίο σου είναι η εργασία. Οι ήρωές σου δουλεύουν στην απογοήτευση και την ανασφάλεια, προσπαθούν να επιβιώσουν άνεργοι, να ονειρευτούν εγκλωβισμένοι.
Για εμένα ο βιοπορισμός είναι ένα από τα μεγάλα θέματα της λογοτεχνίας. Μαζί με τον έρωτα, το θάνατο, την απώλεια. Κατά τη γνώμη μου, ο βιοπορισμός είναι η συνέπεια που βιώνει ο καθένας, μιας συνεχούς διαπάλης απρόσωπων δυνάμεων. Πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών. Η δουλειά της λογοτεχνίας είναι δίνει πρόσωπο σε αυτές τις δυνάμεις. Ο βιοπορισμός είναι πεδίο μάχης. Νομίζω πως είναι κάτι που αν κάνεις λογοτεχνία, δεν μπορείς να το αγνοήσεις.
Στο διήγημα «Βγες έξω και κάψ’ τα» αναφέρεσαι εκτενώς σε γράμματα ελλήνων μεταναστών στην Αμερική. Το χάσμα μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος τονίζεται μέσα από την τόσο διαφορετική γλώσσα των γραμμάτων αυτών. Πώς βλέπεις την τότε μετανάστευση σε σχέση με το νέο ρεύμα μετανάστευσης που παρατηρείται στις μέρες μας;
Υπάρχει τεράστια διαφορά. Οι άνθρωποι που έφευγαν από την Ελλάδα το ‘50, το ‘60 ή ακόμη και πιο πίσω, ήταν άνθρωποι που δεν είχαν τίποτα. Ήταν φτωχοί, εξαθλιωμένοι, ξεκινούσαν ουσιαστικά από το μηδέν. Ο σημερινός τριαντάρης, έχει ζήσει πράγματα. Αυτή η αίσθηση της απώλειας, το γεγονός πως βρισκόσουν σε ένα επίπεδο και ξαφνικά χάνονται όλα, η πτώση στο κενό ανθρώπων που έχουν την ανάμνηση μιας καλύτερης ζωής είναι ένα τρομερό βάρος. Αυτό το συνολικό σοκ, αυτή η ρήξη πρέπει να εκφραστεί μέσα από έναν νέο λογοτεχνικό τρόπο στην Ελλάδα.
Ποια είναι η θέση της λογοτεχνίας σε μια εποχή κρίσης;
Η κρίση είναι μια τεράστια ρήξη και αυτή η ρήξη πρέπει να περάσει μέσα στη λογοτεχνία. Ουσιαστικά αυτό ήταν το κέντρο του μεγάλου μυθιστορήματος, η ρήξη του ανθρώπου, του ατόμου με τον κόσμο. Έχω μεγάλη αγωνία να δω το πώς αυτό το τόσο βαθύ και απότομο ρήγμα θα μετουσιωθεί σε λογοτεχνία. Αντιλαμβάνομαι πως χρειάζεται χρόνος, η λογοτεχνία δεν είναι δημοσιογραφία, δεν είναι χρονογράφημα. Χρειάζεται μια απόσταση, χρειάζεται δοκιμασία, όχι απλά σκέψη αλλά στοχασμός. Από την άλλη είναι πιεστική η ανάγκη να ανακαλύψουμε μια νέα λογοτεχνική γλώσσα, γιατί τελικά η κρίση δεν είναι οικονομική.
Για τι είδους κρίση λοιπόν μιλάμε;
Έχω την αίσθηση πως η οικονομική έκφραση της κρίσης είναι απλά η επιφάνεια. Κάποιοι λένε πως η κρίση είναι πολιτική, ηθική, πολιτισμική. Για εμένα είναι ακόμη βαθύτερο. Θεωρώ πως η κρίση είναι υπαρξιακή. Τίθεται ένα ερώτημα για το ποιοι είμαστε σαν κοινωνία, σαν σύνολο. Μπορεί το σοκ να είναι στο οικονομικό επίπεδο και αυτό προφανώς δεν μπορείς να το αγνοήσεις, όταν έχεις τόσους πολλούς ανέργους, ανθρώπους που δεν έχουν να φάνε, παιδιά που πηγαίνουν στο σχολείο υποσιτισμένα, αλλά πέρα από αυτά πρέπει να φτάσουμε πιο βαθιά. Όταν μιλάω για υπαρξιακή κρίση εννοώ κάτι πολύ συγκεκριμένο. Το τι κάναμε σαν κοινωνία. Όχι απλά τα τελευταία χρόνια, αλλά από τότε που οργανωθήκαμε σαν κοινωνία. Σαν συμβίωση, σαν κοινωνικό συμβόλαιο σε μεγάλο βαθμό αποτύχαμε. Για αυτή την κατάσταση, δεν μπορούν να μιλήσουν οι πολιτικοί, οι οικονομολόγοι, ή οι τεχνοκράτες. Για αυτή την υπαρξιακή κρίση μόνο η λογοτεχνία μπορεί να μιλήσει και πρέπει να μιλήσει. Ο συγγραφέας δεν μπορεί να είναι απλά ένας τεχνοκράτης των λέξεων, κάποιος που λέει απλά την άποψή του μέσα σε καλογραμμένες σελίδες και καλογραμμένα βιβλία. Ο Τσέχοφ έλεγε πως ο συγγραφέας είναι κάποιος που έχει υπογράψει συμβόλαιο με τη συνείδησή του. Και η λογοτεχνία πρέπει να φτάνει στα βάθη.
(στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου