Δύο περιστατικά σε σχέση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη βάδισαν προς εμάς από τη βόρεια πόλη της Θεσσαλονίκης. Το πρώτο έρχεται σε μορφή βίντεο με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να περπατά στους δρόμους της Θεσσαλονίκης και να χαιρετά κόσμο στα μαγαζιά και στα πεζοδρόμια. Ξαφνικά περνά μπροστά από μια βιτρίνα και χαιρετά την κούκλα. «Τι κάνετε;», ρωτάει χαμογελαστός ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ενώ η αγενής κούκλα μένει να κοιτά με αυτό το αινιγματικό της μειδίαμα. Το δεύτερο περιστατικό έρχεται από τον λόγο του Μητσοτάκη στη ΔΕΘ και πιο συγκεκριμένα από το απόσπασμα: «Δεν τρέφω αυταπάτες για μια κοινωνία χωρίς ανισότητες. Κάτι τέτοιο είναι αντίθετο στην ανθρώπινη φύση και όσοι το επιχείρησαν καταστρατήγησαν τελικά την ίδια τη δημοκρατία και τα ατομικά δικαιώματα».
Μπορεί το πρώτο περιστατικό να είναι κωμικό και να προκαλεί γέλιο, ενώ το δεύτερο είναι απολύτως σοβαρό και προκαλεί ανατριχίλα. Και μπορεί το βίντεο να διαψεύστηκε από τη Νέα Δημοκρατία και να μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (αν δει και ακούσει κανείς καλύτερα θα καταλάβει πως κάποιος μη ορατός στο βίντεο τον χαιρετά μέσα από το μαγαζί), αλλά αντίθετα το πρόβλημα είναι πως το απόσπασμα του λόγου του ανταποκρίνεται πλήρως στην πολιτική του πραγματικότητα.
Ακόμη και αν τα δύο περιστατικά είναι τελείως διαφορετικά από άποψη περιεχομένου, σοβαρότητας, ακόμη και πραγματικότητας, σε κάποιο σημείο συνομιλούν. Και τα δύο έχουν να κάνουν με τους όρους αντίληψης του ανθρώπου από μια συγκεκριμένη ιδεολογία και τον πιο φανατικό εκπρόσωπό της στη χώρα μας, τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Κάπου ανάμεσα στην ψυχρότητα του ανθρώπου-κούκλα και την αντίληψη ότι η ανισότητα καθαγιάζεται και νομιμοποιείται ως φύση του ανθρώπου προκύπτει μια ολόκληρη κοσμοθεωρία κυνισμού, σκληρότητας και αποθέωσης του κέρδους. Σε μια κοινωνία όπου η ανισότητα είναι απαράβατος κανόνας (κάτι το οποίο είναι απαράβατος νόμος γιατί έτσι προστάζει η φύση), ο άνθρωπος γίνεται αναλώσιμη στατιστική, ένα νευρόσπαστο προς έκθεση σε μια θρυμματισμένη κοινωνική βιτρίνα. Ο άνθρωπος εντός του πολιτικού λόγου που καθαγιάζει την ανισότητα δεν έχει αίμα στις φλέβες, δεν έχει μόχθο, δεν έχει καν πρόσωπο. Είναι η ψυχρή όψη μιας γραμμής παραγωγής που κατασκευάζει όμοιες άψυχες κούκλες. Χρηστικές, άκαμπτες, αναλώσιμες.
Η συζήτηση για τη σχέση ανάμεσα στην ανθρώπινη φύση και την κοινωνία των ανθρώπων είναι παλιά όσο η φιλοσοφία η ίδια. Το θέμα είναι όχι μια άποψη καθ’ εαυτή, αφού εδώ δεν μιλάμε για μια υπόθεση εργασίας αλλά για την άποψη κάποιου που αύριο μπορεί να γίνει πρωθυπουργός. Η φράση είναι ειπωμένη σε μια συγκεκριμένη συγκυρία και στρέφεται προς μια συγκεκριμένη κοινωνία σε ένα συγκεκριμένο μέλλον. Ο καθαγιασμένος κοινωνικός δαρβινισμός του Κυριάκου Μητσοτάκη ουσιαστικά μας ενημερώνει πως όποιος δεν δέχεται την κοινωνική ανισότητα ως κάτι το αυτονόητο είναι ενάντια στη δημοκρατία και την ελευθερία. Προχωρώντας τη σκέψη του μπορούμε να πούμε πως όποιος δεν είναι ευχαριστημένος με τα μνημόνια και την κρίση (στη διάρκεια της οποίας η κοινωνική ανισότητα έφτασε σε πρωτόγνωρα όρια) δεν ανήκει στο δημοκρατικό τόξο.
Οσο κραυγαλέα και αν ακούγεται η συγκεκριμένη πρόταση, στην πραγματικότητα δεν είναι και τόσο πρωτότυπη. Αν δεχτούμε πως ο νεοφιλελευθερισμός, που εφαρμόστηκε από τη δεκαετία του ’80 σε κάποιες χώρες και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 έγινε απαράβατο πολιτικό και οικονομικό δόγμα για τις περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου, περιγράφει και ενσαρκώνει ακριβώς αυτή τη νομιμοποίηση του κυνισμού, την αποθέωση του κοινωνικού δαρβινισμού, την ανισότητα ως απαράβατη αρχή υπέρ των ισχυρών, μπορούμε να καταλάβουμε πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν απέχει από άλλους πολιτικούς που έκαναν τα πάντα για να τροφοδοτήσουν την ανισότητα αυτή. Αυτό που τώρα διαφέρει είναι η απόλυτη έλλειψη προσχημάτων, κάνοντας τον κυνισμό να ακούγεται ακόμα κυνικότερος. Γνωρίζαμε φυσικά πως αυτή είναι η ιδεολογία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Αλλά η διατύπωσή της με αυτούς τους όρους και στη δεδομένη συγκυρία μοιάζει σχεδόν σαδιστική.
Οχι λοιπόν, ο Κυριάκος δεν χαιρέτησε το νευρόσπαστο. Απλά μας έδειξε τη σημασία και τον ρόλο του στην κοινωνία που μας υπόσχεται.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου