«Δεν έχουμε παιδεία». Αυτή η φράση που ανεμίζει πάνω από συμβάντα και κρίσεις, συμπεριφορές και ατυχήματα, πάνω από το καθημερινό και το έκτακτο, το ξαφνικό και το κοινότοπο.
Με αφορμή το πρόσφατο ατύχημα στην Εθνική οδό και μέσα στην ατελείωτη κουβέντα που ξέσπασε για τα αίτια και τις ευθύνες του συμβάντος, η φράση επιστρατεύτηκε για άλλη μια φορά ώστε να επεξηγήσει.
Οταν ξεσπάει φωτιά καλούμε την Πυροσβεστική, όταν ξεσπάει κουβέντα καλούμε τη φράση «είναι θέμα παιδείας».
Πολλές φορές στη μοιρολατρική εκδοχή τού «αν είχαμε παιδεία...», στην εξοργισμένη βεβαιότητα της κατάφασης τού «δεν έχουμε παιδεία», στον αναλυτικό σχεδιασμό τού «αυτά θα αλλάξουν όταν αποκτήσουμε παιδεία» και σε μύριες άλλες εκδοχές.
Τι σημαίνει όμως αυτή η κοινότοπη παραδοχή;
Ειπωμένο από ανθρώπους με παιδεία, ειπωμένο από ανθρώπους χωρίς παιδεία, ειπωμένο από κουρασμένους ανθρώπους που δεν επιθυμούν να διατυπώσουν μια κρίση.
Ομοια με το «πάνω απ' όλα η υγεία», «αυτό είναι ο χειρότερος φασισμός», «το ψάρι είναι φρούτο» και άλλα πολλά.
Ομοια με το βιαστικό «τι κάνεις;» προς κάποιον γνωστό που περνάς με ταχύτητα χωρίς να περιμένεις την απάντηση, χωρίς να ενδιαφέρεσαι γι' αυτή.
Φράσεις που δεν έχουν κανέναν ρόλο, παρά μόνο να καλύψουν τη σιωπή, να ξορκίσουν την αμηχανία που αυτή φέρνει, να σε εντάξουν στη συζήτηση όχι ως απόντα, αλλά ως κάποιον που συμμετέχει σε μια κοινή παραδοχή.
Μια γενίκευση που δεν γενικεύει, μια σιωπή ειπωμένη σε τρεις λέξεις.
Το αληθές της κρίσης που υπονοεί η φράση σε σχέση με την εκπαίδευση, τη νοοτροπία, τους όρους συμβίωσης χάνεται πίσω από το τετριμμένο της χρήσης, της αντανακλαστικής διατύπωσης, του αφηρημένου ευχολογίου.
Η παιδεία δεν γίνεται ποτέ κάτι συγκεκριμένο, πάντοτε είναι κάτι που δεν έχουμε.
Μια έλλειψη που ζητά να συμπυκνώσει όλες τις ελλείψεις. Χωρίς κατεύθυνση, χωρίς μέριμνα, χωρίς πραγματική έγνοια.
Ποτέ δεν μιλούμε για μία παιδεία. Για έλλειψη γνώσης, πληροφορίας, όρων κοινωνικής συμπεριφοράς και συμβίωσης.
Εξειδικευμένη παιδεία, γενική, σφαιρική, εγκυκλοπαιδική, κάτι τέλος πάντων.
Η παιδεία δεν είναι κάτι συγκεκριμένο. Είναι κάτι που ανεστραμμένο περιγράφει την έλλειψή μας.
Μια έλλειψη -με τη σειρά της- όχι συγκεκριμένη, μια έλλειψη που όμως μας ορίζει συναισθηματικά, ψυχικά, υπαρξιακά.
Αλλά ποιοι είμαστε εμείς και τι ακριβώς είναι αυτό που δεν έχουμε;
Πέρα από το κοινότοπο της φράσης, αυτό που πραγματικά είναι εξοργιστικό είναι αυτό το Εμείς που υπονοείται.
Το υποκείμενο που δεν έχει, ο φορέας της έλλειψης που όσο και να προσπαθεί μονίμως δεν θα έχει.
Μια συλλογική ευθύνη μοιρασμένη από όλους προς όλους. Ενα αίσθημα αυτοταπείνωσης που μοιράζεται συλλογικά και γίνεται κάτι αφηρημένο.
Οταν όμως κάτι μοιράζεται, παύει να εξατομικεύεται και ταυτόχρονα θολώνει.
Η αυτοκριτική απαλύνεται. Γίνεται κριτική που τυχαίνει να περιλαμβάνει (μαζί με έναν άπειρο αριθμό άλλων) το υποκείμενο που τη διατυπώνει.
Προσθέτοντας έλλειψη στους γύρω μας, μειώνουμε την έλλειψη που νιώθουμε μέσα μας (ή που φοβόμαστε πως έχουμε).
Η ενοχή που μοιράζεται ταυτόχρονα εξισώνει τα υποκείμενα στο ύψος του ενός και μόνου υποκειμένου που δεν έχει.
Βέβαια, όλες αυτές οι παρατηρήσεις δεν αποτελούν προσπάθεια να αποδείξουμε πως έχουμε παιδεία ή πως δεν ευθυνόμαστε.
Είναι πιο πολύ το δικαίωμά μας στην ιδιοκτησία του λάθους. Του δικού μας λάθους.
Του λάθους που είμαστε μαζί με τα σωστά μας, αυτού του λάθους που μας συγκροτεί.
Αυτού που μπορούμε να διορθώσουμε αν το επιθυμούμε, αν το μπορούμε και αν το καταφέρουμε.
Ο ιδιωτικός μας χώρος στην πτώση, στην αστοχία και στην έλλειψη.
Και ταυτόχρονα μια έκκληση να μη χρησιμοποιούμε την κοινοτοπία ως ερμηνευτικό εργαλείο εξαιρετικά σύνθετων ή εξαιρετικά δυσάρεστων συμβάντων.
Πολλές φορές η σιωπή είναι κι αυτή μια μορφή παιδείας.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου