Η νύχτα φόρεσε τον ύπνο μου. Δεν πρόκειται ποτέ ξανά να κοιμηθώ. Μονάχα εδώ, στο σαλόνι, στάζουν ευχές από προηγούμενες χρονιές, ποτήρια σηκώνονται από μόνα τους στον αέρα και το φεγγάρι αναβοσβήνει στο παράθυρο.
Ενα τσιγάρο ανάβει στα χείλη σου, ύστερα στη φωνή σου και ύστερα πέφτει μέσα σου μέχρι να γίνεις καύτρα ολόκληρος, θέλοντας να ζεστάνεις τη νύχτα όλη και όλους όσοι διασχίζουνε τη νύχτα.
Η πόλη ολόκληρη να καίγεται και ο ύπνος αδιάβροχος να σε προστατεύει από τα πρωινά.
Κανείς απόψε δεν γεννιέται. Και έχει τόση ησυχία στα μέσα των ανθρώπων. Καμία φωνή δεν σηκώνεται, καμία λέξη δεν ταρακουνά τα φύλλα, τα κλαδιά, τους συνειρμούς μας.
Κανείς απόψε δεν γεννιέται, μόνο ανταλλάσσουμε λέξεις, ευχές και κατηγόριες, ειπωμένες με ημερολογιακή ακρίβεια σαν ηχώ που δεν λέει να ξεθυμάνει. Κανείς απόψε.
Είναι τόσο μεγάλη η ερημιά τις νύχτες των γιορτών. Ενώ ταυτόχρονα το πλήθος δεν απουσιάζει. Κάπως σαν η ερημιά να είναι προπομπός ξεσπάσματος, σαν αναμονή για τη στιγμή που όλα θα ξεχυθούν στους δρόμους, διεκδικώντας την κυριαρχία τους πάνω στη στιγμή.
Τα σπίτια στέκουνε εκεί σχεδόν σε ένταση μες στην πυκνότητά τους. Παραγεμισμένα σαν γαλοπούλες, φωτεινά από τα μέσα, χωρίς χρόνο μες στη μόνιμη επίκληση του παρόντος τους.
Κάθετα.
Σχεδόν σαν να περιμένουν την εκκίνηση, σαν έτοιμα να κυριαρχήσουν στη μόνιμη και αδιαπραγμάτευτη θετικότητά τους.
Πόσες φορές δεν στάθηκες εκεί; Υποχρεωμένος στη γιορτή και την ευωχία, στις ευχές που μέσα στην επανάληψή τους ξεχνάς τι σημαίνουν και τι θέλουν. Στο στενό τραπέζι και την πηχτή στιγμή, στους στολισμούς, τα γιορτινά ρούχα, τα καλά μαχαιροπίρουνα.
Ας σηκώσουμε τα ποτήρια μας, λοιπόν, τα μαχαιροπίρουνα στη συνέχεια και τέλος τους εαυτούς μας. Ας κάνουμε μια πρόποση σηκώνοντας τον εαυτό μας, ευχόμενοι στην υγεία του εαυτού που δεν γίναμε.
Αν κάθε στιγμή συνοψίζει τη ζωή μας, για ποια ζωή μιλά ετούτη η στιγμή; Σιωπή. Ή καλύτερα για τη σιωπή.
Για το πώς συναντάς τη σιωπή πάντοτε μες στη φασαρία και στον θόρυβο. Για όλες τις στιγμές που σιώπησαν οι λέξεις. Από αμηχανία, από εξάντληση, ή επειδή καμία λέξη δεν ταίριαξε σε τούτη τη στιγμή.
Μα πώς να προχωρήσεις δίχως λέξεις; Πώς να ευχηθείς χωρίς αυτές; Πώς να μεθύσεις όταν σου λείπει η λέξη «ποτήρι». Ας βρούμε κάτι άλλο. Ας σηκώσουμε τη σιωπή λοιπόν. Ψηλά, πιο ψηλά απ' τα ποτήρια. Τη σιωπή, πρόποση για όσους σιωπήσανε.
Και ύστερα… Παλιές ευχές που δεν ειπώθηκαν. Παλιές συμβουλές που δεν δοθήκαν. Που φτάνουν μέχρι εσένα τώρα σαν γράμματα που επιστράφηκαν και ύστερα ξαναστάλθηκαν. Να είσαι ποιητής κάθε εβδομάδα.
Ακόμη και αν δεν γράφεις. Ακόμα και αν δεν έγραψες ποτέ. Ακόμα και αν γεννήθηκες χωρίς γλώσσα να μιλήσεις. Και παραφράζοντας τον ποιητή: να μην αφήνεις η ζωή να γίνεται ξένη και ο θάνατος βραχνάς.
«Γιατί το θαύμα ήταν πως ζήσαμε χωρίς το θαύμα», σημειώνει κάπου ο Γιάννης Βαρβέρης, κι εσύ βουτάς στον ευλαβικό υλισμό σου, στη φωνή αυτή από χυμούς και χώμα, ολόκληρος ξανά πριν φύγεις για τους δρόμους και πριν ο αέρας παρασύρει τις σκέψεις, τις αναμνήσεις, το σκουφί σου.
Η νύχτα φορά ξανά τον ύπνο σου. Κανείς δεν θα κοιμηθεί απόψε. Και περιμένοντας το ασανσέρ (κανένας ανελκυστήρας δεν πρόκειται να μας ανεβάσει ετούτα τα Χριστούγεννα) έρχεται η τελευταία ανάμνηση πριν από τη νύχτα: ο παλιός φίλος, ο χρόνια πολλά μεγαλύτερός σου, ο φίλος που τώρα έχει χαθεί, να σου διαβάζει πίσω από το γραφείο τους στίχους του Καίσαρα Βαγέχο, προσπαθώντας να σε πείσει για τον εκτός ουρανού και εντός των ανθρώπων άνθρωπο:
«Τότε τα ποιήματά μου θα χορέψουν στο χωράφι σου, / Σιγαλοτραγουδώντας σ' όλα τα μυστικά τους μπρούτζα / Πως ο μικρός Χριστός γεννήθηκε από τη δική σου αγάπη».
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου