Ολοι έχουν πεθάνει
Πέθανε η ντόνα Αντωνία, η ασθματική, που έφτιαχνε φτηνό ψωμί στο χωριό.
Πέθανε ο παπα-Σαντιάγκο, που του άρεσε να τον χαιρετάν οι νέοι και τα κορίτσια, αντιχαιρετώντας όλους, δίχως διάκριση: «Καλημέρα, Χοσέ! Καλημέρα, Μαρία!»
Πέθανε εκείνο το ξανθό κορίτσι, η Καρλότα, αφήνοντας πίσω της ένα μωρό μηνών, που μετά πέθανε κι εκείνο στα οχτάμερα της μάνας.
Πέθανε στο περίστροφό μου η μάνα μου, στη γροθιά μου η αδελφή μου κι ο αδελφός μου στα ματωμένα σπλάχνα μου, οι τρεις μαζί δεμένοι από ένα θλιμμένο γένος θλίψης, τον Αύγουστο μήνα κατοπινών χρόνων.
Πέθανε η αιωνιότητά μου και την ξενυχτάω.
Σέζαρ Βαγιέχο, «Η βία των ωρών» (αποσπάσματα)
O Πιερ Μπουλέζ και ο Λέμι, ο Ντέιβιντ Μπάουι και ο Μάκης Ψωμιάδης, ο Ετορε Σκόλα και ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, ο Αλαν Ρίκμαν, ο Μισέλ Τουρνιέ, ο κιθαρίστας των Eagles Γκλεν Φρέι, ο Γιασουτάρο Κόιντε, ο γηραιότερος άνθρωπος στον κόσμο στα 112 χρόνια του. Οι μέρες πεθαίνουν, πεθαίνουνε και οι ψευδαισθήσεις.
Πρόσωπα που η ζωή σπάνια θα έφερνε σε επαφή τώρα συναντιούνται λόγω της εγγύτητας του θανάτου τους. Στην προχειρότητα της ροής των ειδήσεων, των πενθούντων timeline, της αναπόλησης μιας χρήσης.
Η ελληνική μαφία και το γαλλικό μυθιστόρημα, η ιταλική κωμωδία και οι Motorhead, οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας και ο Ziggy Stardust.
Είναι η ζωή και ο θάνατος στην αλληλουχία τους. Γεμάτοι απότομες στροφές, απρόσμενες συναντήσεις, εγκλωβιστικές συγκατοικήσεις.
Η χορδή του θανάτου που διατρέχει τα πρόσωπα ηχεί μια παράδοξη μουσική. Παράδοξο ήχο μιας τυχαίας συνάντησης, μιας συνάντησης δεμένης από τις απρόσμενες συγκυρίες.
Ο θάνατος εκδηλώνεται ως ένας μεταμοντέρνος συνδυασμός ανίκανος να συνθέσει. Και όμως όλοι αυτοί οι διάσημοι εκλιπόντες στον θάνατο μοιάζουν να γειτνιάζουν με τον ίδιο τρόπο που στις σύγχρονες ζωές γειτνιάζουν τα πιο ανόμοια πράγματα. Η διαδικτυακή μας κουλτούρα φέρνει τα πάντα στην απόσταση ενός κλικ.
Τον Αλμπέρ Καμύ και την Κατερίνα Στικούδη, ένα ντοκιμαντέρ για τους Αγγλους Ρομαντικούς με ένα βίντεο με γατάκια, το debate των Αμερικάνων Δημοκρατικών με τα καλύτερα γκολ του Βαζέχα.
Το λεύκωμα του θανάτου άρχισε να συντάσσεται πυκνό ήδη από τις πρώτες μέρες του 2016. Τι συνιστά όμως αυτή η πρόχειρη συλλογή διάσημων θανάτων; Τι σηματοδοτεί όλο αυτό το σχόλιο για την πυκνότητα του θανάτου, για το απλόχερο μοίρασμα των αναπολήσεων και των R.I.P. ;
Δεν είναι πένθος. Κυρίως είναι ευκαιρία ανασκόπησης στιγμών. Στιγμών προσωπικών, αρχειοθέτησης ενός μικρού κομματιού προσωπικής εμπειρίας, ακόμη και της αίσθησης και της παρωδίας. Στην εξωστρέφεια των social media αυτό που επιβιώνει είναι η επιφάνεια.
Οχι υποχρεωτικά ως κάτι αρνητικό, αλλά ως την τελευταία σύνοψη γεγονότων και δημιουργιών, ζωών και κοινωνικών εκφράσεων.
Μέσα από τις ζωές που φεύγουν αναπολούμε ελάχιστες στάσεις των δικών μας ζωών. Των φορών που ήρθαμε σε τυχαία επαφή, των στιγμών που συνοδεύτηκαν με ένα τραγούδι, ένα βιβλίο, μια ταινία. Αλλωστε όσο μεγαλώνουμε ο θάνατος πυκνώνει. Για εμάς, για τους γύρω. Η πυκνότητα στην απώλεια των διασήμων περιγράφει τη δική μας πορεία.
Μια καταγραφή ανοιχτή στην τυχαιότητα, αλλά ποτέ τυχαία. Ενα πένθος πρόχειρο και επιδερμικό σαν προπόνηση για άλλα γεγονότα.
Μα τελικά όλη αυτή η συνόρευση είναι προσπάθεια εξορκισμού. Εξορκισμού του θανάτου μέσω του οικείου αλλά ποτέ του κοντινού, μέσω του ελάχιστου επιφανειακού γδαρσίματος αλλά ποτέ της πληγής.
Μέσα από την καταγραφή του γεγονότος αλλά όχι από το γεγονός. Εξορκισμός του χρόνου κάτω από την καταγραφή της απόλυτης εξίσωσης του θανάτου. Ή με τους στίχους του Γιάννη Βαρβέρη:
Μαύρες κουκκίδες/ Διάττοντες στο χιόνι/ Σήμα μικρό που/ χάνεται στη θέα/ Να κάνει σκι πάνω σε μια νιφάδα/ Το βρίσκει άλλη νιφάδα και το λιώνει/ Λιώνει κι αυτή/ Χιόνι στο χιόνι/ Βέρμιο Φτερόλακκα ψηλά βουνά/ Ο χρόνος-
Κι ο θάνατος το στρώνει
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου