Λοιπόν, σου έφτιαξα έναν μικρό κατάλογο όπως σου είχα υποσχεθεί, για να μην χάνεις χρόνο στα μαγαζιά, στις προσφορές και στις εκπτώσεις. Κατάλογο χάρτινο, λίγο από σιωπή και λίγο από καπνό, όπως άλλωστε όλες οι ειλικρινείς χειρονομίες.
Πάρε όλα τα προηγούμενα Χριστούγεννα των ανθρώπων τυλιγμένα σε συσκευασία δώρου, βαλμένα κάτω από ένα δέντρο που φέτος δεν στολίστηκε. Την σπασμένη σολ μιας κιθάρας που κάποτε είπε τα κάλαντα σε κάποια γειτονιά, την μίζερη φάτνη στην άδεια σχολική αίθουσα, την κουτσουρεμένη εξωστρέφεια του στολισμού στο δημαρχείο και την δημόσια υπηρεσία. Πάρε εκείνη την αίσθηση όταν η μάνα σου εφημερεύει παραμονή πρωτοχρονιάς, τον παιδικό πυρετό εκείνη την πρωτοχρονιά της ίωσης και κυρίως το δέντρο υπέροχα να καίγεται στην πλατεία εκείνο τον Δεκέμβρη (έτσι όμορφα να καίγεται κάθε χρόνο). Πάρε τα Χριστούγεννα του 1999 λίγο πριν το 2000 μπουκωμένα σαν γαλοπούλα με την πιο κενή αισιοδοξία. Τους γείτονες που πάντα τα Χριστούγεννα σουβλίζουνε αρνί, τσουγκρίζουν αυγά και εύχονται ‘’ Ευτυχισμένος ο καινούργιος Πάσχας!’’
Πάρε τον Αι Βασίλη που ο λύκος τον έφαγε επειδή τον μπέρδεψε με την κοκκινοσκουφίτσα. Έναν άνθρωπο άξιο, να βομβαρδίσει τα Sweatshops των ξωτικών στη Φινλανδία, εκεί που παιδιά δουλεύουν σε αλυσίδα παραγωγής για να γεμίσουν τον σάκο του Αι Βασίλη (Kill Bill). Άναψε μια λαμπάδα πάνω απ όλη την εορταστική χοληστερίνη και όταν τα παιδιά χτυπήσουν για τα κάλαντα δωροδόκησέ τα –όχι με λεφτά, όχι με γλυκά- αλλά με φωτογραφίες του Λένιν, του Αρθούρου Ρεμπώ και του Τζέκινς Χαν (γράψε πίσω από τις φωτογραφίες το σύνθημα: ‘’ το πρωινό ξύπνημα μας εξαγριώνει’’).
Μάζεψε αρκετό χαρτί περιτυλίγματος ώστε να πακετάρεις τέσσερα χρόνια κρίσης. Πάρε ένα μαγκάλι να κάψεις μέσα του όλη την αθωότητα των κυνικών, να ζεστάνεις όλη σου την απώλειά . Μια ευχή στην πρόποση που δεν ακούστηκε καθαρά και ύστερα μεταμφιέστηκε σε όλες τις ευχές και όλες τις προπόσεις. Πάρε όλη αυτή τη σιωπή που γδέρνει απλωμένη μπρος στο καινούριο που τόσο σε φοβίζει (όλους μας φοβίζει). Την μοναξιά στην πλατεία Συντάγματος, όλα όσα δίνουν αυτοί που δεν έχουν. Τον φίλο που μετρά αντίστροφα στο Skype μαζί μας, σε κάποια εστία, κάποιου πανεπιστημίου, κάπου μακριά. Πάρε έναν διακόπτη που σβήνει όλα τα ηλίθια λαμπιόνια των μπαλκονιών. Έναν πρωτοχρονιάτικο λαχνό που κερδίζει 1)ένα πολυμίξερ, 2)μια σακούλα χασίς, 3)λίγη κατανόηση.
Πάρε τον μικρό τυμπανιστή και μάθε τον να παίζει Drums μπας και σταματήσει να μυξοκλαίει. Το ‘’ Ζυστίν ‘’του Μαρκησίου Ντε Σαντ και χάρισε το σε κάποιον Μητροπολίτη (για πλάκα). Πάρε το τελευταίο βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου, θάψε το τρία μέτρα κάτω από τη γη ώστε να φυτρώσει αργότερα ένα λιβάδι μισάνθρωπα αγκάθια. Το πλαστικό δέντρο που ποτίζουμε όλο τον χρόνο, τα Χριστούγεννα όλων των αγέννητων συγγενών.
Πάρε μια κάλτσα γιορτινή που σκόνταψε και έπεσε στο τζάκι και το βλέμμα του 6χρονου που την κοιτά να καίγεται και χαίρεται γιατί είναι κατά της παγκοσμιοποίησης των γιορτών και της ημερολογιακά και εμπορικά επιβεβλημένης ευωχίας. Το τζάκι ενός εγωιστή γίγαντα, το οποίο ανάβει με συνέπεια κάθε βράδυ των γιορτών ώστε να καψαλίσει αυτόν τον εισβολέα των δώρων, τον ενοχλητικό, αλκοολικό χοντρομπαλά του γιοχοχό και της κοκακόλας. Πάρε κυρίως το δράμα του δυσλεκτικού ξαδέρφου μου που πάντα μπέρδευε τον Ρούντολφ το ελαφάκι, με τον Ρούντολφ Ες των Ναζί.
Όχι με ημερολόγια, όχι με πρωτοχρονιές, όχι με αντίστροφες μετρήσεις. Έτσι μετριέται ο πραγματικός χρόνος για όλους εμάς. Λίγο να στεκόμαστε μαζί και λίγο να τρέχουμε τρομαγμένοι.
Πάρε όλα τα προηγούμενα Χριστούγεννα των ανθρώπων τυλιγμένα σε συσκευασία δώρου, βαλμένα κάτω από ένα δέντρο που φέτος δεν στολίστηκε. Την σπασμένη σολ μιας κιθάρας που κάποτε είπε τα κάλαντα σε κάποια γειτονιά, την μίζερη φάτνη στην άδεια σχολική αίθουσα, την κουτσουρεμένη εξωστρέφεια του στολισμού στο δημαρχείο και την δημόσια υπηρεσία. Πάρε εκείνη την αίσθηση όταν η μάνα σου εφημερεύει παραμονή πρωτοχρονιάς, τον παιδικό πυρετό εκείνη την πρωτοχρονιά της ίωσης και κυρίως το δέντρο υπέροχα να καίγεται στην πλατεία εκείνο τον Δεκέμβρη (έτσι όμορφα να καίγεται κάθε χρόνο). Πάρε τα Χριστούγεννα του 1999 λίγο πριν το 2000 μπουκωμένα σαν γαλοπούλα με την πιο κενή αισιοδοξία. Τους γείτονες που πάντα τα Χριστούγεννα σουβλίζουνε αρνί, τσουγκρίζουν αυγά και εύχονται ‘’ Ευτυχισμένος ο καινούργιος Πάσχας!’’
Πάρε τον Αι Βασίλη που ο λύκος τον έφαγε επειδή τον μπέρδεψε με την κοκκινοσκουφίτσα. Έναν άνθρωπο άξιο, να βομβαρδίσει τα Sweatshops των ξωτικών στη Φινλανδία, εκεί που παιδιά δουλεύουν σε αλυσίδα παραγωγής για να γεμίσουν τον σάκο του Αι Βασίλη (Kill Bill). Άναψε μια λαμπάδα πάνω απ όλη την εορταστική χοληστερίνη και όταν τα παιδιά χτυπήσουν για τα κάλαντα δωροδόκησέ τα –όχι με λεφτά, όχι με γλυκά- αλλά με φωτογραφίες του Λένιν, του Αρθούρου Ρεμπώ και του Τζέκινς Χαν (γράψε πίσω από τις φωτογραφίες το σύνθημα: ‘’ το πρωινό ξύπνημα μας εξαγριώνει’’).
Μάζεψε αρκετό χαρτί περιτυλίγματος ώστε να πακετάρεις τέσσερα χρόνια κρίσης. Πάρε ένα μαγκάλι να κάψεις μέσα του όλη την αθωότητα των κυνικών, να ζεστάνεις όλη σου την απώλειά . Μια ευχή στην πρόποση που δεν ακούστηκε καθαρά και ύστερα μεταμφιέστηκε σε όλες τις ευχές και όλες τις προπόσεις. Πάρε όλη αυτή τη σιωπή που γδέρνει απλωμένη μπρος στο καινούριο που τόσο σε φοβίζει (όλους μας φοβίζει). Την μοναξιά στην πλατεία Συντάγματος, όλα όσα δίνουν αυτοί που δεν έχουν. Τον φίλο που μετρά αντίστροφα στο Skype μαζί μας, σε κάποια εστία, κάποιου πανεπιστημίου, κάπου μακριά. Πάρε έναν διακόπτη που σβήνει όλα τα ηλίθια λαμπιόνια των μπαλκονιών. Έναν πρωτοχρονιάτικο λαχνό που κερδίζει 1)ένα πολυμίξερ, 2)μια σακούλα χασίς, 3)λίγη κατανόηση.
Πάρε τον μικρό τυμπανιστή και μάθε τον να παίζει Drums μπας και σταματήσει να μυξοκλαίει. Το ‘’ Ζυστίν ‘’του Μαρκησίου Ντε Σαντ και χάρισε το σε κάποιον Μητροπολίτη (για πλάκα). Πάρε το τελευταίο βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου, θάψε το τρία μέτρα κάτω από τη γη ώστε να φυτρώσει αργότερα ένα λιβάδι μισάνθρωπα αγκάθια. Το πλαστικό δέντρο που ποτίζουμε όλο τον χρόνο, τα Χριστούγεννα όλων των αγέννητων συγγενών.
Πάρε μια κάλτσα γιορτινή που σκόνταψε και έπεσε στο τζάκι και το βλέμμα του 6χρονου που την κοιτά να καίγεται και χαίρεται γιατί είναι κατά της παγκοσμιοποίησης των γιορτών και της ημερολογιακά και εμπορικά επιβεβλημένης ευωχίας. Το τζάκι ενός εγωιστή γίγαντα, το οποίο ανάβει με συνέπεια κάθε βράδυ των γιορτών ώστε να καψαλίσει αυτόν τον εισβολέα των δώρων, τον ενοχλητικό, αλκοολικό χοντρομπαλά του γιοχοχό και της κοκακόλας. Πάρε κυρίως το δράμα του δυσλεκτικού ξαδέρφου μου που πάντα μπέρδευε τον Ρούντολφ το ελαφάκι, με τον Ρούντολφ Ες των Ναζί.
Όχι με ημερολόγια, όχι με πρωτοχρονιές, όχι με αντίστροφες μετρήσεις. Έτσι μετριέται ο πραγματικός χρόνος για όλους εμάς. Λίγο να στεκόμαστε μαζί και λίγο να τρέχουμε τρομαγμένοι.
(Στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου