Τα καλοκαίρια, εδώ και καιρό, προκύπτουν ως προβολή και διάθλαση δύο χρονιών, της χρονιάς που πέρασε και της χρονιάς που ακολουθεί. Μέσα στις αλλαγές της κρίσης, το καλοκαίρι προκύπτει διπλά αλλαγμένο, τόσο ως παύση ενός παρελθόντος που μόλις σταμάτησε, όσο και ως απουσία μιας προσδοκίας που δεν πλησιάζει.
Από την δεκαετία του '80 μέχρι και τα πρώτα χρόνια της κρίσης –με αποκορύφωμα τα χρόνια της ολυμπιακής φούσκας- το καλοκαίρι αποτέλεσε κορύφωση της επίδειξης ενός τρόπου ζωής, ο οποίος εμπεριείχε το σύνολο των ιδεολογημάτων, των τρόπων και των ταυτοτήτων της μεταπολιτευτικής κυρίαρχης κουλτούρας. Το lifestyle που όλο περιγράφουμε ως νεκρό, ξεψυχά δυνατότερα τα καλοκαίρια. Οι όροι και οι συνθήκες που δημιουργήθηκαν έτσι ώστε μέσα στο θέρος να το φέρνουν στην κορύφωσή του, τώρα λειτουργούν αντίστροφα ως μια ενισχυμένη ηχώ του γκρεμίσματός του.
Τα νησιά και οι λοιποί καλοκαιρινοί προορισμοί του κυρίαρχου, τα τελευταία χρόνια υπάρχουν ως πασαρέλες νεκρών προτεραιοτήτων για τις διάφορες αντρικές και γυναικείες ταυτότητες: της επαγγελματικής επιτυχίας, του γρήγορου πολιτισμού, της επιδεικτικής κατανάλωσης και του νομιμοποιημένου ναρκισσισμού. Η μαζικότητα του στερεοτύπου που περιέγραφε το Ελληνικό Καλοκαίρι, συνεχώς συρρικνώνεται. Ο πυρετός του Σαββατόβραδου που επέβαλε πέντε μέρες δουλειάς με αντάλλαγμα τη διασκέδαση της έκτης μέρας, απλωνόταν ημερολογιακά ανά το έτος. Έτσι δούλευες έναν χρόνο ώστε να σβήσεις τον πυρετό σου στις διακοπές, ή πιο πρόσφατα δανειζόσουν έναν ολόκληρο χρόνο ώστε να ξοδέψεις στις μέρες της άδειας μέσα από εορτοδάνεια, διακοποδάνεια και λοιπά φιλικά πακέτα. Και σήμερα που πρέπει να πειστούμε πως όλα είναι δανεικά, ο αφελής πυρετός σβήνει απότομα με μνημονιακές ασπιρίνες.
Με δανεικό μαύρισμα
Η βιομηχανία του καλοκαιριού δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς το λάδι των κατασκευασμένων προτύπων και των επιβεβλημένων προορισμών. Όμως τα σαχλοέντυπα κλείνουν, οι πρώην Κωστόπουλοι πτωχεύουν και οι αντίστοιχες εκπομπές τσιρίζουν πιο φάλτσα από ποτέ. Όλοι όσοι προσπαθούσαν εδώ και δεκαετίες να παραγεμίσουν με πούπουλα σοβαρότητας την πιο βαριά ελαφρότητα και τον πιο άδειο τρόπο, τώρα μοιάζουν παροπλισμένοι. Έτσι ο παραθεριστής που κατανάλωνε καλοκαίρι, περιφέρεται με το άγχος της επίδειξης και ένα μαύρισμα δανεικό, σε παλιούς προορισμούς, παλιότερες κατευθύνσεις. Σε όλα αυτά τα μέρη που θυμίζουν ξεπεσμένους αστέρες, αμείλικτα ηττημένους από την πραγματικότητα και τον χρόνο, νεανίζοντες αφόρητα πίσω από ένα ρυτιδιασμένο χαμόγελο παγωμένο από τα μπότοξ, τόποι χωρίς καν τη συμπάθεια που προκαλεί ένα ανεκπλήρωτο και τώρα στραμπουλιγμένο πάθος.
Τα πρότυπα σβήνουν και ο παραθεριστής μένει χωρίς καθρέφτες (αυτούς τους τόσο απειλητικούς οδηγούς). Χωρίς διέξοδο στον μιμητισμό του, καταλήγει τελικά να μιμείται τον εαυτό του των προηγούμενων ετών, όταν το απλό ταυτιζόταν με το απλοϊκό, όταν το μέλλον υπήρχε μόνο ως επιβεβαίωση του παρελθόντος, πενθώντας σιωπηλά και ανομολόγητα το Κάπρι της επίδειξης του, την Ίμπιζα του ηδονισμού του, το Μανχάταν της επιτυχίας του.
Χαράτσι καλοκαιριού
Αλλά ακόμη και αν τα πρότυπα ξεθυμαίνουν πρέπει να περιφρουρηθούν με κάθε τρόπο. Έτσι οι εναλλακτικές πρέπει να ποινικοποιηθούν. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως το πρόστιμο για τους ελεύθερους κατασκηνωτές υπερδιπλασιάστηκε. Ο νέος Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ) προβλέπει αύξηση του προστίμου για το ελεύθερο κάμπινγκ από τα 147 ευρώ στα 300 ευρώ. Ταυτόχρονα οι συλλήψεις και οι μηνύσεις κατά των κατασκηνωτών αυξάνονται, ενώ πληθαίνουν και τα άρθρα σε έντυπες και διαδικτυακές εκδοχές (Protagon, Καθημερινή) που περιγράφουν το ελεύθερο κάμπινγκ ως μάστιγα. Η ελεύθερη κατασκήνωση ταυτίζεται με τη βρόμα, την εξαλλοσύνη, την μαζική εξαχρείωση και την καταστροφή του περιβάλλοντος. Όπως σε τόσες και τόσες περιπτώσεις (άσχετα με το μέγεθος και την πρακτική σημασία του φαινομένου ο τρόπος της επιχειρηματολογίας μένει ίδιος π.χ. δημόσιοι υπάλληλοι, καθηγητές κτλ) ένα φαινόμενο ταυτίζεται με κάποιο επί μέρους σύμπτωμα, στη συνέχεια οι μειοψηφικές αυτές περιπτώσεις περιγράφονται ως κανόνας, ενώ οι κάποιες επί μέρους εξαιρέσεις (στην περίπτωσή μας παλιοί κατασκηνωτές που επί της ουσίας συμφωνούν με το άρθρο και περιγράφονται περίπου ως γραφικοί γυμνιστές της δεκαετίας του ’80) έρχονται απλά για να επιβεβαιώσουν τον κανόνα αυτό. Μέσα στο μνημονιακό παρόν μας, το καλοκαίρι έρχεται να πληρώσει το δικό του χαράτσι.
Πλησιάζοντας το φθινόπωρο με νέα αγωνία για τις όποιες εξελίξεις και τις όποιες νέες αγριότητες, ο Αύγουστος μαζεύει τις φθαρμένες τέντες του παλιού lifestyle καρναβαλιού. Τώρα το μπιτ του ξέφρενου καλοκαιριού χτυπά στον ουρανό μιας άδειας παραλίας. Σαν καρδιά κουρασμένη, μιας ταχυκαρδίας χωρίς καφεΐνη.
(στην Εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου