* Μια συζήτηση με τους νέους ηθοποιούς Νικόλ Δημητρακοπούλου και Λευτέρη Καταχανά
Η ΙΣΤΟΡΙΑ, ΜΑΚΡΙΝΗ ΚΑΙ ΟΙΚΕΙΑ
Ένα καρφί μένει σταθερό στον τοίχο ενός διαμερίσματος για δεκαετίες. Μπροστά του περνά η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, από τη δικτατορία μέχρι τις μέρες μας. Μια νεαρή γυναίκα και ο βασανιστής της, ένα νεαρό ζευγάρι που μετεωρίζεται από τη φιλία στην οικογένεια, δύο νέοι που κάνουν έρωτα για να ζεσταθούν αυτόφωτοι, σε μια Ελλάδα της κρίσης που κόβει τα καλώδια του ρεύματος. Δύο ηθοποιοί, η Νικόλ Δημητρακοπούλου και ο Λευτέρης Καταχανάς, ενσαρκώνουν έξι πρόσωπα σε τρεις διαφορετικές ιστορίες, στο 1970, στο 1992 και στο κοντινό 2014. Στην πρώτη του σκηνοθετική δουλειά, ο Χρήστος Στέργιογλου, δίνει μορφή σε μια πλεξούδα στιγμών και συμβάντων που μας υπενθυμίζει το χθες και μας ρωτά για το αύριο.
Γιατί επιλέξατε τα χρόνια της δικτατορίας ως αφετηρία των τριών ιστοριών σας;
Λευτέρης Καταχανάς: Η πρώτη ιστορία -αυτή του 1970- ήταν και η ιστορία με την οποία προέκυψε η ιδέα για το έργο. Έτυχε να ακούσω ένα αφιέρωμα για την επέτειο του πολυτεχνείου στο ραδιόφωνο και τότε συνειδητοποίησα πως γνώριζα λιγότερα από όσα επιθυμούσα για την περίοδο αυτή. Η εποχή αυτή είναι κατά κάποιον τρόπο η ιστορία των γονιών μας, η οποία φαίνεται μακρινή και ταυτόχρονα οικεία. Μπορεί να νομίζουμε πως την γνωρίζουμε, ενώ αγνοούμε αρκετά πράγματα. Είδα αρκετά ντοκιμαντέρ και εντυπωσιάστηκα, κυρίως με αυτά που δεν λέγονταν αλλά υπονοούνταν από την πλευρά της τότε εξουσία: Τις χειρονομίες, τις εκφράσεις των προσώπων, τον τονισμό των λέξεων. Στη συνέχεια διάβασα τους «Ανθρωποφύλακες» του Περικλή Κοροβέση και το «Μπουμπουλίνας 18» της Κίττυς Αρσένη. Η ιστορία προέκυψε από όλη αυτή την αναζήτηση.
Νικόλ Δημητρακοπούλου: Για μένα τα γεγονότα γύρω από το Πολυτεχνείο μοιάζουν πολύ οικεία, αφού επισκεπτόμουν τις επετειακές εκδηλώσεις σταθερά ήδη από τα μαθητικά μου χρόνια. Νοιώθω πως με κάποιον τρόπο όλη μου η αντίληψη, όλη μου η πολιτική συνείδηση ξεκινά και έχει ως αναφορά εκείνη την εποχή. Με κάποιο τρόπο -ίσως ταυτιζόμενη με τους γονείς μου- όταν παίζω στη σκηνή νοιώθω πως υπήρχα και εγώ τότε. Βέβαια τελικά, καταλαβαίνεις πως αυτό το οποίο νοιώθεις οικείο ή σχεδόν βιωμένο, παραμένει στη σφαίρα της ιστορίας αφού λείπουν οι λεπτομέρειες, οι στιγμές, η καθημερινότητα.
Αντίθετα με τα χρόνια αυτά, η δεύτερη ιστορία εξελίσσεται σε μια εποχή πολύ πιο ήρεμη, σχεδόν ουδέτερη, το 1992.
Λ.Κ. Η δεύτερη εποχή είναι η εποχή των παιδικών μας χρόνων, η δεκαετία του 90. Οι εικόνες και οι μνήμες για πράγματα που θεωρείς πως δεν έχουν αλλάξει, πως είναι όμοια ακόμη και τώρα επειδή τα κουβαλάς μέσα σου. Βλέποντας δελτία ειδήσεων και φωτογραφίες από εκείνη την εποχή σκέφτηκα πως κάποιος σήμερα μπορεί να βλέπει με την ίδια απόσταση εκείνη την εποχή όπως εγώ την εποχή που περιγράψαμε πριν.
Ν.Δ. Εγώ θεωρούσα πως αυτήν την εποχή δεν χρειαζόταν κάποιος να την μάθει. Την είχα τόσα έντονα μέσα μου που πίστευα πως είναι γνωστή στους πάντες. Στο σημείο αυτό ένοιωσα τον τρόπο με τον οποίο ο χρόνος σπρώχνει στην ιστορία κάτι το οποίο έχεις ζήσει.
Η τελευταία σκηνή διαδραματίζεται το 2014. Τοποθετείται, δηλαδή, σε ένα μέλλον που σχεδόν μας αγγίζει.
Λ.Κ. Η σκηνή αυτή, αν και εξελίσσεται στο κοντινό αύριο, απευθύνεται ουσιαστικά στο σήμερα. Πέρυσι, την περίοδο που γραφόταν το έργο, είχα την αίσθηση πως τα πράγματα δεν έχουν φτάσει ακόμη στο χειρότερο σημείο. Σκεφτόμουν πως η κατάσταση θα μπορούσε να πηγαίνει όλο και πιο άσχημα και προσπαθούσα να φανταστώ πώς θα ζήσουμε με όλα αυτά. Και σκεφτόμουν πως τελικά μπορούμε να αντιμετωπίσουμε ακόμα και τις χειρότερες καταστάσεις. Αν υπάρχει κάποιος που αγαπάς δεν θα πάψεις να τον αγαπάς επειδή η χώρα σου χρεοκόπησε. Προσπαθώ ακόμα και στα χειρότερα να βλέπω τα πράγματα θετικά. Βέβαια αυτό που ζούμε σήμερα δεν μου φαίνεται υγιές.
Ν.Δ. Όταν ο Λευτέρης έγραφε το έργο και το συζητήσαμε είχα μόλις γυρίσει από τις σπουδές μου στην Αγγλία. Γνώριζα φυσικά με λεπτομέρειες το τι γινόταν στην Ελλάδα αλλά δεν το βίωνα ως πραγματικότητα. Όσο περνούσαν οι μέρες, και ακόμα πιο πολύ τώρα, νοιώθω πως είμαστε όλο και πιο κοντά στην κατάσταση που περιγράφει η σκηνή. Ήδη οι περισσότεροι δεν έχουμε θέρμανση, αύριο μπορεί να μην έχουμε και ηλεκτρικό. Τη στιγμή εκείνη δεν μπορούσα να το συνειδητοποιήσω. Παλαιότερα σκεφτόμουν πως θα ήθελα να φύγω για ένα διάστημα στο εξωτερικό. Πια δεν σκέφτομαι να φύγω. Το να παρατήσω την πραγματικότητά μου, το νοιώθω σαν μια μορφή ήττας.
Ο λόγος του έργου έχει μια πολύ έντονη προφορικότητα. Οι καθημερινές φράσεις που ανταλλάσσετε στην παράσταση μοιάζουν περισσότερο να μιλούν για πράγματα που υπάρχουν σε ένα φόντο που το κοινό δεν γνωρίζει. Οι λέξεις μοιάζουν περισσότερο να δηλώνουν και όχι να αφηγούνται. Πώς προέκυψε αυτό το ύφος;
Ν.Δ. Το ύφος προέκυψε κυρίως από τις πρόβες και από τις οδηγίες του σκηνοθέτη μας, του Χρήστου Στέργιογλου. Κόπηκαν αρκετά κομμάτια από την ιστορία, κάποια πράγματα απλά μπήκαν σε παρένθεση. Στόχος του σκηνοθέτη ήταν η αναπαραγωγή ενός καθημερινού λόγου, όπου τα περισσότερα δεν τα αφηγούμαστε απ’ την αρχή, απλά τα αφήνουμε να υπονοούνται. Αυτό κάνει και το λόγο του έργου να είναι πιο πραγματικός και λιγότερο θεατρικός. Νομίζω πως η ουσία αυτού του λόγου έχει να κάνει με αυτό που περιέγραφε ο Τ.Σ. Έλιοτ στην «Οικογενειακή γιορτή». Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τα γεγονότα, μπορούμε να μιλήσουμε για αυτό που συμβαίνει και αυτό που συμβαίνει υπονοείται σε μια κατάσταση, σε μια ατμόσφαιρα σε ένα βλέμμα.
Λ.Κ. Το κείμενο το επεξεργαστήκαμε ξανά και οι τρεις μαζί. Ξαναγράψαμε όλο το έργο μαζί ήδη πριν από τις πρόβες. Ο λόγος λειτουργεί έτσι ώστε να δηλωθεί μια συνθήκη με όσο γίνεται λιγότερα λόγια. Αυτό που έχει σημασία είναι αυτό που βρίσκεται από πίσω. Αν αυτό είναι δυνατό, ο θεατής θα το εκλάβει. Και το στοιχείο αυτό γίνεται ακόμα πιο σημαντικό επειδή οι σκηνές είναι κομματιαστές και πλέκονται μεταξύ τους, οπότε και η εξέλιξη από εικόνα σε εικόνα υπονοείται μαζί με όσα αρχικά δεν ξέρουμε για τους ήρωες.
Η πρώτη ιστορία, αυτή στα χρόνια της δικτατορίας, μοιάζει με μια υπενθύμιση για την καταγωγή της σημερινής κοινωνίας. Αν κάτι τέτοιο ισχύει, μπορούμε να πούμε πως η τρίτη ιστορία -αυτή που διαδραματίζεται στο κοντινό 2014- είναι μια ευχή για τις σχέσεις των ανθρώπων στο μέλλον;
Ν.Δ. Νομίζω πως στην ιστορία υπάρχει όντως μια αισιοδοξία ως προς τις σχέσεις των ανθρώπων, γιατί ίσως να μην έχουμε κάποια άλλη απτή αισιοδοξία. Οι σχέσεις προφανώς επηρεάζονται από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, αλλά τα συναισθήματα για τους ανθρώπους που αγαπάς δεν αλλάζουν. Οι σχέσεις είναι πιο δυνατές από την οικονομία. Πια, όταν οι άνθρωποι σε ρωτούν πως είσαι και εσύ απαντάς «καλά» και το εννοείς, σχεδόν ξαφνιάζονται.
Λ.Κ. Όταν έγραφα την τρίτη ιστορία αισθανόμουν κουρασμένος από τη μαυρίλα και την απαισιοδοξία -και κυρίως από τη δική μου απαισιοδοξία. Τελικά όμως άρχισα να νοιώθω πως για αυτή τη διάθεση έφταιγα μόνο εγώ. Δεν θέλω να υποβιβάσω αυτά που περνά ο καθένας, όλο αυτό το δράμα που συμβαίνει γύρω μας, ίσα-ίσα. Η τρίτη ιστορία ήταν μια αντίδραση απέναντι σε όλο αυτό το γενικευμένο συναίσθημα. Όντως είναι μια ευχή όχι μόνο για τους ανθρώπους που βιώνουν την κρίση και τη συγκεκριμένη οικονομική κατάσταση, αλλά γενικότερα.
Η παράσταση «Ένα καρφί στον τοίχο» παίζεται στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, κάθε Δευτέρα και Τρίτη, μέχρι τις 23 Απριλίου.
(Στην εφημερίδα Εποχή)
Η ΙΣΤΟΡΙΑ, ΜΑΚΡΙΝΗ ΚΑΙ ΟΙΚΕΙΑ
Ένα καρφί μένει σταθερό στον τοίχο ενός διαμερίσματος για δεκαετίες. Μπροστά του περνά η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, από τη δικτατορία μέχρι τις μέρες μας. Μια νεαρή γυναίκα και ο βασανιστής της, ένα νεαρό ζευγάρι που μετεωρίζεται από τη φιλία στην οικογένεια, δύο νέοι που κάνουν έρωτα για να ζεσταθούν αυτόφωτοι, σε μια Ελλάδα της κρίσης που κόβει τα καλώδια του ρεύματος. Δύο ηθοποιοί, η Νικόλ Δημητρακοπούλου και ο Λευτέρης Καταχανάς, ενσαρκώνουν έξι πρόσωπα σε τρεις διαφορετικές ιστορίες, στο 1970, στο 1992 και στο κοντινό 2014. Στην πρώτη του σκηνοθετική δουλειά, ο Χρήστος Στέργιογλου, δίνει μορφή σε μια πλεξούδα στιγμών και συμβάντων που μας υπενθυμίζει το χθες και μας ρωτά για το αύριο.
Γιατί επιλέξατε τα χρόνια της δικτατορίας ως αφετηρία των τριών ιστοριών σας;
Λευτέρης Καταχανάς: Η πρώτη ιστορία -αυτή του 1970- ήταν και η ιστορία με την οποία προέκυψε η ιδέα για το έργο. Έτυχε να ακούσω ένα αφιέρωμα για την επέτειο του πολυτεχνείου στο ραδιόφωνο και τότε συνειδητοποίησα πως γνώριζα λιγότερα από όσα επιθυμούσα για την περίοδο αυτή. Η εποχή αυτή είναι κατά κάποιον τρόπο η ιστορία των γονιών μας, η οποία φαίνεται μακρινή και ταυτόχρονα οικεία. Μπορεί να νομίζουμε πως την γνωρίζουμε, ενώ αγνοούμε αρκετά πράγματα. Είδα αρκετά ντοκιμαντέρ και εντυπωσιάστηκα, κυρίως με αυτά που δεν λέγονταν αλλά υπονοούνταν από την πλευρά της τότε εξουσία: Τις χειρονομίες, τις εκφράσεις των προσώπων, τον τονισμό των λέξεων. Στη συνέχεια διάβασα τους «Ανθρωποφύλακες» του Περικλή Κοροβέση και το «Μπουμπουλίνας 18» της Κίττυς Αρσένη. Η ιστορία προέκυψε από όλη αυτή την αναζήτηση.
Νικόλ Δημητρακοπούλου: Για μένα τα γεγονότα γύρω από το Πολυτεχνείο μοιάζουν πολύ οικεία, αφού επισκεπτόμουν τις επετειακές εκδηλώσεις σταθερά ήδη από τα μαθητικά μου χρόνια. Νοιώθω πως με κάποιον τρόπο όλη μου η αντίληψη, όλη μου η πολιτική συνείδηση ξεκινά και έχει ως αναφορά εκείνη την εποχή. Με κάποιο τρόπο -ίσως ταυτιζόμενη με τους γονείς μου- όταν παίζω στη σκηνή νοιώθω πως υπήρχα και εγώ τότε. Βέβαια τελικά, καταλαβαίνεις πως αυτό το οποίο νοιώθεις οικείο ή σχεδόν βιωμένο, παραμένει στη σφαίρα της ιστορίας αφού λείπουν οι λεπτομέρειες, οι στιγμές, η καθημερινότητα.
Αντίθετα με τα χρόνια αυτά, η δεύτερη ιστορία εξελίσσεται σε μια εποχή πολύ πιο ήρεμη, σχεδόν ουδέτερη, το 1992.
Λ.Κ. Η δεύτερη εποχή είναι η εποχή των παιδικών μας χρόνων, η δεκαετία του 90. Οι εικόνες και οι μνήμες για πράγματα που θεωρείς πως δεν έχουν αλλάξει, πως είναι όμοια ακόμη και τώρα επειδή τα κουβαλάς μέσα σου. Βλέποντας δελτία ειδήσεων και φωτογραφίες από εκείνη την εποχή σκέφτηκα πως κάποιος σήμερα μπορεί να βλέπει με την ίδια απόσταση εκείνη την εποχή όπως εγώ την εποχή που περιγράψαμε πριν.
Ν.Δ. Εγώ θεωρούσα πως αυτήν την εποχή δεν χρειαζόταν κάποιος να την μάθει. Την είχα τόσα έντονα μέσα μου που πίστευα πως είναι γνωστή στους πάντες. Στο σημείο αυτό ένοιωσα τον τρόπο με τον οποίο ο χρόνος σπρώχνει στην ιστορία κάτι το οποίο έχεις ζήσει.
Η τελευταία σκηνή διαδραματίζεται το 2014. Τοποθετείται, δηλαδή, σε ένα μέλλον που σχεδόν μας αγγίζει.
Λ.Κ. Η σκηνή αυτή, αν και εξελίσσεται στο κοντινό αύριο, απευθύνεται ουσιαστικά στο σήμερα. Πέρυσι, την περίοδο που γραφόταν το έργο, είχα την αίσθηση πως τα πράγματα δεν έχουν φτάσει ακόμη στο χειρότερο σημείο. Σκεφτόμουν πως η κατάσταση θα μπορούσε να πηγαίνει όλο και πιο άσχημα και προσπαθούσα να φανταστώ πώς θα ζήσουμε με όλα αυτά. Και σκεφτόμουν πως τελικά μπορούμε να αντιμετωπίσουμε ακόμα και τις χειρότερες καταστάσεις. Αν υπάρχει κάποιος που αγαπάς δεν θα πάψεις να τον αγαπάς επειδή η χώρα σου χρεοκόπησε. Προσπαθώ ακόμα και στα χειρότερα να βλέπω τα πράγματα θετικά. Βέβαια αυτό που ζούμε σήμερα δεν μου φαίνεται υγιές.
Ν.Δ. Όταν ο Λευτέρης έγραφε το έργο και το συζητήσαμε είχα μόλις γυρίσει από τις σπουδές μου στην Αγγλία. Γνώριζα φυσικά με λεπτομέρειες το τι γινόταν στην Ελλάδα αλλά δεν το βίωνα ως πραγματικότητα. Όσο περνούσαν οι μέρες, και ακόμα πιο πολύ τώρα, νοιώθω πως είμαστε όλο και πιο κοντά στην κατάσταση που περιγράφει η σκηνή. Ήδη οι περισσότεροι δεν έχουμε θέρμανση, αύριο μπορεί να μην έχουμε και ηλεκτρικό. Τη στιγμή εκείνη δεν μπορούσα να το συνειδητοποιήσω. Παλαιότερα σκεφτόμουν πως θα ήθελα να φύγω για ένα διάστημα στο εξωτερικό. Πια δεν σκέφτομαι να φύγω. Το να παρατήσω την πραγματικότητά μου, το νοιώθω σαν μια μορφή ήττας.
Ο λόγος του έργου έχει μια πολύ έντονη προφορικότητα. Οι καθημερινές φράσεις που ανταλλάσσετε στην παράσταση μοιάζουν περισσότερο να μιλούν για πράγματα που υπάρχουν σε ένα φόντο που το κοινό δεν γνωρίζει. Οι λέξεις μοιάζουν περισσότερο να δηλώνουν και όχι να αφηγούνται. Πώς προέκυψε αυτό το ύφος;
Ν.Δ. Το ύφος προέκυψε κυρίως από τις πρόβες και από τις οδηγίες του σκηνοθέτη μας, του Χρήστου Στέργιογλου. Κόπηκαν αρκετά κομμάτια από την ιστορία, κάποια πράγματα απλά μπήκαν σε παρένθεση. Στόχος του σκηνοθέτη ήταν η αναπαραγωγή ενός καθημερινού λόγου, όπου τα περισσότερα δεν τα αφηγούμαστε απ’ την αρχή, απλά τα αφήνουμε να υπονοούνται. Αυτό κάνει και το λόγο του έργου να είναι πιο πραγματικός και λιγότερο θεατρικός. Νομίζω πως η ουσία αυτού του λόγου έχει να κάνει με αυτό που περιέγραφε ο Τ.Σ. Έλιοτ στην «Οικογενειακή γιορτή». Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τα γεγονότα, μπορούμε να μιλήσουμε για αυτό που συμβαίνει και αυτό που συμβαίνει υπονοείται σε μια κατάσταση, σε μια ατμόσφαιρα σε ένα βλέμμα.
Λ.Κ. Το κείμενο το επεξεργαστήκαμε ξανά και οι τρεις μαζί. Ξαναγράψαμε όλο το έργο μαζί ήδη πριν από τις πρόβες. Ο λόγος λειτουργεί έτσι ώστε να δηλωθεί μια συνθήκη με όσο γίνεται λιγότερα λόγια. Αυτό που έχει σημασία είναι αυτό που βρίσκεται από πίσω. Αν αυτό είναι δυνατό, ο θεατής θα το εκλάβει. Και το στοιχείο αυτό γίνεται ακόμα πιο σημαντικό επειδή οι σκηνές είναι κομματιαστές και πλέκονται μεταξύ τους, οπότε και η εξέλιξη από εικόνα σε εικόνα υπονοείται μαζί με όσα αρχικά δεν ξέρουμε για τους ήρωες.
Η πρώτη ιστορία, αυτή στα χρόνια της δικτατορίας, μοιάζει με μια υπενθύμιση για την καταγωγή της σημερινής κοινωνίας. Αν κάτι τέτοιο ισχύει, μπορούμε να πούμε πως η τρίτη ιστορία -αυτή που διαδραματίζεται στο κοντινό 2014- είναι μια ευχή για τις σχέσεις των ανθρώπων στο μέλλον;
Ν.Δ. Νομίζω πως στην ιστορία υπάρχει όντως μια αισιοδοξία ως προς τις σχέσεις των ανθρώπων, γιατί ίσως να μην έχουμε κάποια άλλη απτή αισιοδοξία. Οι σχέσεις προφανώς επηρεάζονται από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, αλλά τα συναισθήματα για τους ανθρώπους που αγαπάς δεν αλλάζουν. Οι σχέσεις είναι πιο δυνατές από την οικονομία. Πια, όταν οι άνθρωποι σε ρωτούν πως είσαι και εσύ απαντάς «καλά» και το εννοείς, σχεδόν ξαφνιάζονται.
Λ.Κ. Όταν έγραφα την τρίτη ιστορία αισθανόμουν κουρασμένος από τη μαυρίλα και την απαισιοδοξία -και κυρίως από τη δική μου απαισιοδοξία. Τελικά όμως άρχισα να νοιώθω πως για αυτή τη διάθεση έφταιγα μόνο εγώ. Δεν θέλω να υποβιβάσω αυτά που περνά ο καθένας, όλο αυτό το δράμα που συμβαίνει γύρω μας, ίσα-ίσα. Η τρίτη ιστορία ήταν μια αντίδραση απέναντι σε όλο αυτό το γενικευμένο συναίσθημα. Όντως είναι μια ευχή όχι μόνο για τους ανθρώπους που βιώνουν την κρίση και τη συγκεκριμένη οικονομική κατάσταση, αλλά γενικότερα.
Η παράσταση «Ένα καρφί στον τοίχο» παίζεται στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, κάθε Δευτέρα και Τρίτη, μέχρι τις 23 Απριλίου.
(Στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου