Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2013

H κάθετη τομή στη δημοκρατία: Από την επιχείρηση αρετή, στη στρατηγική της έντασης.






Είχαμε καταλάβει απόψε ένα σπίτι σκοταδιασμένοι
και καταλήξαμε ένα φως αναπάντεχο
Τι ειρωνεία.
Ν. Καρούζος, "Μετά την κατάληψη που κάναμε απόψε", 1986  περιοδικό Το δέντρο

Η νέα ‘’επιχείρηση αρετή’’ με γενέθλια πράξη τη εκκένωση της Βίλλας Αμαλίας  ερμηνεύτηκε ως μια προσπάθεια αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης από το σκάνδαλο της λίστας Λαγκάρντ αλλά και την όλο και επιδεινούμενη κοινωνική κατάσταση της χώρας. Ταυτόχρονα όμως, η κίνηση αυτή απέναντι στις καταλήψεις και κυρίως η διαχείριση της σε επικοινωνιακό επίπεδο αφήνει ένα στίγμα ικανό να περιγράψει την προσπάθεια παγίωσης μιας νέας ταυτότητας. Η διαχείριση των όσων ακολούθησαν δείχνει το πόσο επικίνδυνη μπορεί να γίνει μια τέτοια επιθυμία μεταμόρφωσης στο ρευστό και ακραίο των καιρών μας.
Η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης άφησε τη δεξιά ορφανή από τον αντικομουνισμό της – ένα κεντρικό στοιχείο συγκρότησης της συγκεκριμένης ταυτότητας μέσα στον ψυχρό πόλεμο. Ταυτόχρονα η εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης οικονομίας η οποία αρχικά ταυτίστηκε με πολιτικούς τύπου Ρέιγκαν και Θάτσερ υιοθετήθηκε  από τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας κατά την δεκαετία του ’90 θολώνοντας ακόμα περισσότερο τις διαχωριστικές γραμμές των κυβερνόντων κομμάτων.  Στα καθ ημάς, η κεντροδεξιά στροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, περιέγραφε την ταυτόχρονη μετακίνηση της βασικής διαφοράς των δύο κυρίαρχων κομμάτων από το ιδεολογικό και το πολιτικό επίπεδο στο επίπεδο της ικανότητας διαχείρισης. Μετά την εκλογική της κατάρρευση το 2009, η Νέα Δημοκρατία όφειλε να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό της.  
Η αναγέννηση του φοίνικα, ορίστηκε ήδη από τον τρόπο εκλογής του Αντώνη Σαμαρά από τα σπλάχνα της δεξιάς παράταξης. Από τις εσωτερικές εκλογές του 2009 μέχρι τις εκλογές του 2012, το κόμμα επιτάχυνε τον βηματισμό του προς τα δεξιά. Σκλήρυνε τις θέσεις και την ρητορική του, στελέχωσε τις γραμμές του αρχικά με μέλη του εθνικιστικού Δικτύου 21 σε θέσεις συμβούλων και στη συνέχεια με τους πλέον προβεβλημένους βουλευτές του ΛΑΟΣ σε θέσεις τηλεοπτικών εκπροσώπων. Ο ξενοφοβικός λόγος και οι ξενοφοβικές πρακτικές, η κλιμάκωση της καταστολής, η αντιαριστερή ρητορική (που τόσο θυμίζει τον μετεμφυλιακό αντικομουνιστικό λόγο),  το επιχείρημα περί πρόθεσης αποσταθεροποίησης της Ελλάδας και επιστροφής στη δραχμή από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ  (που θυμίζει επίσης τα χουντικά και προχουντικά επιχειρήματα περί ανατροπής του πολιτεύματος από τους κομμουνιστάς), αποτελούν εύγλωττη διατύπωση μιας νέας ταυτότητας. Η πρόσφατη ‘’επιχείρηση αρετή’’ και  η όλο και πιο έντονη επίδειξη προσώπου και ιδεολογίας δεν αποτελούν έκπληξη αφού προκύπτουν φυσικά από ό, τι προηγήθηκε. Αυτό που προκαλεί έκπληξη και ανησυχία είναι αυτό που ακολούθησε.
Η αντιπολίτευση επέλεξε να περιγράψει ως ‘’στρατηγική της έντασης’’ τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση διαχειρίστηκε σε επικοινωνιακό επίπεδο τα χτυπήματα με γκαζάκια σε σπίτια δημοσιογράφων, την επίθεση με καλάσνικοφ στα γραφεία της ΝΔ στη Συγγρού και τέλος την τοποθέτηση βόμβας στο Mall. Η χρήση του όρου μοιάζει σωστή αφού καταγράφει την πρόθεση της κυβέρνησης να περιγράψει  ένα σκηνικό γενικευμένου φόβου και να διαχύσει τον φόβο αυτό  στην κοινωνία. Ταυτόχρονα όμως, η απόκλιση των σημερινών εφαρμογών από το ιστορικό προηγούμενο της Ιταλίας (και δευτερευόντως της Τουρκίας) στο οποίο παραπέμπει ο όρος δείχνουν το ιδιότυπο και ακραίο της σημερινής περίπτωσης.
Τα τρομοκρατικά χτυπήματα στην Ιταλία, τη δεκαετία του ‘70 και του ‘80 λειτούργησαν ως αφορμή για να δημιουργηθεί αυτό που αργότερα ονομάστηκε ‘’στρατηγική της έντασης’’.   Μια γενικευμένη ανασφάλεια της κοινωνίας, στην οποία το κράτος θα απαντούσε κλιμακώνοντας την καταστολή, με βασικό στόχο τον περιορισμό του συνδικαλιστικού κινήματος, των ελευθεριών και τελικά της ραγδαίας ανόδου του Ιταλικού Κομουνιστικού Κόμματος.  Σημασία δεν είχε το αρχικό γεγονός αλλά η εκμετάλλευση και η διαχείριση του από την πλευρά του κράτους. Η μεγάλη διαφορά με τη δική μας ‘’στρατηγική της έντασης’’, παρατηρείται στο γεγονός πως άσχετα με τις πραγματικές τους επιδιώξεις, οι Ιταλικές κυβερνήσεις δεν στοχοποίησαν ποτέ το ΙΚΚ. Το 1969,  μετά το πρώτο τρομοκρατικό χτύπημα στο Μιλάνο, στοχοποιήθηκε ο αναρχικός χώρος ενώ για όλα τα υπόλοιπα χτυπήματα μέχρι και το 1980 οι ευθύνες αποδόθηκαν σε φασιστικές ομάδες (με πραγματικούς ενορχηστρωτές των χτυπημάτων το ιταλικό παρακράτος και τις αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες, όπως αποδείχτηκε).
Αντίθετα με όσα συνέβησαν στην Ιταλία, η Νέα Δημοκρατία επιλέγει σήμερα να διαχειριστεί την στρατηγική της έντασης ως βασικό αντιπολιτευτικό εργαλείο. Σε μια επικίνδυνη πολιτική εξίσωση ταυτίζει τον ΣΥΡΙΖΑ, με την ανομία και την τρομοκρατία, αντικαθιστώντας το επιχείρημα με το ουρλιαχτό, μοντάροντας δηλώσεις και πλαστογραφώντας, τοποθετώντας την καταδίκη στη θέση της απόδειξης. Η στοχοποίηση ενός πολιτικού χώρου δεν σημαίνει ως έναν βαθμό και μια ταυτόχρονη στοχοποίηση των ψηφοφόρων του; Και εφόσον κάτι τέτοιο ισχύει, -παίρνοντας ως δεδομένο το ότι ο Σύριζα αποτελεί αξιωματική αντιπολίτευση και ενδεχομένως αυριανή κυβέρνηση- η συγκεκριμένη στρατηγική αποτελεί μια κάθετη τομή στη δημοκρατία και μια βαθειά διχαστική περιγραφή. Στην απότομη μετάλλαξή της και στις βιαστικές της μεταμορφώσεις, η Νέα Δημοκρατία  δεν μοιάζει να μας μιλά από την Ευρώπη του ψυχρού πολέμου και την Ιταλία των Χριστιανοδημοκρατών, αλλά από τις πιο μαύρες ώρες του ελληνικού διχασμού. 

(Στην εφημερίδα των Συντακτών)



Δεν υπάρχουν σχόλια: