Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

Πάντα θα 'ναι αργά



Ο Γιάννης Χριστοδούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε Πληροφορική στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ και τώρα κάνει το διδακτορικό του στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Η νουβέλα του "Επί Ματαίω" είναι το πρώτο του βιβλίο. Το βιβλίο απέσπασε την υποψηφιότητα στην κατηγορία «Πρωτοεμφανιζόμενος Συγγραφέας», των κρατικών βραβείων λογοτεχνίας του 2011.
Ένας νέος στην Αθήνα τού σήμερα μαθαίνει πως πάσχει από μια ανίατη ασθένεια. Γυρνά τυχαία σε οικείους δρόμους και οικείες αναμνήσεις, ξορκίζοντας το βάρος της πραγματικότητας. Κάπου ανάμεσα σε μια ονειροφαντασία κι ένα ποτήρι κονιάκ, θα πάρει την απόφαση να χρησιμοποιήσει την αρρώστια του ώστε να αποκτήσει την κοπέλα με την οποία είναι ερωτευμένος, την κοπέλα που μέχρι τότε έμενε μακριά. Έστω για λίγο...
Αυτό που εντυπωσιάζει στην νουβέλα το Γιάννη Χριστοδούλου είναι η δομική ειλικρίνεια του μύθου, όπως εμφανίζεται με την επιλογή και το σχέδιο του ήρωα. Το «Επί ματαίω» είναι φτιαγμένο από τις μικρές ανομολόγητες υποθέσεις, τις προτάσεις που συντάσσει ο καθένας μας καθημερινά ως απόδραση στα ενδεχόμενα. Τι θα γινόταν αν... Και τελικά το ίδιο το βιβλίο αναρωτιέται: Τι θα γινόταν αν αυτές οι υποθέσεις μέσα στην ελαφρότητα των οικείων μοτίβων, αποκτούσαν το βάρος της πραγματικότητας; Η απόφαση του ήρωα να χρησιμοποιήσει την αρρώστια του για την απόκτηση της κοπέλας, να χρησιμοποιήσει τον θάνατο για να κερδίσει την ζωή στην πιο συμπυκνωμένη της μορφή, παρουσιάζει την καταδίκη ως ευκαιρία, περιγράφει έναν θετικό κυνισμό που βγάζει το όνειρο από τον εφιάλτη και τελικά αυτοαναιρείται. Μέσα στην απόγνωση της αρρώστιας υπερβαίνει την απόγνωση της επιθυμίας και τελικά την δαμάζει, λίγο πριν το αδιέξοδο: «Ένα εργοστασιακό τσιγάρο είσαι κι εσύ. Δεν μπορείς να με βλάψεις πια. Δε σε φοβάμαι.» Αν και συντελεσμένος, ο ήρωας προχωρεί ανάμεσα στην απώλεια και στην -έστω πρόσκαιρη- ανάκτηση.
Ο πρωταγωνιστής υπάρχει στον κόσμο του βιβλίου ως μονόλογος σε μια αφήγηση τρίτου προσώπου. Σπάνια συνδιαλέγεται, και δεν ονομάζει ποτέ τους ανθρώπους. Άλλωστε, τόσο ο ίδιος όσο και το αντικείμενο του πόθου του μένουν ανώνυμοι. Και ο μονόλογος είναι μοναξιά. Μοναξιά της διαδρομής, της προσωπικής σκέψης, του φόβου που μένει πάντα ιδιωτικός. Μοναξιά της αρρώστιας και μοναξιά της μοίρας του καθενός.
Ο ήρωας δεν έχει χαρακτηριστικά, μόνο ιδιότητες, περπατά διάφανος μέσα στο πλήθος και αποφεύγει τους ανθρώπους ρυθμίζοντας τον βηματισμό του. Η πραγματικότητα περιγράφεται με ακρίβεια σχεδόν αποστειρωμένη, σχεδόν ιατρική. Το βάρος της λεπτομέρειας γίνεται ακρίβεια πόνου. Μέσα στο τοπίο της ματαίωσης, ο ήρωας σκοινοβατεί ανάμεσα στην απελπισία και τον αυτοσαρκασμό. Η γεωμετρία του καθημερινού αναμετριέται με τους κύκλους της σκέψης. Και τελικά ο ήρωας αναιρεί τον εαυτό του για να του δώσει τις ιδιότητές του από την αρχή. Η πραγματικότητα γίνεται φαντασίωση, ανάμνηση και παρελθόν. Και με την απόφαση του ήρωα τελικά είναι η φαντασίωση αυτή που γίνεται πραγματικότητα. Έστω για λίγο...
Ο ήρωας πορεύεται ανάμεσα σε σιωπηλά ζευγάρια σε καφέ του κέντρου, αναμνήσεις από διακοπές με φίλους στις ερημιές των νησιών, σε ένα ατελείωτο περπάτημα στη βουή της πόλης χωρίς κατεύθυνση. Ο Γιάννης Χριστοδούλου μας περιγράφει τη δύναμη που αποκτούν οι αδύναμοι όταν χάνουν κάθε προοπτική. Και ο ήρωας, ανώνυμος, δεν αποτελεί μια ειδική περίπτωση, παραμένει γενικός, ένας οποιοσδήποτε φορέας μιας αρρώστιας που θα μπορούσε να είναι η αρρώστια του κάθε ανθρώπου μέσα στην απελπισία της εποχής. Η άρση του ανθρώπου πάνω από την απελπισία και την ματαιότητα δραπετεύει από τα περιστατικά της νουβέλας, την διαδοχή των γεγονότων, την προδιαγεγραμμένη έκβαση. Μέσα στον πυρετό της κρίσης, η άρση αυτή προβάλει αχνά ως ένα αίτημα γενικό

(Στην εφημερίδα Αυγή)

Δεν υπάρχουν σχόλια: