‘’Μας έλεγαν
θα νικήσετε όταν υποταχτείτε.
Υποταχτήκαμε
και βρήκαμε τη στάχτη.’’
(Ο κ. ΣΤΡΑΤΗΣ
ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ)
Προσπαθώντας
να περιγράψουμε τις μέρες που ζούμε, συχνά ανατρέχουμε σε περιόδους περασμένες,
με καιρούς παρελθόντες να γίνονται σύμβολα καταστάσεων. Λέξεις όπως ‘’χούντα’’, ‘’δικτατορία’’, ‘’κατοχή’’ ακούγονται όλο και πιο συχνά τους
τελευταίους μήνες, ζητώντας να συμπυκνώσουν το αρνητικό του σήμερα σε μια
επιγραμματική παρομοίωση. Συλλογικές εμπειρίες και πάθη προσφέρουν αντιστοιχίες
άλλοτε προφανείς και άλλοτε υπερβολικές στην ένταση με την οποία περιγράφουν αυτό
που βιώνουμε. Το ανοίκειο παρόν μπορεί ξανά να αποκωδικοποιηθεί υπό το βάρος μιας συγγενούς ιστορίας, μιας
πρόσφατης αρχαιολογίας. Ανάμεσα στην επανάληψη της ιστορίας και την αστοχία του
συνθήματος, ποια φωνή μπορεί να συγγενεύσει
με το ελάχιστο σήμερα των ημερών μας;
Μια μακρινή γενιά
Η γενιά του
30, μια γενιά που δεν προσδιορίζεται τόσο χρονολογικά αλλά μέσα από
συγκεκριμένες σχέσεις προσώπων και επιρροών, αποτέλεσε ίσως την μόνη γενιά με
συγκεκριμένο καλλιτεχνικό και ιδεολογικό πρόγραμμα, συγκεκριμένους εκπροσώπους
ποιητές, συγκεκριμένους μαικήνες χρηματοδότες και κριτικούς μηχανισμούς άλλοτε
προώθησης και άλλοτε αποσιώπησης. Μετά την καταστροφή του 1922 και την
κατάρρευση του ιδεολογήματος της μεγάλης ιδέας και της μεγάλης Ελλάδας, η γενιά
αυτή ήρθε να καλύψει το κενό που άφησε η κατάρρευση και να δημιουργήσει -με
όρους κυρίως αισθητικούς- νέους μύθους, μια νέα σχέση με το παρελθόν, την
ιστορία, την ταυτότητα, μια νέα σχέση με την ίδια την ιδέα της ελληνικότητας.
Σε μεγάλο βαθμό τα ιδεολογήματα και ιδέες της, οι αισθητικές επιλογές και
κατευθύνσεις της επιβιώνουν μέχρι σήμερα, άλλοτε ως κυρίαρχες και παγιωμένες,
άλλοτε μέσα από την κριτική που τους ασκήθηκε ή μέσα από την συγκεκριμένη
επίδραση που αυτές άσκησαν σε μια
διαδρομή εξέλιξης, απόρριψης και μεταμόρφωσης. Αυτό όμως που μας φέρνει πιο
κοντά στη γενιά αυτή σήμερα, δεν είναι μόνο η παρουσία της στο παρόν μας, αλλά
η συγγένεια αυτού του παρόντος με τα ημερολόγια του ‘30.
Η νέα Μεγάλη
ιδέα, η νέα μεγάλη Ελλάδα, δεν εκφράστηκε με όρους μεγέθους αλλά ισχύος. Η
Ισχυρή Ελλάδα του εκσυγχρονισμού, της ευρωζώνης και των ολυμπιακών αγώνων
κατέρρευσε παρασυρμένη από την παγκόσμια κρίση του 2008, αποκαλύπτοντας
ταυτόχρονα τα σαθρά υλικά από τα οποία ήταν φτιαγμένη. Ο σημερινός θόρυβος των
αριθμών και των διαγραμμάτων, τα σχέδια διάσωσης και τα σενάρια καταστροφής
αποτελούν τους λυγμούς και τους βρόντους αυτής της πτώσης. Τώρα που ο κόσμος
δεν είναι ένας απλός παλμός, τώρα που βυθιζόμαστε στη πέτρα, ποιό παρελθόν θα
καταφέρει να περιγράψει το παρόν μας;
Το σκληρό της μνήμης
Εδώ βρεθήκαμε γυμνοί
κρατώντας/ τη ζυγαριά που βάραινε κατά το μέρος της αδικίας//[…] στον τόπο που σκορπίστηκε που δεν αντέχει/-
στον τόπο που ήταν κάποτε δικός μας.
Η ποίηση του
Γιώργου Σεφέρη δεν περιγράφει την καταστροφή, αλλά την προϋποθέτει. Και μάλιστα
ως βασικό υπόστρωμα. Την καταστροφή της Σμύρνης, τους παγκοσμίους πολέμους, τον
εμφύλιο, την πολιτική κατάσταση στην Κύπρο. Ο ταραγμένος ελληνικός αιώνας ήταν
σπαρμένος μαύρο φως, σπασμένα αγάλματα και μια θάλασσα νεκρή. Η μνήμη όπου και
να την αγγίξεις πονεί.
Ψηλαφώντας τα
αυλάκια στην μνήμη της ποίησης, η φωνή του Σεφέρη μοιάζει να κουβαλά το οικείο
φορτίο, την γλώσσα που περιγράφει το συλλογικό, τόσο ως παρόν όσο και σαν
προοπτική, ως μια ποιητική έκφραση της μοίρας, της δική μας σύγχρονης μοίρας. Ως
προς την περιγραφή, η ποίηση του Σεφέρη καταφέρνει πολύ περισσότερη
επικαιρότητα από την αισιόδοξη οπτική του Ελύτη, αλλά και από τις πολιτικά η
αυστηρά ιδεολογικά ενταγμένες προοπτικές
των ποιητών της αριστεράς.
Μιλώντας
άλλοτε για την μοίρα του σύγχρονου Έλληνα και άλλοτε για την κατάσταση του
δυτικού ανθρώπου γενικά, ο Σεφέρης παραμένει ένας μοναχικός του πληθυντικού
αριθμού. Η χρήση του πληθυντικού περιγράφει το ποιητικό υποκείμενο αρκετά
συχνότερα από το Εγώ του ποιητή. Οι ψυχές μας, η μοναξιά μας, τα σπίτια μας, τα
σώματά μας. Αυτό το χυμένο μολύβι που είναι η μοίρα, η προσωπική μοίρα που τόσο
συχνά στους στίχους μπλέκεται με την συλλογική. Ο πληθυντικός του Σεφέρη,
σπρωγμένος από τις αστοχίες, τα λάθη και τα εγκλήματα του παρόντος, σχεδόν
ακαριαία γίνεται και δικός μας πληθυντικός.
Η ξενιτιά
που ο ίδιος έζησε μακριά από την Σμύρνη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε και στη
συνέχεια μακριά από την Ελλάδα, ως φοιτητής, ως υπάλληλος ή ως πρέσβης,
ανατρέφοντας εικόνες κάτω από ξένους ουρανούς, η ξενιτιά αυτή επιστρέφει. Η
συλλογική απώλεια, οι πέτρες που βουλιάζουν μέσα στα χρόνια και μας
παρασέρνουν, ο σύντροφος που μοιράστηκε την στέρησή μας, οι αγγελικές και
μαύρες μέρες, επιστρέφουν. Βιώνουμε την επιστροφή στο άνυδρο. Δεν
έχουμε πια ποτάμια, δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε πηγές- μονάχα λίγες στέρνες
άδειες κι αυτές που ηχούν και που τι προσκυνάμε.
Η ποίηση του
Σεφέρη, λειτουργεί σε μια νέα επανάληψη, ζητώντας να γίνει από κλασική
επίκαιρη, να περιγράψει τις μέρες, να συμπυκνώσει, ρευστή και εκτεθειμένη από
την αρχή μιλώντας για ένα άδικο παρόν.
Και τέλος πάντων, αν είναι
ανθρώπινος ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε. Ας γίνουμε λοιπόν
λίγο πιο σκληροί στην μνήμη: Βρήκαμε τη στάχτη. Μένει να ξαναβρούμε τη
ζωή μας, τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα.
(στο περιοδικό ''τα ποιητικα'')
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου