«Ω, τι ηδονή, να βουτάς απ' το
κρεβάτι του ένα παιδί που δεν έχει ιδρώσει ακόμα το χνούδι στο πάνω
χείλος, κι όπως έχει τα μάτια του ολάνοιχτα, να κάνεις δήθεν περνώντας
το χέρι σου από το μέτωπό του, πως του στρώνεις προς τα πίσω τα ωραία
του μαλλιά. Και μετά ξαφνικά, τη στιγμή που μόνο αυτό δεν περιμένει,
μπήγεις τα νύχια σου στο τρυφερό του στήθος, έτσι όμως που να μην
πεθάνει. Δεν ωφελεί ο θάνατός του, γιατί αργότερα στερείται κανείς το
θέαμα, τότε που θα το δέρνουν οι συφορές.
Και στη συνέχεια, ρουφάς το αίμα του
γλείφοντας τις πληγές. Κι όσο κρατάει αυτό, που για σένα μακάρι να μην
τελείωνε ποτέ, το παιδί σπαράζει από το κλάμα».
Ο Ντυκάς δημιουργεί ένα πρότυπο κακού, ανήθικου και αρνητικού καταγεγραμμένο στην υπερβολή του. Στόχος του, σύμφωνα με κάποιες αναλύσεις, να δημιουργήσει ένα αντιπρότυπο ικανό να διδάξει το καλό παρουσιάζοντας σε όλη την έκταση το αντίθετό του.
Ο Ντυκάς κάνει το όριο αισθητική, προσπαθεί να καταγράψει το ακραίο, το εκτός, το κακό, όπως δεν είχε καταγραφεί ποτέ πριν.
Το άλμα του αυτό θα απελευθερώσει μια ποιητική δύναμη τέτοια, μια εκφραστική και δημιουργική ελευθερία όπου θα καθορίσει τους επόμενους αιώνες λογοτεχνίας.
Ασχετα με τις προθέσεις του συγγραφέα, το έργο στέκει αυτονομημένο ως αισθητικό επίτευγμα και όχι ως ηθικό εργαλείο. Αλλωστε το σοκ, ο σκανδαλισμός, η ιεροσυλία ήταν πάντοτε κομμάτι της τέχνης, πολλές φορές καταγεγραμμένη σχεδόν ως υποχρέωση του καλλιτέχνη.
Ενάμιση αιώνα μετά στεκόμαστε εδώ και αναρωτιόμαστε ποια μπορεί να είναι τα όρια της τέχνης.
Πίνακες ξηλώνονται, βιβλία καίγονται, αγάλματα ντύνονται για να υποδεχτούν υψηλούς προσκεκλημένους και φυσικά παραστάσεις κατεβαίνουν υπό την υπόδειξη πρεσβειών και χορηγών.
Ο δημόσιος διάλογος ανοίγει με δημόσιους όρους: απότομα, εκκωφαντικά, προς χρήση και προς τέρψη.
Ο «ειδικός» της τέχνης, πάντοτε λοιδορούμενος από τον δημόσιο λόγο, υποβιβασμένος σε ένα ατελείωτο φτηνό στερεότυπο (τρελός καλλιτέχνης, κουλτουριαραίος, φωταδιστής και λοιπά όμορφα), εδώ μένει εξόριστος.
Κανείς δεν επικαλείται τον λόγο του ή τουλάχιστον με την ίδια βαρύτητα που επικαλείται τον ειδικό σεισμολόγο να μιλήσει για τους σεισμούς ή τον ειδικό οικονομολόγο για την κρίση (good job boys!).
Αν βιώνει την πραγματικότητα ως εξόριστος, σε αυτές τις στιγμές είναι ένας διπλός εξόριστος μιας και εξορίζεται ακόμη και από αυτή του την εξορία, αφού το αντικείμενο που παράγει ή κρίνει αποσπάται από τον ίδιο.
Και αν δεχόμαστε ως αξίωμα πως η τέχνη δεν είναι για τους ειδικούς αλλά για όλους, με τον ίδιο τρόπο οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε πως μια τέτοια διαπίστωση δεν καθιστά τον κάθε ένα ειδικό της τέχνης.
«Μα είναι αυτό τέχνη;», η πρώτη ερώτηση που έρχεται στα χείλη του δημοσίου διαλόγου. Χείλη τα οποία ποτέ τους δεν αναρωτιούνται για το τι είναι ή τι δεν είναι τέχνη, για τα κριτήρια ή την κοινωνική της σημασία, παρά μόνο για να απαξιώσουν ή να σκανδαλιστούν μες στη δίκαιη αγανάκτησή τους.
Τα «μ’ αρέσει» του καθενός, όχι απλώς διεκδικούν τον χαρακτήρα και το βάρος εμπεριστατωμένης αξιολογικής κρίσης, αλλά μες στην εξωστρέφειά τους επιβάλλονται στη θέση μιας αντικειμενικής απόφανσης.
Ξανά: το ότι η τέχνη είναι για όλους και όχι για τους ειδικούς δεν σημαίνει ότι ο καθένας γίνεται ειδικός.
Η τέχνη οφείλει να λογοδοτεί αποκλειστικά στον εαυτό της. Στους όρους και τους στόχους που η ίδια θέτει, στις προθέσεις του καλλιτέχνη, στην ιστορία του είδους (ως συνέχεια ή ως ανατροπή).
Ας υπάρχουν ποινές για τη βλασφημία στα Συντάγματα των χωρών, ηθικές αστυνομίες ή καλοθελητές πολιτικάντηδες που προσπαθούν να κατασκευάσουν σκάνδαλα ώστε να τα χρησιμοποιήσουν προς πολιτικό όφελος.
Η τέχνη θα παραμένει πάντοτε ελεύθερη και χωρίς κανένα όριο. Ακόμα και αν αυτό έχει ως τίμημα την ποινικοποίησή της.
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου