«Φύγε πια λυσσασμένο καλοκαίρι
πάρε από πάνω μου τα γηρατειά σου
ιδρωμένα κορμιά καλλυντικές γυναίκες
γέμισε κοκκινάδια και μπλεγμένα άσπρα μαλλιά η ψυχή μου…
Η Αθήνα μασάει σουβλάκια μες στους δρόμους
μασάει καλαμπόκια
παίρνει το παγωτό της στις πλατείες
η Αθήνα ρουφάει τον ουρανό με καλαμάκι»
Βύρωνας Λεοντάρης, Ψυχοστασία*
Περπατούμε την πόλη άδεια και εκείνη στέκει ακίνητη. Στην παροδική ερημιά της, στην αυγουστιάτικη αναμονή της, στην εξαντλημένη της παύση. Η απουσία τρέχει τους δρόμους, σταματάει τα τρόλεϊ, κάθεται στις καρέκλες μας. Δανείζεται το καλαμάκι από το παραπάνω ποίημα και κάνει μπουρμπουλήθρες στον μουντό καφέ μας. Και η πόλη πιο ακίνητη από ποτέ, σχεδόν μαγκωμένη, όμοια με σκηνικό παράστασης που παρήλθε και τώρα οι τεχνικοί μαζεύουν τα καλώδια, σβήνουν τα φώτα, πακετάρουν την κούραση. Και το σκηνικό στέκει βουβό, καλυμμένο με ένα σεντόνι σκοτάδι, περιμένοντας την επανάληψη της επόμενης μέρας.
Οι δρόμοι άδειοι και τα ρολά κατεβασμένα, τόση ησυχία ανάμεσα στα κτίρια σχεδόν σε αγριεύει. Σαν εικόνα από post-apocalyptic ταινία, μετά την καταστροφή, μετά τον κατακλυσμό, να περπατάς στους άλλοτε πολυσύχναστους δρόμους, να κρύβεσαι από έναν κίνδυνο που μεταμφιέστηκε σε ησυχία. Μα εδώ δεν υπάρχουν ζόμπι, θύματα επιδημιών, γνώριμα τέρατα. Η δική μας ησυχία είναι κατοικίδια, εξημερωμένη, με λιμαρισμένα νύχια και άκακα δόντια.
Ολόκληρη η πόλη, προσωρινά κούφια από ανθρώπους. Δεν είναι η ερημιά που απλώνεται μπροστά σου, είναι η έκταση των χθεσινών συμβάντων και των αυριανών ενδεχομένων, η ερώτηση γύρω από το τι παύει και από το τι ξεκινά. Δεν είναι απουσία, είναι βραχύβια μεταμφίεση, βραδυφλεγής παρουσία.
Μέσα στην καλοκαιρινή εκκένωση το καθημερινό βρίσκεται σε καραντίνα. Τα κτίρια γδύνονται από κίνηση, ακροβατούν στα όρια του παγώματος στον χρόνο, στα όρια της φωτογραφίας. Αν όμως τα φωτογραφίσεις τη στιγμή αυτή, το μόνο που προκύπτει είναι το αρνητικό τους, η ανάποδη όψη, η φόδρα των πραγμάτων που περιμένει να γυρίσει στην πραγματική της μορφή ταυτόχρονα με τους κατοίκους. Ετσι, τα κτίρια στέκουν γυμνά και τα παράθυρα είναι σκέτες κορνίζες που δεν περιέχουν, χτυπιούνται από τον χρόνο που έρχεται συσσωρευμένος εκτός λειτουργικότητας, σκάβονται από το χτύπημα και στάζουν όπως οι βράχοι από το κύμα. Αλμυρός χρόνος, χρόνος της άδειας πόλης.
Μέσα στην ησυχία η κάθε απόσταση γίνεται ευθεία και δεν υπάρχουν πια διαδρομές, ενδιάμεσα τοπία, προσωρινές παύσεις. Μόνο δύο σημεία που πρέπει να ενωθούν. Ετσι προχωρά η ακατοίκητη ώρα, με ορφανά δευτερόλεπτα, ξέσκεπα λεπτά και τους δείκτες της σε ακατανόητες διατάσεις. Επιτρέποντας προσωρινά τη διέλευση ενός ήχου. Λίγα τζιτζίκια, κάποιοι ξεχασμένοι συναγερμοί, ένα γάβγισμα να σβήνει κάπου μακριά. Ηχοι χωρίς βλέφαρα, άγρυπνοι στην οξύτητά τους, περικυκλωμένοι από ησυχία.
Ας κάτσουμε λοιπόν για λίγο στο κέντρο της Πατησίων. Για λίγο καθιστοί, να δούμε τα φανάρια να αλλάζουν χρώμα χωρίς νόημα. Να δούμε την κανονικότητα να αδυνατεί να παρέλθει. Να δούμε τα πράγματα εκτεθειμένα στην αδράνειά τους, έτοιμα να αναγνωστούν από την αρχή στην προχειρότητα της αυριανής ρουτίνας. Οταν η πόλη αδειάζει από ανθρώπους, αδειάζει και από αυτονόητα. Και αυτός που έμεινε πίσω επιθυμεί το άλμα πάνω από τη στάθμη της κανονικότητας. Να ξαπλώσει στους δρόμους, να οδηγήσει ανάποδα στο ρεύμα, να μπει σε ξένα άδεια σπίτια και να οικειοποιηθεί ξένες άδειες οικειότητες. Δεν είναι η αναστολή των αναστολών, είναι μια ανεστραμμένη επιβεβαίωση της κανονικότητας ολόκληρου του έτους.
Τα άδεια κτίρια, τα κλειστά μαγαζιά, οι έρημοι δρόμοι, η απουσία γνωστών και φίλων είναι τα προσωρινά ερείπια του πραγματικού χρόνου. Ομοια με ό,τι παρήλθε και με ό,τι έπεται, αλλά γκρεμισμένα πρόσκαιρα στο παρόν της αναμονής τους. Μια ολόκληρη πόλη να περιμένει. Στη στάση του λεωφορείου, χωρίς εισιτήριο και έχει ήδη αργήσει.
(Τα επόμενα 9 κείμενα -10 με αυτό- της συγκεκριμένης στήλης θα ξεκινούν με στίχους του Βύρωνα Λεοντάρη ως ελάχιστος φόρος τιμής σε έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές των τελευταίων δεκαετιών, που έφυγε στις 7 Αυγούστου).
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου