Η γενιά του ’70 μας αφηγείται την άλλη μεταπολίτευση
Την περασμένη Παρασκευή έτυχε να ανηφορήσω την οδό Σίνα. Στο Γαλλικό Ινστιτούτο θα παρουσιαζόταν η δίγλωσση ανθολογία «Οι Ιθάκες τι σημαίνουν - 20 σύγχρονοι Έλληνες ποιητές - Ce que signifient les Ithaques - 20 poètes grecs contemporains», σε επιλογή και μετάφραση της Μαριλόρ Κουλμέν Κουτσαύτη. Μα η Σίνα είναι μακράν η πιο ύπουλη ανηφόρα στην Αθήνα, στέκει εκεί παριστάνοντας τον ευκολοδιάβατο δρόμο, σου ψιθυρίζει: Συνέχισε να περπατάς μικρέ μου, δεν είμαι καν ανηφόρα. Και κάπου εκεί τα νεύρα σου σπάνε, σταματάς στο περίπτερο ιδρωμένος, στη Διδότου λίγο πριν την κορυφή, χαζεύεις τους τίτλους των εφημερίδων, ίσως να στρίψεις κι ένα τσιγάρο. Οι τίτλοι εύγλωττοι μες στην κοινοτοπία τους. Νέες αποκαλύψεις για το σκάνδαλο του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, για την ερωτική ζωή του Ολάντ, ο Προβόπουλος, οι Ελληνίδες πρώτες παγκοσμίως στο κάπνισμα και ο Κριστιάνο Ρονάλντο αγκαλιά με τη χρυσή του μπάλα. Στρέμματα νεκρής γλώσσας, μια θάλασσα μελάνι να πνίγουμε τα σωσίβιά μας. Γύρω σου η καθημερινή ροή του κέντρου. Ανέπαφη και ταυτόχρονα πληγωμένη. Μα ήδη φτάνεις στην είσοδο του Ινστιτούτου όπου σε επισκέπτεται ένας ανιχνευτής μετάλλων [Διάβολε σκέφτομαι, οι ποιητές σταμάτησαν να οπλοφορούν ήδη από τον θάνατο του Καρυωτάκη]. Και κάπου εκεί, ανάμεσα στις απαγγελίες και τους ποιητές, τις ευχαριστίες, τις αφιερώσεις και τις συγκινήσεις, όλα αρχίζουν να μπερδεύονται: ποιήματα και τίτλοι εφημερίδων, γενιές και εποχές, το παρόν και οι λέξεις του. Η κρίση, η μεταπολίτευση, το χθες και η σιωπή του.
Μια σύνοψη του μικρού και του μεγάλου
Η δίγλωσση ανθολογία περιλαμβάνει 20 έλληνες ποιητές. Ξεκινώντας από τον γηραιότερο Τίτο Πατρίκιο (γεν. 1928) φτάνοντας μέχρι τον Θανάση Τριαρίδη (γεν. 1970), το σώμα της καλύπτεται σε μεγάλο βαθμό από ποιητές της γενιάς του ’70 και άλλους λίγο πριν και λίγο μετά. Η έκδοση του δίγλωσσου πονήματος συμπίπτει χρονολογικά με την έκδοση του 4ου τόμου της Ανθολογίας της ελληνικής ποίησης (20ός αιώνας) σε ανθολόγηση και επιμέλεια του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου και του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου από τις εκδόσεις Κότινος. Η ανθολογία αυτή καλύπτει την περίοδο 1970-2000. Τα δύο βιβλία περίπου συμπίπτουν χρονολογικά. Ταυτόχρονα, τον τελευταίο καιρό συναντούμε όλο και πιο συχνά την έκδοση Απάντων ποιητών που τοποθετούνται στη γενιά αυτή, με πιο πρόσφατες αυτές του Γιάννη Κοντού (εκδόσεις Τόπος) και του Μιχάλη Γκανά (εκδόσεις Μελάνι). Ας σταθούμε, λοιπόν, σε μια αφήγηση που ξεκινά λίγο πριν, λίγο μετά τη γενιά του 70, όχι γενεαλογώντας, αλλά ακούγοντας ένα σύνολο φωνών, που συναντήθηκαν χρονολογικά.
Σήμερα που ξαφνιασμένοι προσπαθούμε να αφηγηθούμε το πώς φτάσαμε ως εδώ, αν κάτι χρειαζόμαστε είναι οι διηγήσεις. Διηγήσεις παράλληλες με την κυρίαρχη κοινοτοπία των γεγονότων. Ας μιλήσουμε για τα χρόνια της μεταπολίτευσης, όχι όμως για τη δράση στο προσκήνιο, αλλά για τα πίσω υλικά. Τα στοιχεία που συγκροτούν το φαίνεσθαι της σκηνής. Τις τροχαλίες, τα σκοινιά, τις κενές επιφάνειες, τους αποθηκευτικούς χώρους που οι δεκαετίες στοιβάξαν τη φωνή τους. Όλο αυτό το βίωμα που ράφτηκε στη φόδρα των πραγμάτων. Το ιδιωτικό που στον πολλαπλασιασμό της ταύτισης συνάντησε το δημόσιο. Το προσωπικό που σκαμμένο από τις τόσες αναγνώσεις μοίρασε σε άλλα πρόσωπα τα χαρακτηριστικά του. Για τη σύνοψη του μικρού και του μεγάλου μέσα από μια πολυάριθμη φωνή.
Για το πέρασμα από την άρνηση και την αμφισβήτηση στην τραυματική γλώσσα. Για τον ποιητή που μαζί με τον Κωστή Παλαμά κατούρησε όλα τα αγάλματα της Αθήνας (εκτός από του Ρήγα), που ψάχνοντας την τουαλέτα βρέθηκε στο κλουβί με τα λιοντάρια, που σαν σφαίρα σαν είδηση, έρχεται καθέτως, που μίλησε για το σόι της πίσω από την κουρτίνα του ονείρου και της παιδικής ηλικίας, που θρήνησε τον πατέρα του μ’ ένα παιδικό τραγούδι, που βρήκε άθλιο καιρό στη φοβερή πατρίδα του. Που εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να μιλά στον κύριο Ίβο πάντοτε στον πληθυντικό. Που αντί για αστέρι, μια ουλή έλαμπε πάνω από τη γέννησή της.
Και ενώ οι παρενθέσεις κλειδώνουν, οι συνειρμοί στερεύουν και σύ γυρνάς πίσω στο παρόν της εκδήλωσης. Δεκατρείς ποιητές διαβάζουν ποιήματά τους. Αντώνης Φωστιέρης, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Γιάννης Κοντός, Ντίνος Σιώτης, Αθηνά Παπαδάκη, Κώστας Παπαγεωργίου, Γιώργος Χρονάς, Γιώργος Μαρκόπουλος, Γιώργος Χουλιάρας, Αναστάσης Βιστωνίτης, Δήμητρα Χριστοδούλου, Θανάσης Χατζόπουλος, Θανάσης Τριαρίδης. «Διάβασα τις λέξεις σαν ιδεογράμματα και προσπάθησα να βρω τα αντίστοιχα στα γαλλικά», σχολάζει η μεταφράστρια. Και στην πιο συγκινητική στιγμή της βραδιάς ο Γιώργος Μαρκόπουλος διαβάζει το ποίημα του εκλιπόντος Γιάννη Βαρβέρη. Να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες ποιητές.
Να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες
ποιητές
Να επισκεπτόμαστε
τους επιζώντες ποιητές
αν μάλιστα τυχαίνει να μένουμε στην ίδια πόλη
να τους βλέπουμε πού και πού
γιατί εκεί που ζούμε ήσυχοι
βέβαιοι πως ζούνε κι αυτοί -ξεχασμένοι έστω-
εκεί έρχεται το μαντάτο τους.
Οι καλοί ποιητές μάς φεύγουνε μια μέρα
όχι γιατί πεθαίνουνε
από έμφραγμα ή από καρκίνο
αλλά γιατί φυτρώνουνε στα βλέφαρά τους
λουλούδια τρομερά.
Ανοίγουνε κιτάπια στην αρχή
πάνε μετά στον οφθαλμίατρο
ρωτάνε κηπουρούς βοτανολόγους
η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά
λόγια φοβισμένα κι αόριστα
οι περαστικοί κι οι γείτονες σταυροκοπιούνται.
Έτσι σιγά σιγά οι ποιητές μαζεύονται
αποτραβιούνται σπίτι τους
ακούγοντας δίσκους παλιούς
γράφοντας λίγο
όλο και πιο λίγο
πράγματα μέτρια.
Στο μεταξύ μες στην κλεισούρα
τα τρομερά λουλούδια αρχίζουν να ξεραίνονται
και να κρεμάνε
κι οι ποιητές δε βγαίνουν πια
μήτε για τα τσιγάρα τους στο διπλανό περίπτερο.
Μόνο σκεβρώνουνε κοντά στο τζάκι
ζητώντας την απόκριση από τη φωτιά
που πάντα ξεπετάει στο τέλος μια της σπίθα
κι αυτή γαντζώνεται
στα ξεραμένα φύλλα πρώτα
ύστερα στα ξερά κλαριά
σ’ όλο το σώμα
και τότε λάμπει το σπίτι
λάμπει ο τόπος
για μια μόνο στιγμή
κι αποτεφρώνονται.
Γιάννης Βαρβέρης
(στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου