Ο W. H. Auden (1907- 1973) αποτελεί ίσως την σημαντικότερη μορφή της αγγλικής ποίησης που εμφανίστηκε μετά το ποιητικό κύμα του πρώτου μοντερνισμού (Έλιοτ, Πάουντ κτλ). Και ενώ είθισται τις μεταφράσεις και τα ποιήματα να ακολουθούν μερικά –έστω σύντομα- βιογραφικά, θεωρούμε πως ίσως στην συγκεκριμένη περίπτωση η ανωνυμία του βίου να ταιριάζει περισσότερο. Με τον τρόπο αυτό ο ποιητής γίνεται ποίημα και ο τραγουδιστής, τραγούδι. Όμοια με τον τρόπο που η ανωνυμία του πρόσφυγα του ποιήματος καταφέρνει να μιλήσει για τον κάθε πρόσφυγα, τέμνοντας χρόνους και χώρους, εξαναγκάζοντας τους να συναντηθούν στο σημείο της προσφυγιάς. Γιατί αν η ιστορία επαναλαμβάνεται ίσως να κουβαλά το ίδιο δάκρυ και το ίδιο χαμόγελο, να φροντίζει την παλιά πληγή πάλι από την αρχή και να τραγουδάει ξανά το ίδιο τραγούδι…
Το Μπλουζ του πρόσφυγα
Ας πούμε πως η πόλη στεγάζει δέκα εκατομμύρια ψυχές
Κάποιοι ζουν σε παλάτια και κάποιοι σε τρύπες μικρές.
Κι όμως δεν υπάρχει χώρος για μας, αγάπη μου,
δεν υπάρχει χώρος για μας.
Είχαμε και μεις μια πατρίδα και όλα μοιάζαν σωστά
Ψάξε στους χάρτες θα την βρεις εκειδά.
Μα να επιστρέψουμε δεν μπορούμε αγάπη μου,
να επιστρέψουμε δεν μπορούμε.
Στο νεκροταφείο του χωριού ένα παλιό έλατο μεγαλώνει
Κάθε άνοιξη το γέρικο άνθος ξανανιώνει:
Τα παλιά διαβατήρια δεν μπορούν να κάνουν το ίδιο αγάπη μου,
δεν μπορούν να κάνουν το ίδιο.
Ο πρόξενος είπε χτυπώντας στο γραφείο τη γροθιά
‘’ Είσαι επισήμως νεκρός, άμα δεν έχεις χαρτιά’’
Μα εμείς είμαστε ακόμα ζωντανοί αγάπη μου,
είμαστε ακόμα ζωντανοί.
Πήγα σε μια επιτροπή. Να καθίσω μου ζητήσανε ευγενικά,
Να προσπαθήσω ύστερα μου ‘παν την ερχόμενη τη χρονιά
Μα που θα πάμε απόψε αγάπη μου,
που θα πάμε απόψε;
Σε μια συγκέντρωση βρέθηκα κι άκουσα τον ομιλητή
‘’Αν τους επιτρέψουμε να μείνουν, θα μας κλέψουνε το ψωμί’’
Μιλούσε για σένα και για μένα αγάπη μου,
μιλούσε για σένα και για μένα.
Από μια βροντή νόμισα πως άκουσα να σκίζεται ο ουρανός,
Ήταν ο Χίτλερ στην Ευρώπη να λέει ‘’Τους αξίζει ο θάνατος!’’
Ήμαστε εμείς που σκεφτόταν αγάπη μου,
Ήμαστε εμείς.
Είδα μια σκυλίτσα να φοράει ζακέτα με καρφίτσα πιασμένη
Είδα μια πόρτα ν’ ανοίγει και μια γάτα να μπαίνει
Αλλά δεν ήταν Γερμανοεβραίοι αγάπη μου,
δεν ήταν Γερμανοεβραίοι.
Το βάδισμά μου στο λιμάνι, στην προκυμαία μετέφερα
Είδα τα ψάρια να κολυμπούν σαν να ήταν ελεύθερα
Λίγα μέτρα μακριά μου αγάπη μου,
λίγα μέτρα μακριά μου.
Στο δάσος περπάτησα, στα δέντρα κοίταξα τα πουλιά
Πολιτικούς δεν γνωρίζαν και τραγουδούσανε μες τη χαρά
Στο ανθρώπινο γένος δεν ανήκαν αγάπη μου,
στο ανθρώπινο γένος δεν ανήκαν.
Στ’ όνειρό μου, χιλιόροφο κτήριο διέσχισα
Τις χίλιες πόρτες και τα χίλια του παράθυρα μέτρησα
Ούτε ένα δεν ανήκε σε μας αγάπη μου,
ούτε ένα δεν ανήκε σε μας.
Στάθηκα σε μια πεδιάδα, το χιόνι γύρω μου έπεφτε απαλά
Δέκα χιλιάδες στρατιώτες βάδιζαν πίσω και βαδίζαν μπροστά
Ψάχναν για σένα και για μένα αγάπη μου,
Ψάχναν για σένα και για μένα.
(μτφρ. Θ. Τσ.)
(Στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου