Κάποτε ζούσε ένας βασιλιάς, ηγεμόνας μιας έκτασης τεράστιας.
Αλλοίμονο όμως, το βασίλειό του όλο, ήταν ένας γκρεμός. Και υπηκόους δεν είχε,
τουλάχιστον όχι για πολύ, γιατί κάθε φορά πέφταν στα βάθη του γκρεμού και
χάνονταν. Και βασίλισσες επίσης δεν είχε, γιατί και αυτές πέφταν και
χάνονταν. Υπηρέτες, υπασπιστές και
συνωμότες. Όλοι τους πέφταν στον γκρεμό και χάνονταν.
Έτσι γερνά στην θλίψη, στην ανία. Κοιτά τα βάθη και δεν μπορεί
να κοιμηθεί. Καμιά φορά, σε μια μάταιη προσπάθεια μετρά όλους αυτούς που πέφτουν
μπας και τόνε πάρει ο ύπνος. Βασίλισσες, υπηκόους, υπαλλήλους. Γαστρονόμους, συγγραφείς
και τροχονόμους. Κλειδαράδες
αυτοκόλλητους, φλεγόμενους πυροσβέστες και αυτόφυτους κηπουρούς. Το σιρίτι ενός δεκανέα, τη χορδή ενός
δολοφόνου, το ξάφνιασμα ενός κοριτσιού. Μια δυσπιστία, ένα χαμόγελο και όσα
χθες δεν πρόλαβα να σου πω.
Μα ξανά και ξανά μέσα
στο ατελείωτο αυτό μέτρημά μπερδεύεται και αρχίζει πάλι απ την αρχή. Και έτσι καμιά φορά από μοναξιά -τις ώρες που η ανία και ο ίλιγγος διώχνουν
για τα καλά τον ύπνο - πετάει φιστίκια
στο χάος μπας και το ξεκουνήσει απ’ τη βουβή του στάση, ή παριστάνει πως και
αυτός θα βυθιστεί εκεί μέσα με έναν άτσαλο, ατελή μετεωρισμό. Τις πιο βαριές του
ώρες ρίχνει στον αντίλαλο λέξεις τυχαίες. Τότε τα πουλιά σηκώνονται απ’ τα βάθη,
στέκονται στο κεφάλι και τους ώμους του, μπλέκονται στα γένια του, στα ρούχα,
στα μαλλιά του.
‘’Πόση κούραση’’ τους λέει
‘’πόση κούραση. Μα μια μέρα ίσως τα καταφέρω. Ίσως κάποτε τα βάθη να γεμίσουν. Όταν η στάθμη
του θανάτου ανέβει, ίσως καταφέρω και γω να κοιμηθώ’’.
(στο περιοδικό Unfollow τεύχος 17)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου