Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019

Η μέρα των νεκρών



[Με αφορμή τον θάνατο του Αλμπερτ Φίνεϊ -
Με αφορμή τον ρόλο του στην ταινία «Κάτω από το ηφαίστειο -
Με αφορμή μια από τις πιο μεγαλειώδεις ερμηνείες όλων των εποχών.]


Είναι άλλωστε γνωστό, το Μεξικό δεν υπάρχει. Δεν υπήρξε ποτέ. Ηταν μια λογοτεχνική εφεύρεση για να μπορούμε όλοι εμείς οι άλλοι να πεθαίνουμε. Δώρο της γραφής. Δώρο του μελανιού στο αίμα. Μια επείγουσα συνωμοσία τρυφερότητας. Δες τα στοιχεία. Το «Πέδρο Πάραμο», τους «Αγριους ντετέκτιβ», το «Κάτω από το ηφαίστειο». Η χώρα αυτή είναι ένας άλλος τρόπος να λες πεθαίνω. Δεμένη κάπου στην άκρη του χάρτη, ανάμεσα σε χώρες που παραξενεύονται για την παρουσία της. Αν και η δουλειά ενός χάρτη είναι να αποτυπώνει την έκταση και τον χώρο, όταν κοιτάς το Μεξικό, στην πραγματικότητα κοιτάς τον χρόνο. Η ζωή ολόκληρη εδώ διαρκεί μοναχά μία μέρα. Και είναι αυτή η μέρα που κοιτάς στον χάρτη. 2 Νοεμβρίου. Η μέρα των νεκρών.

Και αντίθετα με το Μεξικό που δεν υπάρχει, οι Μεξικανοί υπάρχουν. Δεν υπάρχει λαός στον κόσμο που να γιορτάζει τους νεκρούς του με αυτόν τον τρόπο. Με γέλιο δυνατό και κραυγαλέο, με χρώμα απότομο, με στιγμές πυκνές, κατηφορικές, σχεδόν γκρεμούς. Ναι, εδώ οι νεκροί φέρνουν γέλιο. Το γέλιο αυτό, φρεάτιο του χρόνου. Γύρω του συντάσσονται φίλοι και συγγενείς, περαστικοί και γείτονες. Θυμούνται, μα δεν νοσταλγούν. Μόνο γελούν και τραγουδούν. Συνοδεύοντας με αυτόν τον τρόπο τον νεκρό στο ταξίδι του. Βαθιά μέσα σε μια μέρα ατελείωτη. Τη μέρα των νεκρών.

Τα παιδιά καλούν τώρα τους angelitos, τα πνεύματα των παιδιών που χάθηκαν, για μία ακόμα επίσκεψη. Οι τάφοι εδώ είναι στολισμένοι. Μέσα από τις μεξικανικές καλέντουλες -τα λουλούδια των νεκρών-, μέσα από το ψωμί των νεκρών, τα ζαχαρένια κρανία, τους χαρτονένιους σκελετούς, τα φρούτα και τους καρπούς φτάνει εδώ ο Πρόξενος. Ο Πρόξενος. Προχωρά και τρεκλίζει. Σαν λέξη ή σαν εικόνα. Κυρίως όμως σαν μεθυσμένη ανάσα. Εδώ το νερό έχει μεταμορφωθεί και πάλι σε κρασί. Ολο το νερό. Η βροχή, το ποτάμι, το δάκρυ. Ο Πρόξενος τρεκλίζει σαν να σκαρφαλώνει διαρκώς μια κατσάβραχη ευθεία. «Πίνε όλη τη νύχτα, του είπαν, πίνε όλη τη μέρα. Εδώ είναι ζωή».
Τη νύχτα τα φαντάσματα δεν σε αφήνουν να κοιμηθείς. Βογγητά ερωτευμένων ανάμεσα σε αρχαία χαλάσματα, η απιστία, η προδοσία, τα κλειδιά που χτυπούν σαν καμπάνες, το τρέμουλο των χεριών όταν στεγνώνουν από οινόπνευμα. Η ομορφιά του προσώπου ξεπλυμένη από τους αποχαιρετισμούς, τη διάρκεια της απουσίας, τη ζωή. Στην επιφάνεια του ποτηριού βλέπεις τον εαυτό σου. Τα μάτια εκεί να σε κοιτάζουν. Με μια μελετημένη κίνηση αποφασιστική, πίνεις τα μάτια και πίνεις τον εαυτό σου. Τον Πρόξενο. Πίνοντας μέχρι να πιεις τον συγγραφέα σου, τις φράσεις του και ολόκληρη τη μέρα των νεκρών.

Πες μας Πρόξενε, πες μα τι καίτε στις φωτιές της κόλασης. Εδώ, κάτω από τα δίδυμα ηφαίστεια μιας χώρας που ποτέ δεν υπήρξε παρά μόνο στα μάτια αυτών που την κατοικούν. Κοίτα τον ήλιο, μέχρι να πονέσουν τα μάτια, να σταματήσει η όραση και η χώρα να χαθεί. Ξένος εδώ, ξαφνιασμένος μέσα σε έναν κόσμο που έχει καταρρεύσει. Περιμένοντας τον μεγάλο πόλεμο που πλησιάζει. Σε μια ήπειρο μακριά, τελείως υπαρκτή και τελείως πρόθυμη στην καταστροφή.
Τρεκλίζεις τώρα, ανάμεσα σε αυτά που έχασες και αυτά που δεν άγγιξες, πέρα από τον ανθρώπινο πόνο και την αποσύνθεση της ψυχής. Μια γουλιά. Και άλλη μία. Και ο λόξιγκας αυτός είναι προσευχή. Ανεβαίνοντας πάνω από το νύχτωμα, της μέρας των νεκρών.

Αλλαξες, άλλαξες… Τίποτα εδώ δεν αλλάζει. Αλλωστε ο χρόνος διαρκεί μονάχα μια μέρα. Το τώρα εκβάλλει στον εαυτό του. Και μια κραυγή πετάγεται από δέντρο σε δέντρο. Τα δέντρα αυτά που βλέποντάς σε πεταμένο στο φαράγγι σε λυπούνται. Πες μας Πρόξενε, για την πίστη αυτή στη στάχτη, την πίστη αυτή που αναβαθμίζει τα βιβλία σε φλόγα. Εστω για λίγο μόνο, έστω για μια μέρα μόνο. Η μέρα των νεκρών.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Δεν υπάρχουν σχόλια: