Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

Τα παντζούρια της Βουλής



«Να και πάλι ένα παράθυρο, πού και πάλι δεν κοιμούνται.
Ισως – πίνουνε κρασί, ίσως – έτσι κάθονται.
Ή απλώς – τα χέρια τους δεν μπορούν οι δυο να χωρίσουν.
Σε κάθε σπίτι, φίλε, υπάρχει ένα τέτοιο παράθυρο.
Είσαι η κραυγή των αποχωρισμών και των συναντήσεων –
εσύ, παράθυρο στη νύχτα…
Προσευχήσου, φιλαράκο, για το άυπνο το σπίτι,
για το παράθυρο με το φως!» 
Μαρίνα Τσβετάγιεβα, «Το παράθυρο» 
Το μάτι συνηθίζει να κοιτά αλλά όχι να βλέπει. Οσο πιο συχνά αντικρίζεις μια εικόνα τόσο πιο λίγο την κοιτάς. Από επανάληψη σε επανάληψη χάνεις την όρασή σου, δεν υπάρχουν εδώ λεπτομέρειες, μόνο θολά περιγράμματα, ασαφείς επιβεβαιώσεις όχι του αντικειμένου που κοιτάς, αλλά της επανάληψής του.
Η Βουλή των Ελλήνων είναι το κατεξοχήν παράδειγμα. Είναι το κτίριο που έχεις αντικρίσει άπειρες φορές και όσες φορές κι αν περάσεις μπροστά του δεν θα σε ξαφνιάσει, δεν θα σου προσφέρει ποτέ κάτι καινούργιο, δεν θα σου επιβληθεί καν με το μέγεθός της ή την υπερυψωμένη στάση της. Ισως γι' αυτό δεν μπορείς εύκολα να ανακαλέσεις λεπτομέρειές της, να εστιάσεις στη μνήμη σε ξεχωριστά κομμάτια της, να την περιγράψεις πέρα από ένα περίγραμμα όμοιο με λογότυπο.
Ετυχε να περνάω βράδυ από μπροστά της μαζί με έναν φίλο Ιταλό που ερχόταν πρώτη φορά στην Αθήνα. Κάναμε μια στάση να κοιτάξει το κτίριο.
Το κοίταξα κι εγώ. Αλλά με τρόπο πιο κοντά στον δικό του, παρά με εκείνο το καθημερινό βλέμμα της επανάληψης και της ρουτίνας.
Τα παράθυρα, άλλα ανοιχτά και άλλα κλειστά, σαν κουφάλες δοντιών γεωμετρικά συντεταγμένες. «Κοίτα πώς είναι τα παντζούρια στα παράθυρα» του είπα, σαν να τα παρατηρούσα κι εγώ πρώτη φορά.
Μίζερα, φθαρμένα, με σχεδιασμό μιας ακατανόητης περιόδου, μονοκόμματα, με τον νυχτερινό φωτισμό να υπογραμμίζει ακόμα περισσότερο τη μιζέρια τους. Κάθετα και συρτά τόσο που το σχήμα γίνεται κίνηση στο μάτι.
Παντζούρια δημόσιας υπηρεσίας, εικόνα που από κάπου στάζει σαν air condition σε τυχαίους σβέρκους περαστικών.
Αισθητική φτηνού παραθερισμού κάπου στα Μεσόγεια για κουρασμένους συνταξιούχους και έξαλλους βιοπαλαιστές.
Βλέφαρα μεταχειρισμένα μιας μυωπικής θέασης των πραγμάτων. Περιφρουρημένα σαν μάτια μπροστά στην οξυγονοκόλληση, μάτια βασιλιάδων και μάτια πρωθυπουργών, μάτια κλητήρων.
Παντζούρια που έχουν ανοιγοκλείσει μπροστά στην ιστορία δύο αιώνων.
Πόσο άγχος όταν τα σηκώνουν το πρωί. Ποιος ξέρει ποια ιστορική αλλαγή μπορεί να αντικρίσουν
Τι να βλέπουν άραγε τα παράθυρα αυτά; Ποια είναι η πραγματική υπερυψωμένη θέα; Μήπως είναι οι άνθρωποι κάτω χαμηλά; Η Ακρόπολη; Τα πέρα κτίρια; Και τι βλέπουμε εμείς μέσα από αυτά;
Ακόμα και ανοιχτά, τα παράθυρα της Βουλής δεν σου δίνουν καμία πρόσβαση στο εσωτερικό. Σε ξεγελούν με την οικειότητα της ανοιχτής θύρας και σου την παίρνουν πίσω με την παρεμπόδιση πρόσβασης του βλέμματος.
Νομίζω τα παράθυρα αυτά είναι τα μόνα με θέα το εσωτερικό του κτιρίου απ' όπου κι αν κάθεσαι. Κοιτώντας έξω κοιτάς πίσω από την πλάτη σου, αφού δεν υπάρχει εξωτερικό.
Κάποιοι θα τα ονόμαζαν καθρέφτες. Γι' αυτό και τα τόσο άσχημα παντζούρια. Για να μην υπάρξουν παρανοήσεις. Τα παντζούρια φρουρούν το βλέμμα. Τόσο από την είσοδό του όσο και από την έξοδό του.
Η ασχήμια πάντοτε σε αποκαρδιώνει. Και τα παράθυρα της Βουλής καδράρουν το κενό.
Ολα αυτά περιγράφουν τα αμοιβαία βλέμματα μιας σχέσης που έχει διαρραγεί. Τη στιγμή αμηχανίας που δυο βλέμματα συναντιούνται χωρίς να το θέλουν και ύστερα βιαστικά στρέφονται και τα δύο σε άσχετες κατευθύνσεις.
Οικεία λοιπόν και ταυτόχρονα απρόσιτα, όπως η σχέση μας με το πολιτικό. Κομμάτι από την κοινή μας μιζέρια αλλά υπερυψωμένα σε μια πόζα σημασίας και ανωτερότητας.
Εκεί ψηλά ενώ τα φώτα σβήνουν, τα παντζούρια χύνονται μέσα στη νύχτα. Σαν βλέφαρα που φτερουγίζουν προς μια νέα όραση με λιγότερη ερημιά. Μια όραση φυτεμένη στο δικό μας πουθενά.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Δεν υπάρχουν σχόλια: