Η δική μας παιδεία, η παιδεία που χτίσαμε παράλληλα με όσα μας πέταγε στο κεφάλι το σχολείο, χτίστηκε κυρίως από δίσκους και από ταινίες.
Το διάβασμα, το θέατρο, η πολιτική, το γούστο προέκυψαν απλά ως προεκτάσεις ακουσμάτων και θεάσεων. Και αν έβλεπες ταινίες με φανατικό τρόπο, ο τρόπος που άκουγες μουσική ήταν σχεδόν οπαδικός.
Τα συγκροτήματα όριζαν τις σχέσεις, τις παρέες, τον κοινό σου κώδικα. Και εδώ δεν μιλάω για γενιά όσο για μια νοητή και φαντασιακή προέκταση της δικής μου παρέας προς το πλήθος.
Εναν συγκεκριμένο τρόπο απέναντι στα πράγματα με καταγεγραμμένο παρελθόν και αναπόφευκτο μέλλον. Ενα σύνολο ανθρώπων που μπορεί να χάθηκαν ή να μη συναντήθηκαν ποτέ.
Λίγο η εμφάνιση των Radiohead στο Glastonbury, λίγο η συμπλήρωση είκοσι ετών από την κυκλοφορία του «OK Computer» με τα νέα κομμάτια και τα βιντεοκλίπ που τα συνοδεύουν, μου φέραν στο μυαλό την πρώτη φορά που άκουσα το «OK Computer». Και μετά, την πρώτη φορά που το άκουσα με φίλους.
Και λίγο μετά τη συναυλία τους στον Λυκαβηττό, πριν από 17 χρόνια (η πρώτη μου συναυλία). Και μετά, την πρώτη φορά κάθε επόμενου δίσκου. Και μετά, ένα συναίσθημα τελείως προσωπικό, ένα συναίσθημα που σχεδόν δεν μπορείς να μοιραστείς, για τη σχέση σου με κάτι το οποίο ενώ μοιράζεσαι με χιλιάδες ακροατές το νιώθεις τόσο απόλυτα, τόσο ξεχωριστά δικό σου.
Δεν μπορώ να φέρω εύκολα στο μυαλό μου άλλο γκρουπ που να καταθέτει τόσο ολοκληρωμένη αισθητική πρόταση.
Και όταν μιλώ για αισθητική πρόταση περιγράφω κάτι που ξεπερνά τα τραγούδια και απλώνεται στους στίχους, στα επαναλαμβανόμενα μοτίβα και εμμονές τόσο μουσικά όσο στιχουργικά (λέξεις που επανέρχονται, μια συγκεκριμένη στιχουργική ελλειπτικότητα απόλυτα χαρακτηριστική), στην παραγωγή των δίσκων, στη σταθερή συνεργασία στα εξώφυλλα και στο σύνολο του artwork από τον Stanley Donwood από το «The Bends» του μακρινού 1995 μέχρι σήμερα, τις σκηνικές τους εμφανίσεις και τον τρόπο διαχείρισης των μίντια και του διαδικτύου, τους προσωπικούς δίσκους και τις συνεργασίες, τα βιντεοκλίπ.
Μια συνολική πρόταση που μπορεί να έχει ως αναμφισβήτητο κέντρο τα τραγούδια του συγκροτήματος, αλλά τελικά η συνομιλία των επί μέρους στοιχείων δίνει ένα αποτέλεσμα κατά πολύ σημαντικότερο από ένα απλό άθροισμα των στοιχείων αυτών.
Ως συνολικό καλλιτεχνικό αποτύπωμα (και εδώ έχω την αίσθηση πως μιλώ υποκειμενικά, αλλά μπορεί να μην είναι κι έτσι) η δουλειά των Radiohead ξεπερνά αυτήν ενός συγκροτήματος της Rock.
Γίνεται αποτύπωση όχι της τάσης κάποιας εποχής αλλά του ίδιου του ήχου της και των μεταλλαγών του. Του ηλεκτρισμού, της έντασης, του θορύβου, της πολυπλοκότητας και της ψηφιακής βουής, της παύσης και της σιωπής. Και μάλιστα όχι με όρους απλής αποτύπωσης αλλά ροής σε εξέλιξη.
Γιατί αν το «OK Computer» κατάφερε να συνοψίσει τα μουσικά μας ακούσματα μέχρι εκείνη την εποχή και να τους δώσει νέο νόημα, το «Kid A» κατάφερε να επεκτείνει τη μουσική μας αντίληψη.
Γιατί αν το «Hail to the thief» κατάφερε να μας επιστρέψει στον ήδη βιωμένο ήχο, όχι ως νοσταλγία αλλά ως μια εκ νέου ανάγνωση ενός σημείου αναφοράς το «In Rainbows» κατάφερε να περιγράψει με τον πιο ξεχωριστό τρόπο τη μελαγχολία του καινούργιου.
Γιατί όσο μαγικά κομμάτια και αν είναι το «Daydreaming» ή το «Identikit», δεν μας εμποδίζουν να γυρίζουμε πίσω στο «Pyramid Song», το «Street Spirit» ακόμη και στο «Creep». Γιατί σε αντίθεση με ό,τι λέγεται τόσο συχνά, δεν πιστεύω πως οι Radiohead αλλάζουν, χτίζοντας πάνω σε προηγούμενες κατακτήσεις.
Οι Radiohead είναι ένα έργο τέχνης εν εξελίξει. Χωρίς τερματισμό, χωρίς άλλο στόχο από την ίδια τη διαδρομή. Μια διαδρομή που επιτρέπει τις επιστροφές αλλά ποτέ τη στασιμότητα. Κι εμείς, ακροατές και θεατές αυτής της εξέλιξης, που είναι η εξέλιξη των ημερών μας αλλά και του ίδιου μας του εαυτού.
Οταν ο γιος μου με ρωτήσει πώς ήμουν στα 18, θα του βάλω να ακούσει το «OK Computer» και θα του βάλω να ακούσει το «Kid A».
(στην Εφημερίδα των Συντακτών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου