‘’Ο δρόμος μέχρι το
περίπτερο’’, η νέα ποιητική συλλογή του Γιάννη Στίγκα
Εδώ
τhe evil eye is working overtime
λυπάμαι που το γράφω αλλά
το φως το καταντήσαμε
την τέλεια —για το τίποτε— κρυψώνα
—τι άλλο θέλεις να σου πω—
εχθές το βράδυ στο μετρό
αγγίζονταν χιλιάδες σώματα
κι ούτε ενα τσαφ για τα προσχήματα
ούτε ένα τόσο δα ηλεκτρόνιο
κάτι
ν’ ανατριχιάσει τα χαμένα βλέμματα
μήπως και δούμε την Ιθάκη ολόγυμνη
κάτω από τα ταγιέρ
και τα πουκάμισα
*
Η τραγωδία του τόπου μου
Αν εξαιρέσεις βέβαια τους σεισμούς
όλοι οι υπόλοιποι -ισμοί
μας πούλησαν κατάμουτρα
Καλέ μου λόρδε Βύρωνα,
τσάμπα τη λούστηκες την έξοδο
τσάμπα την άναψες την έξοδο
ο πυρετός σου σήμερα
υπάρχει – δεν υπάρχει στα συγγράμματα
του ’ χουν κοτσάρει κάτι ελεεινά μικρόβια
ενώ ήταν σκέτη λεβεντιά
οχτώ μποφόρ Χριστός
κι ακόμα τόσα
Τότε – χαμένα μες στις καλαμιές
τώρα — χαμένα στα σκυλάδικα
(από την
συλλογή ''ο δρόμος μέχρι το περίπτερο'')
‘’Ω εσύ
σκάβεις κι εγώ σκάβω
Και σκάβω
μέσα μου ως εσένα’’
Paul Celan
Ο ‘’δρόμος
μέχρι το περίπτερο’’ αποτελεί την τέταρτη ποιητική κατάθεση του Γιάννη Στίγκα.
Το σύντομο αυτό βιβλίο καταφέρνει να συμπυκνώσει, στα τρία ποιήματα και στις 28
σελίδες του, την λογοτεχνική φωνή των τριών προηγούμενων συλλογών του ποιητή.
Την αποσπασματικότητα και την επείγουσα
επιθετικότητα της ‘’Αλητείας του αίματος’’ (εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2004), την
μυθολόγιση του κόσμου του ποιητή και την
λυτρωτική ανάταση του βιβλίου ‘’Η όραση θα αρχίσει ξανά’’ (εκδόσεις Κέδρος
2006) και την αγαπητική αναφορά και
συνομιλία του δημιουργού με ποιητές που συγκρότησαν την φωνή και το βλέμμα του
στο ‘’Ισόπαλο τραύμα’’ (εκδόσεις Κέδρος 2009). Όμως, ‘’ο δρόμος μέχρι το περίπτερο’’ ούτε
επαναλαμβάνει ούτε υπενθυμίζει. Η συνομιλία με το ποιητικό παρελθόν του Στίγκα υπάρχει ως
επιλογή του αναγνώστη. Το βιβλίο κουβαλά την πορεία αλλά ταυτόχρονα αναπνέει
αυτοτελώς την δική του ποιητική, την δική του κατάθεση.
Μονίμως ονειρεύομαι/ μια ανηφόρα που
θα βγάζει ολόισια στα σπλάχνα σου/να μπαίνω και ν’ αλλάζω τους αλγόριθμους/έτσι
που η καρδιά/ να ξεκουφαίνει ενδελεχώς τη νόηση.
Η διαδρομή
που περιγράφει ο ποιητής- ήδη από τον τίτλο- αποτελεί μια συγκροτημένη ζάλη,
έναν μετεωρισμό ανάμεσα στα αντίθετα, τις απόλυτες στιγμές της ζωής και τις
ρωγμές τους. Ο ποιητής περπατά τον δρόμο μετεωριζόμενος. Άλλοτε ως παιχνίδι
αθωότητας και άλλοτε ως βάσανο
αστάθειας. Κάθε του βήμα είναι μια πτώση που απλώς αναβάλλεται. Μέχρι το
επόμενο βήμα και ύστερα μέχρι το επόμενο.
Και εκείνος μοιράζει τις λέξεις, ανάμεσα σε
παρελθόν και παρόν, ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, την καρδιά και την νόηση. Η
διαδρομή είναι μια απλή διαδρομή, η κάθε μέρα όπως μπορεί να μοιραστεί σε μια
βόλτα μέχρι το περίπτερο ή η τελευταία μέρα στον αργόσυρτο βηματισμό της μέχρι
την πνιγμοσύνη της θηλειάς .
Ανάμεσα στην επιθυμία που μας αποκαλύπτεται
στην αφετηρία της σύνθεσης και την τελική παραδοχή στο σημείο του τέρματος, ο
Στίγκας μας περιγράφει τον ίλιγγο αυτού του μετεωρισμού, τον ίλιγγο του
βιώματος, την ζωή χωρίς πατερίτσες. Η νόηση, η γλώσσα της λογικής, παύει να
αποτελεί εργαλείο κατανόησης, η εμπειρία γίνεται λέξη και ο τρόπος να την
βιώσεις ποιητικός τρόπος.
Η γλώσσα του βιβλίου πλήρως αργασμένη, γίνεται
το πεδίο και ταυτόχρονα η αποτύπωση της μάχης. Από το παρατεταμένο τραύλισμα
και την αποσπασματικότητα, στην διακοπή και την επανάληψη, την κραυγή και το
μπινελίκι μέχρι την αναφορά των χωρίων των αρχαίων ελληνικών του Ηρακλείτου και
των αγγλικών του Πάουντ, το κάθε επιμέρους στοιχείο λειτουργεί ως ισότιμο βίωμα.
Το κειμενικό σώμα πλησιάζει το σάρκινο καθώς πάνω του αποτυπώνονται οι κηλίδες,
οι εκδορές και οι πληγές της εμπειρίας, κάθε διαδρομή που έφερε τον ποιητή στο
παρόν και την ποίηση σαν συμπέρασμα.
Γιατί η
ποίηση/ -ψιτ, μεγάλε-/ δεν είναι αιώρα ρεμβασμών/ δεν ειν’ το φτερωτό σου
κατοικίδιο/ -ψιτ, μεγάλε-/ Όταν υποδύεσαι το φεγγάρι/ να το υποδύεσαι και στη
χάση του/ -δεν θα στο κάνω πιο λιανά-/ Αν το νοείς αυτό/ έχει καλώς/ αλλιώς, Ε
ρε, Μαγιακόφσκι που σου χρειάζεται.
Τόσο συχνά
ένα βιβλίο μοιάζει με συνομιλία. Μια συζήτηση με κείμενα που προηγήθηκαν, το
επηρέασαν και το καθόρισαν. Μια είσπραξη τόκων από λέξεις που θα το
ακολουθήσουν. Στον ‘’δρόμο μέχρι το περίπτερο’’, ο Στίγκας επιλέγει τους
συνομιλητές του. Ο λόρδος Μπάιρον, ο Μαγιακόφσκι και ο Έζρα Πάουντ συναντώνται στις σελίδες του βιβλίου,
ως ποίηση και ως βιογραφία αλλά ταυτόχρονα ως είδωλα στον καθρέφτη και αδερφικά
φάσματα. Ο αφηγητής βιώνει ταυτόχρονα με τους ήρωες, συνδιαλέγεται και τους καλεί από τον γκρεμό του τώρα, από την
ρωγμή του παρόντος. Και οι τρεις περιπτώσεις πέρα από ποιητικά μεγέθη, συναντώνται
στην ιστορία και ως πολιτικές οντότητες ή καλύτερα φορείς των πιο έντονων
πολιτικών επιλογών, προς τρεις τελείως διαφορετικές κατευθύνσεις. Η επιλογή του
Στίγκα είναι να τονίσει ακριβώς τις επιπτώσεις των επιλογών αυτών. Ο
φιλελληνισμός και ο ρομαντισμός του Μπάιρον τον τοποθετεί σε έναν θανατηφόρο
πυρετό στο Μεσολόγγι. Η δέσμευση που φέρνει ο ενθουσιασμός και η ύστερη
διάψευση του Μαγιακόφσκι από το σοβιετικό καθεστώς οπλίζει το χέρι του αρχικά
στην ρώσικη ρουλέτα και τελικά στην αυτοκτονία. Ο ιδιότυπος φασισμός του Πάουντ
τον εγκλωβίζει σε ένα συρματόπλεχτο
κλουβί στην Πίζα, με το φως των προβολέων να πέφτει πάνω του όλη τη νύχτα. Η πολιτική
απόκλιση των τριών παραδειγμάτων σε συνδυασμό με το μέγιστο κόστος που έφερε η
κάθε επιλογή ξεχωριστά, τονίζουν την ποιητική επιλογή ως πολιτική πράξη, ως
τρόπο του να ζεις και (στις συγκεκριμένες περιπτώσεις) ως τρόπο να πεθαίνεις.
Μέσα από τους στίχους των ποιημάτων, τα αδερφικά φάσματα ενημερώνονται για τους
καιρούς του ποιητή, τους δικούς μας καιρούς. Για την αποστείρωση των ανθρώπων
στο μετρό, για τα σκυλάδικα της επαρχίας, τα πορτοκάλια στις χωματερές. Και η
παρουσία τους μοιάζει να αρκεί για να απλωθεί η φωνή πάνω από τη ρωγμή του κάθε
παρόντος.
Η
μία πνοή είναι μία
οι δύο είναι αμέτρητες
οι δύο είναι αμέτρητες
Η ποίηση του
Γιάννη Στίγκα χαρακτηρίστηκε συχνά πολιτική, στα πλαίσια μιας ατομικής
εξέγερσης (Δεν τρέμουν πια τα χέρια μου /Κι αυτό να σας τρομάζει). Ο ‘’δρόμος
μέχρι το περίπτερο’’ αποτελεί την πιο
εξώστρεφη πολιτική του χειρονομία. Και αυτό γιατί το παρόν που αναπνέει στους
στίχους με πάθος και ένταση (η μέσα πάλη που γίνεται τρόπος ανάγνωσης του έξω)
παρουσιάζεται ως συνάρτηση τόσο του παρελθόντος όσο και των παραδειγμάτων που ο
ποιητής παραθέτει. Το παρελθόν του ποιητή και το δικό μας παρελθόν βρίσκεται
μαζί με την μοίρα θαμμένο μες στο χώμα. Τα αγάλματα και τα μαρμαρωμένα μέλη
ανθίζουν ξανά το φορτίο που θάφτηκε και την επανάληψη του( [ο αντίλαλος] έχει
μυριάδες χέρια που κοπήκανε/ δεν ήταν αγαλμάτων/όλα τους/ αργότερα μαρμάρωσαν).
Ο ποιητής εξιστορεί αυτό που του δίνεται,
το προσωπικό του παράδειγμα, την δική
του υπόθεση. Η ειλικρίνεια, η ένταση, η εμβάθυνση και το κατεπείγον της γραφής
δίνει στο επιμέρους το μέγεθος μιας φωνής συλλογικής, τον χρόνο μιας συλλογικής
πνοής. Η ποίηση του Γιάννη Στίγκα είναι μια ποίηση που αμφισβητεί, όχι από
θέση, αλλά από ανάγκη. Μια ποίηση που μας αναγκάζει σε μια αρίθμηση ξανά απ’
την αρχή, σε εκείνο το σκάψιμο μέσα μας μέχρι τον άλλο και μας υπαγορεύει να
περάσουμε απέναντι. Ίσως για κάτι ηρωικό ή ίσως απλά για να πάρουμε
τσιγάρα.
(στο περιοδικό διαβάζω)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου