Η πόλη δεν είναι ένα σύνολο από κατοικίες, μαγαζιά και δρόμους. Η πόλη είναι ένα σύνολο από εμπειρίες. Μικρά περιστατικά που συνδέουν τους ανθρώπους, δημιουργώντας αόρατους δεσμούς. Ένα άθροισμα βιωμάτων, καθημερινών κοινότοπων βιωμάτων που συναντιούνται και αποκλίνουν, δημιουργώντας ζωή και καθημερινότητα. Σε αυτούς τους συρμούς κυλούμε τα βαγόνια μας, οριοθετούμε τις δυνατότητες και τις επιδιώξεις, κωδικοποιούμε την επιθυμία και την προοπτική. Αυτές τις οδούς διέρχεται η ηλικία μας, η συμφωνημένη ρουτίνα μας, η λεπτομέρεια του όλου μας. Η πόλη δεν κατοικείται. Η πόλη βιώνεται.
Ο ρατσισμός της πόλης μου, αυτός που βιώνεις καθημερινά χωρίς καν να τον καταλαβαίνεις, είναι στατικός. Υπάρχει σε σταθερά σημεία και σε περιμένει. Δεν θα τον δεις από μακριά, δεν θα φωνάξει τον εαυτό του διαφημίζοντάς τον, δεν θα τον αντιληφθείς καν τις περισσότερες φορές που θα έρθεις σε επαφή μαζί του. Δεν θα σε παραπέμψει σε μια ιδεολογία μίσους, σε μια ιστορία εγκλημάτων, σε ένα ακονισμένο φάντασμα του παρελθόντος. Ο στατικός ρατσισμός της Αθήνας έχει να κάνει με τη μικρογεωγραφία της, τη δομή της, με τον τρόπο που αποκλείει ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού της. Προσπάθησε να την περπατήσεις. Είμαι σίγουρος θα τα καταφέρεις. Ωραία. Τώρα προσπάθησε να την περπατήσεις σπρώχνοντας ένα καροτσάκι. Το προσπαθώ εδώ και δύο χρόνια στην Κυψέλη, τα Εξάρχεια, το Κολωνάκι. Στενά πεζοδρόμια, σπασμένες πλάκες παντού, σκουπίδια, δέντρα που σταματούν τη συνέχεια της επιφάνειας, κολονάκια και κάγκελα βαλμένα χωρίς ειρμό. Μικρή, μικρή γεωγραφία της απόκλισης. Ξεφυσάς. Ξέρεις πως όλα θα τελειώσουν (ο γιος σου μεγαλώνει). Ξέρεις πως το καροτσάκι σου θα αλλάξει χέρια όταν δεν θα το έχεις πια ανάγκη. Ξεφυσάς. Και ύστερα σκέφτεσαι. Τους ανθρώπους στα αναπηρικά καροτσάκια. Τους ανθρώπους με κινητικά προβλήματα. Ποια είναι η διαδρομή που μπορούν να ακολουθήσουν; Πώς μπορούν να μετακινηθούν σε αυτή την πόλη; Όχι κάτι φοβερό, απλώς να επιτελέσουν την καθημερινότητα τους, να ασκήσουν το δικαίωμά τους στη ρουτίνα, στις καθημερινές δουλειές τους. Ακόμα και με τη βοήθεια συνοδού η διαδρομή τους στην Αθήνα μοιάζει αδύνατη. Ο ρατσισμός της πόλης ταυτίζεται με την αδιαφορία. Τόσο την ιδιωτική όσο και τη θεσμική, τα χίλια ακονισμένα «δεν βαριέσαι» που δεν περπατούν με το βηματισμό της χήνας, αλλά έχουν ένα πηχτό ρατσισμό να εξιστορήσουν. Βρες μου μία τουαλέτα στα Εξάρχεια ή στο Κολωνάκι, προσβάσιμη σε άτομα με αναπηρία. Τσέκαρε τα παρκαρίσματα, τις αποστάσεις, το πώς είναι φτιαγμένες οι διαβάσεις. Προσπάθησε να τις περάσεις με καρότσι. Πώς ονομάζεται αυτή η αδιαφορία;
Είναι χαρακτηριστικό έλλειψης πολιτισμού; Πολιτική επιλογή; Αποτυχία της οποιασδήποτε πρόνοιας; Είναι ρατσισμός από τσιμέντο. Η παρακμή του δημοσίου εντός της πόλης αποκλείει μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού της. Η έλλειψη δημοσίου χώρου, αξιοπρεπούς συγκοινωνίας, φωτισμού, μέριμνας, καταδικάζει σε εγκλεισμό. Τα παιδιά και τους γέρους, τους ανθρώπους με κινητικά προβλήματα και μαζί όσους δεν έχουν τη δυνατότητα να διεκδικήσουν τίποτα περισσότερο από το ελάχιστο του δημοσίου χώρου λόγω οικονομικού αποκλεισμού.
Ο στατικός ρατσισμός της πόλης μου δεν μετακινείται, δεν κρύβεται και δεν κραυγάζει. Μόνο στέκει εκεί, μεταμφιεσμένος σε πολεοδομική ατέλεια. Σε φθορά ή ατυχία. Ενώ δεν είναι καθόλου αυτό. Είναι ο θρίαμβος ενός ιδεατού μέσου όρου. Ενός μέσου όρου που ακριβώς δεν τον έχει ανάγκη, άρα μπορεί και να μην του δώσει σημασία. Ενός ανθρώπου υγιούς, αρτιμελούς και με απολαβές, με την ηλικία αυτή που του επιτρέπει αυτοτέλεια στις κινήσεις και ένα ευρύ ορίζοντα στις επιθυμίες. Η πόλη αυτή κραυγάζει με το ίδιο της το είναι πως κάθε τι άλλο είναι απόκλιση. Και με τον τρόπο της μας διδάσκει πως κάθε απόκλιση είναι αναλώσιμη, ανάξια μέριμνας και ανάξια βοήθειας. Με τον τρόπο της η Αθήνα είναι μια βαθιά ρατσιστική πόλη, με το ρατσισμό της να μην εκφράζεται μόνο ως ιδεολογία διαφόρων καθημερινών φασιστών, αλλά ως καθημερινή πρακτική στο βήμα.
Δεν βαριέσαι…
(στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου