Η συνύπαρξη της Γαλλίας με την Κροατία στο μεγάλο τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Ρωσίας δημιούργησε μια μεγάλη κουβέντα –πιο πολύ πολιτική, παρά ποδοσφαιρική. Από τη μία, η Γαλλία που σχεδόν στο σύνολό της αποτελείται από μετανάστες πρώτης, δεύτερης ή τρίτης γενιάς. Από την άλλη, η Κροατία συνδεδεμένη με το ναζισμό. Δεν είναι μόνο οι ιστορικοί λόγοι της συνεργασίας ενός μεγάλου αριθμού με τους ναζί, η συμμετοχή τους σε ναζιστικά εγκλήματα ή έλλειψη οποιασδήποτε τιμωρίας για τα εγκλήματα αυτά στη μεταπολεμική περίοδο, δεν είναι καν ο ελληνικός άκριτος φιλοσερβισμός, δεν είναι καν η μακρά παράδοση νεοναζιστικών κρουσμάτων σε μεγάλο ποσοστό ανάμεσα στους οπαδούς της εθνικής Κροατίας. Είναι μαζί και τα συγκεκριμένα κρούσματα, όπως ο (ενδεχόμενος γιατί δεν φαίνεται ξεκάθαρα στο βίντεο) ναζιστικός χαιρετισμός του Μόντριτς στο ματς με την Αργεντινή. Μετά το τέλος του ίδιου ματς, σε βίντεο που ανέβασαν οι ίδιοι στα αποδυτήρια παίκτες, φαίνεται να τραγουδάνε ένα τραγούδι της κροατικής οργάνωσης Ουστασά, και πιο χαρακτηριστικά η περίπτωση του Ντιμαγκόι Βίντα, ο οποίος σε άλλη συγκυρία επαναλάμβανε σύνθημα ουκρανών ναζιστών, ενώ άλλο πιο πρόσφατο βίντεο τον δείχνει να φωνάζει «να καεί το Βελιγράδι».
Η δυτική Ευρώπη δεν παράγει πια σώματα, εγκυμονεί γερασμένα πόδια και εξαντλημένους ώμους. Είναι μια ήπειρος της κούρασης και της ομφαλοσκόπησης, που σε επιλέγει μόνο όταν μπορεί να σε εκμεταλλευτεί. Έτσι οι δυτικές χώρες δανείζονται τα σώματα που έχουν ανάγκη από μακρινές ηπείρους, με τον ίδιο τρόπο που κλέβει τον ορυκτό τους πλούτο. Οι νεαροί παίχτες που γεμίζουν τις ευρωπαϊκές ακαδημίες είναι στην πλειοψηφία του φτωχά παιδιά από τα γκέτο των μεγαλουπόλεων που σώθηκαν από τη μοίρα του αποκλεισμού.
Πίσω από την παρουσία των διαφορετικών φυλών στην ίδια εθνική, πάντοτε κατοικεί ένα έγκλημα που στις πιο καλές περιπτώσεις η ίδια η συνύπαρξη στο πλαίσιο της εθνικής αντικατοπτρίζει την επιθυμία ή προσδοκία υπέρβασής του.
Εθνικές ομάδες όπως αυτές της Γαλλίας, της Αγγλίας ή του Βελγίου, αντικατοπτρίζουν σε μεγάλο βαθμό τις δυτικές κοινωνίες του μεταποικιακού αιώνα. Πάντοτε, όμως, με μια δόση υποκρισίας. Οι άνθρωποι που εντός της κοινωνίας βρίσκονται στο περιθώριο, εδώ έχουν εξέχουσα θέση. Αμείβονται και αποθεώνονται με σχετικά οικουμενική αποδοχή (ας μη ξεχνάμε βέβαια κατά καιρούς δηλώσεις ακροδεξιών κρετίνων, όπως του μπαμπά Λεπέν για την εθνική ομάδα της Γαλλίας ή στα καθ’ ημάς των χρυσαυγιτών για τον Αντετοκούνμπο π.χ.) και η μοίρα τους αποτελεί πρότυπο για τον κάθε πιτσιρικά που παίζει μπάλα, πόσο μάλλον γι’ αυτόν που κατάγεται από τα όμοια γκέτο ή φαβέλες. Αποτελούν εξατομικευμένα παραδείγματα διαφυγής ενός πληθυσμού που αποκλείεται μαζικά και του οποίου η μοίρα ολοένα και δυσκολεύει. Αλλά ταυτόχρονα αποτελούν σύμβολα ελπίδας και αξιοπρέπειας.
Ταυτόχρονα είναι ανόητο κάποιος να περιγράφει συλλήβδην μια χώρα ή ακόμα και μια ομάδα ως φασίστες ή να μην αποδέχεται το γεγονός πως η παρουσία της Κροατίας στον τελικό αποτελεί από μόνη της ένα ποδοσφαιρικό κατόρθωμα. Όλη η κουβέντα στην πραγματικότητα κινείται στη σφαίρα του συμβολικού. Γιατί αν θέλουμε να μιλήσουμε με πολιτικούς όρους, θα ήταν καλό να συμπεριλάβουμε στη συζήτηση ολόκληρη τη δομή του σύγχρονου ποδοσφαίρου, τη σχέση του με τις εταιρείες, τη στάση των κρατών απέναντι στα αθλητικά γεγονότα, σε μια συζήτηση που φτάνει μέχρι τον πυρήνα των ίδιων των κοινωνιών. Αλλά σε τελική ανάλυση, τι άλλο είναι ένα θέαμα από την έκρηξη του συμβολικού; Και ας μη θεωρήσουμε πως κάτι τέτοιο είναι δευτερεύον. Δεν πρέπει, άλλωστε, να ξεχνάμε πως το ίδιο το συμβολικό μπορεί να γεννήσει πραγματικότητα, επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα, πράξεις και αλήθειες πολύ πέρα από το ελάχιστο.
Όπως και να ‘χει, ας μην ξεχνάμε πως η επιλογή ομάδας, ή ακόμα περισσότερο επιλογή μιας ομάδας που υποστηρίζεις περιστασιακά στο πλαίσιο μιας διοργάνωσης, γίνεται με υποκειμενικά ή χαλαρά κριτήρια. Ταυτόχρονα, τα κριτήρια αυτά και η κριτική που δημιουργούν, μπορούν να παύσουν να είναι χαλαρά ακριβώς λόγω της έντασης ή της συγκίνησης που δημιουργεί το παιχνίδι. Όταν, λοιπόν, καλείσαι να υποστηρίξεις κάποιον, δεν χρειάζονται απόλυτες αποδείξεις και απόλυτες ταυτίσεις. Οι ενδείξεις είναι παραπάνω από αρκετές. Οπότε ακόμα και αν όλοι οι Κροάτες δεν είναι ναζί, ακόμα και αν όλοι οι παίχτες της εθνικής Κροατίας δεν είναι ζώα σαν τον Ντιμαγκόι Βίντα, το δίλημμα δεν μοιάζει καν με δίλημμα. «Allez les Bleus!», χωρίς δεύτερη σκέψη.
(στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου