Τις τελευταίες μέρες ξαναδιάβαζα το «Αν αυτό είναι ο άνθρωπος» του Πρίμο Λέβι για μια έρευνα γύρω από το ολοκαύτωμα. Το βιβλίο δεν αποτελεί ένα κείμενο που επιστρέφεις εύκολα. Και ταυτόχρονα είναι ένα κείμενο στο οποίο οφείλεις να επιστρέφεις. Είναι μια ανάγνωση σκληρή, όπου η κάθε λέξη ορίζει το βάρος της. Και ταυτόχρονα καταλαβαίνεις πως εντός του βιβλίου διαδραματίζεται μια μάχη για την ίδια τη ψυχή του ανθρώπου. Κάθε φορά που το ανοίγεις, η μάχη ξεκινά από την αρχή. Ανάμεσα στις αναγνώσεις του βιβλίου φτερουγίζουν τα γεγονότα, τα νέα, οι ειδήσεις. Κάποια τηλεόραση ανοιχτή να δείχνει τη βουλή ή τα συλλαλητήρια, την αντιπαράθεση, τη θέση της πολιτικής στη σφαίρα του παρόντος. Τα διακυβεύματα πίσω απ’ όσα ειπώνονται και όσα αποσιωπούνται, τη γεωγραφία των ταυτοτήτων και των απόψεων εντός της μιας κοινής κοινωνίας, μια φέτα ζωής από την Ελλάδα του 2019 σερβιρισμένη σε ένα ραγισμένο πιάτο. Όλα να απλώνονται στον ορίζοντα πάνω από το συρματόπλεγμα του βιβλίου.
«Πολλοί λαοί ή άτομα συμβαίνει να θεωρούν περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά ότι “κάθε ξένος είναι εχθρός”. Επιπλέον αυτή η πεποίθηση βρίσκεται στο βάθος της ψυχής σαν μια λανθάνουσα μόλυνση. Εκδηλώνεται μόνο σε πράξεις με χαρακτήρα ασυντόνιστο και μη κανονικό, χωρίς να είναι η βάση ενός συστήματος σκέψης. Όταν, όμως, αυτή η ανομολόγητη σκέψη αποτελέσει τη μείζονα πρόταση ενός συλλογισμού, τότε στο τέλος της αλυσίδας βρίσκονται τα στρατόπεδα. Αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας σύλληψης του κόσμου οδηγημένης στην έσχατη συνέπειά της: όσο θα υπάρχει αυτή η αντίληψη, οι συνέπειές της θα μας απειλούν. Η ιστορία των στρατοπέδων εξόντωσης θα έπρεπε να ερμηνευθεί από όλους σαν ένα δυσοίωνο σημάδι κινδύνου.»
Το ίδιο το βιβλίο έχει μια πολλαπλή λειτουργία. Είναι μια συγκλονιστική μαρτυρία, είναι η οριοθέτηση ενός γεγονότος στις πραγματικές του διαστάσεις σε σχέση με την ανθρώπινη ταυτότητα, το όριο του εγκλήματος , την εκμηδένιση του ατόμου. Και ταυτόχρονα, όπως όλα τα βιβλία του Λέβι για το ολοκαύτωμα, μια υπενθύμιση και ένας συναγερμός. «Αυτά που έγιναν, μπορούν να ξαναγίνουν», γράφει στο «Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν». Αλλά αυτό που μοιάζει απρόσμενο, είναι η ελάχιστη απόσταση από την κανονικότητα στην οποία ο συγγραφέας τοποθετεί τα γεγονότα. Η κατάληξη του ολοκαυτώματος δεν είναι μια στιγμή εκτός ιστορίας, δεν είναι μια στιγμή ξένη που προέκυψε μέσα από συγκυρίες. Είναι ένα έγκλημα που ενυπάρχει και άρα μπορεί να επαναληφθεί. Και εμβαθύνοντας, μονίμως εμβαθύνοντας στην ανθρώπινη κατάσταση, την αντοχή και την εξαχρείωση, την επαφή και το μαρτύριο το κεντρικό θέμα γίνεται ο άνθρωπος στο βαθμό μηδέν. Η μονάδα και οι γύρω του, οι Άλλοι ως κόσμος, προσδοκία και συντριβή.
Κάθε επαφή μας με την ιστορία, κάθε επαφή με τις κομβικές στιγμές της ανθρώπινης συνείδησης είναι στην πραγματικότητα επαφή με το παρόν μας. Στοχασμός για το πώς ορίζεται η πραγματικότητά μας σε μια δεδομένη στιγμή. Για εμάς στο εδώ και τώρα και ό, τι μας προεκτείνει. Για την επαφή μας με τους Άλλους. Οι εθνικιστικές εξάρσεις των τελευταίων εβδομάδων μας υπενθυμίζουν το παρόν στο οποίο κατοικούμε. Την άνοδο των εθνικισμών και του φασισμού σε κάθε γωνία της ηπείρου και μαζί σε τόσα σημεία στον χάρτη. Δεν είναι τόσο τα επιχειρήματα που ο καθένας επικαλέστηκε για να αρνηθεί τη συμφωνία (δεν αναφέρομαι στο ΚΚΕ, αλλά σχεδόν σε όλες τις άλλες αρνήσεις), είναι αυτός ο διάχυτος συνδυασμός ανωτερότητας και μίσους, επιθετικότητας και φόβου για τον Άλλο. Ο Άλλος ως μόνιμη απειλή, ο Άλλος ως κίνδυνος που καιροφυλαχτεί.
Οφείλουμε να είμαστε καλύτεροι. Όχι από γνώμη ή άποψη, αλλά έστω από αυτοσυντήρηση. Από απέχθεια στο μίσος απέναντι στο Άλλο. Από μίσος απέναντι στην εικόνα του «ξένου ως εχθρού», απέναντι στη ρίζα που γέννησε εκείνη τη νύχτα:
«Και έφτασε η νύχτα, μια νύχτα που ανθρώπινα μάτια δεν θα έπρεπε να δουν.»
(στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου