Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2010
Η όπερα της πεντάρας και η γοητεία της επιφάνειας
Κάθε θεατρική παράσταση αποτελεί μια πολλαπλή συνάντηση τεχνών και καλλιτεχνών. Επί μέρους κομμάτια, κινήσεις, καλλιτεχνικοί χώροι και χρόνοι συναντιούνται σε ένα σημείο που τα μεταμορφώνει, συνθέτει ή συνδυάζει, το σημείο της παράστασης. Και σε αντίθεση με οποιαδήποτε άλλη τέχνη, στο θέατρο, το επιμέρους καλλιτέχνημα διατηρεί την αυτοτέλεια και την ανεξαρτησία του, ενώ ταυτόχρονα συμμετέχει. Ένα άγαλμα επί σκηνής παραμένει άγαλμα αλλά ταυτόχρονα υπάρχει ως μέρος του σκηνικού, ως μέρος της παράστασης. Η συνάντηση και η σύγκλιση προς το αποτέλεσμα, αποτελούν κεντρικό σημείο της θεατρικής παραγωγής.
Από τις 14 έως τις 17 Ιανουαρίου, στο θέατρο Παλλάς, το ελληνικό κοινό θα έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει τη συνάντηση δύο μεγάλων μορφών του σύγχρονου θεάτρου: του Μπέρτολτ Μπρεχτ και του Μπομπ Γουίλσον. Δύο καλλιτέχνες φαινομενικά σε απόσταση, διαφορετικών γενεών, διαφορετικής ιδεολογικής προέλευσης και ιδιοσυγκρασιακού κλίματος, συνδιαλέγονται μέσα από τη θεατρική φόρμα. Ποιο είναι το σημείο συνάντησης των τόσων διαφορών, στην «όπερα της πεντάρας»;
Ήδη από τις 31 Αυγούστου του 1928, ημερομηνίας της πρώτης παράστασης της όπερας, το έργο ανοίγει το χορό των εκλεκτών συναντήσεων. Το έργο γράφτηκε από τον Μπρέχτ και τον Κουρτ Βάιλ, βασισμένο στην «όπερα του ζητιάνου» του Τζον Γκέι (ή καλύτερα στην αναβίωση της στο Νίγκελ Πλέιφερ του Λονδίνου). Η γραμματέας και συνεργάτης του Μπρεχτ, Ελίζαμπεθ Χάουπταμαν μετέφρασε το έργο και ο ενθουσιασμένος Μπρεχτ το διασκεύασε. Από ένα σημείο και μετά, η διασκευή κατέληξε σε μετάλλαξη με το τελικό έργο να θυμίζει ελάχιστα το πρωτότυπο του 1728. Διαφορετικά στοιχεία και κλίμακες ήρθαν να προστεθούν δημιουργώντας ένα σύνολο πρωτοφανές: μπαλάντες του Κίπλινγκ και του Βιγιόν συνάντησαν την τζαζ του Βάιλ (μια από τις πρώτες απόπειρες να αντιμετωπιστεί με τρόπο σοβαρό το μουσικό αυτό ιδίωμα), το καμπαρέ του γερμανικού μεσοπολέμου, τον εξπρεσιονισμό των σκηνικών του Κάσπαρ Νέχερ και την μπρεχτική κριτική στον καπιταλισμό. Το σύνολο αυτό στέφτηκε με απόλυτη επιτυχία. Τόσο το κοινό όσο και οι κριτικοί αγκάλιασαν το έργο και μέχρι σήμερα αποτελεί ένα από τα πιο διαχρονικά και πολυπαιγμένα κομμάτια του μπρεχτικού κανόνα.
Η διαχρονικότητα του έργου είναι εύκολα ορατή από την υπόθεση του αλλά και τα επιμέρους μοτίβα. Η ιστορία, διαδραματίζεται στη Βικτωριανή Αγγλία, αλλά η ίδια η εποχή είναι ελάχιστα παρούσα αφού το έργο λειτουργεί σχεδόν ως παραβολή. Ο περιβόητος κακοποιός του Λονδίνου, Μακ το Μαχαίρι ή Μακίθ, παντρεύεται την Πόλι Πίτσαμ, κόρη του Τζόναθαμ Πίτσαμ, αρχηγού των ζητιάνων της πόλης. Ο γάμος αυτός εξοργίζει τον πατέρα, ο οποίος προσπαθεί να προκαλέσει τη σύλληψη και τον απαγχονισμό του Μακίθ. Όμως ο Μακίθ είναι στενός φίλος από το στρατό με τον αρχηγό της αστυνομίας, με αποτέλεσμα η σύλληψη του να μοιάζει αδύνατη. Μετά από διάφορες μηχανορραφίες, ο Μακίθ συλλαμβάνεται και οδηγείται στην κρεμάλα. Λίγο πριν τον απαγχονισμό ένας απεσταλμένος της βασίλισσας καταφτάνει ώστε να δώσει χάρη στον Μακίθ και να του προσφέρει τον τίτλο του Βαρώνου ως αποζημίωση. Το φινάλε είναι φυσικά μια καυστική σάτιρα τόσο του happy ending όσο και του ευρήματος του από μηχανής αγγέλου. Η φτώχια, η εξαθλίωση, η απληστία και η εκμετάλλευση είναι οι πραγματικοί πρωταγωνιστές του έργου. Σύμφωνα με τον Μπρεχτ, σε ένα καπιταλιστικό κόσμο, ακόμα και η ελεημοσύνη μπορεί να μετατραπεί σε προϊόν. Ο ζητιάνοι παράγουν υπεραξία και ο αρχηγός τους, ο Τζόναθαν Πίτσαμ είναι αυτός που την καρπώνεται. Το έργο φτάνει με ένταση από την Βικτωριανή Αγγλία στο σήμερα, την εποχή της οικονομικής κρίσης και των τηλεμαραθωνίων αγάπης.
Το να ζητά κάποιος μια απλή αντιστοίχηση και παραλλήλιση του έργου με το σήμερα, είναι κάτι τόσο προφανές που εύκολα θα μπορούσε να εκπέσει στην απλοϊκότητα. Η ίδια η πορεία του Μπομπ Ουίλσον αποκλείει αυτό το ενδεχόμενο. Ποιητής της σιωπής και της σπασμένης γλώσσας, κατασκευαστής χώρου και αρχιτέκτονας του θεατρικού φωτός, χορευτής της ακινησίας, ο αμερικάνος σκηνοθέτης παραμένει ένας καλλιτέχνης αυστηρά πρωτότυπος. Ο Μπομπ Ουίλσον, είναι ένας ποιητής της επιφάνειας, της πρώτης στρώσης του θεατρικού λόγου. Εκεί που άλλοι επιβάλουν την εμβάθυνση, αυτός επιλέγει τη δημιουργία. Το κείμενο είναι απλά μια αφετηρία καταδικασμένη στο καινούργιο και το αποτέλεσμα κάτι μονίμως νέο.
Η απόσταση λοιπόν της παράστασης του Μπερλίνερ Ανσάμπλ στην Αθήνα, ίσως να είναι όμοια με αυτή ανάμεσα στο μπρεχτικό έργο και την «όπερα του ζητιάνου» του Τζον Γκέι. Ο εκλεκτικισμός του Μπρεχτ έρχεται να συναντήσει τα πολύμορφα θεατρικά κολάζ του Μπομπ Γουίλσον, ως μέρος ενός διαλόγου που ξεκίνησε το 1728 και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
(Στην εφημερίδα Εποχή)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
Η παράσταση είναι καταπληκτική, αλλά στο Παλλάς αισχροκερδούν εις βάρος μας!
http://bookpress.gr/multipress/sinema-theatro/poso-kostizei-mia-opera-tis-pentaras.html
έχει ενδιαφέρον να ασχοληθεί κανείς με την κατάσταση στα διάφορα αθηναϊκά θέατρα, τόσο από ιδεολογική όσο και από πρακτική άποψη. οι τιμές στην συγκεκριμένη παράσταση είναι όντως εξωφρενικές, αλλά η απάντηση που περιμένει τον κάθε ερωτώντα, είναι πως τότε γιατί έγινε sold out; γιατί εδώ και καιρό δεν υπάρχουν εισιτήρια ούτε για δείγμα. Πόσο τέχνη και πόσο μίζερη έξοδος είναι μια θεατρική παράσταση; Και τελικά ποιός ορίζει αυτή την απόφαση. Οι αντιφάσεις της τιμής του έργου σε σχέση με το περιεχόμενό του είναι ενδεικτικές. Και τελικά ποιο θέατρο ή ποια μορφή τέχνης έχει απάντηση σε αυτό το ερώτημα;
Δημοσίευση σχολίου