Τρίτη 3 Μαΐου 2011

Νόρμαν Φρέντερικ Σίμπσον: ένας άγνωστος συγγραφέας του παραλόγου




Βιογραφικά

Ο Νόρμαν Φρέντερικ Σίμπσον γεννήθηκε στις 29 Γενάρη του 1919, στο Λονδίνο. Σπούδασε στο σχολείο Εμάνουελ. Αφού δούλεψε για κάποια χρόνια σε κάποια τράπεζα, ο πόλεμος τον μετέφερε στην Κύπρο, την Παλαιστίνη και την Ιταλία. Ακολουθώντας ένα ειδικό πρόγραμμα για τους απόστρατους σπούδασε αγγλική φιλολογία στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Δούλεψε ως δάσκαλος ανώτατης εκπαίδευσης για περισσότερα από 20 χρόνια. Απεχθανόμενος τις συνεντεύξεις ο Σίμπσον δεν έχει αφήσει να βγουν στην επιφάνεια πολλά στοιχεία της προσωπικής το ζωής και της βιογραφίας του. Η βιογραφία του περιορίζεται στα έργα του στις απόψεις του γύρω από αυτά και το θέατρο γενικότερα.
Ο Σίμπσον εμφανίζεται πρώτη φορά στα θεατρικά πράγματα το 1957 με το έργο του ‘’Ένα ηχηρό κουδούνισμα’’. Με το έργο αυτό κερδίζει την τρίτη θέση σε ένα θεατρικό διαγωνισμό του Ομπσέρβερ και την ευκαιρία να δει το έργο του να ανεβαίνει στη σκηνή. Ο διαγωνισμός αυτός είχε διοργανωθεί από τον Kenneth Tynan τον σημαντικότερο Άγγλο κριτικό και ενθουσιώδη οπαδό της γραφής του Σίμπσον. ‘’ Τα έργα του Σίμπσον είναι ότι πιο ενδιαφέρον έχει να επιδείξει μεταπολεμικά το αγγλικό θέατρο’’ είχε πει. Το έργο θα παρασταθεί την ίδια χρονιά σε μορφή πενηντάλεπτου μονόπρακτου και δυο χρόνια μετά, στην αρχική δίπρακτη μορφή του.
Το επόμενο έργο του ‘’Η τρύπα’’ , είναι μονόπρακτο και γράφτηκε το 1958. Η υπόθεσή του είναι απλή και λειτουργεί ως φιλοσοφικός μύθος. Γύρω από μια τρύπα στην μέση του δρόμου, μια σειρά από ανθρώπους προβάλλει φόβους, επιθυμίες και επιδιώξεις στο άγνωστο της τρύπας. Το παράλογο του φανταστικού, συγκρούεται με το παράλογο της πραγματικότητας σε μια αναμέτρηση χωρίς σαφή έκβαση.
Το 1959, ο Σίμπσον παρουσιάζει το γνωστότερο έργο του, ‘’Το εκκρεμές μίας κατεύθυνσης’’. Το έργο εντάσσει στην παρωδία του βουλεβάρτου, με χαλαρή δομή, τα θέματα του θανάτου, των λογικών παραδόξων και των αστικών αυτοματισμών για να καταλήξει σε μια παρωδία της Βρετανικής νομικής διαδικασίας και γλώσσας.
Τα τρία αυτά έργα θα αποτελέσουν τα πιο επιτυχημένα έργα του Σίμπσον. Το 1961 ο Μάρτιν Έσσλιν θα περιλάβει τον Σίμπσον και τα τρία αυτά έργα στο κλασσικό ‘’θέατρο του παραλόγου’’, τοποθετώντας τον μαζί με τον Πίντερ στην κορυφή του Αγγλικού θεάτρου. Στην συνέχεια θα γράψει κάποια λιγότερο επιτυχημένα έργα όπως τα, One To Another (1959), One Over The Eight (1961), On The Avenue (1961), The Form (1961), The Cresta Run (1965). Στην συνέχεια θα σωπάσει και με εξαίρεση το Was He Anyone? του 1972, θα περιοριστεί σε δουλειές στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση, κυρίως για λόγους βιοπορισμού.
O Σίμπσον σήμερα ζει στη Κορνουάλη και συνεχίζει να γράφει. Το 2007, το έργο του ανακαλύφθηκε εκ νέου. Το BBC, παρουσίασε ένα ραδιοφωνικό ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο του το οποίο ονομαζόταν ‘’Reality is an Illusion Caused by Lack of N. F. Simpson ‘’, το Royal Court ανέβασε ένα νέο έργο του μετά από 25 χρόνια, το‘’If So, Then Yes’’, ενώ πολλά από τα έργα του ανέβηκαν ξανά σε πολλές σκηνές τις Αγγλίας. Οι εκδόσεις Faber and Faber, ανακοίνωσαν την εκ νέου έκδοση των παλαιοτέρων έργων του.



Το έργο

Το έργο του Σίμπσον εντάσσεται στο ‘’Θέατρο του Παραλόγου’’. Μαζί με τον Χάρολντ Πίντερ, ο Σίμπσον είναι ο κύριος εκφραστής του θεατρικού αυτού ιδιώματος στην Μεγάλη Βρετανία. Χρονολογικά ο συγγραφέας, ανήκει στην λογοτεχνική γενιά των οργισμένων νέων (angry young men). Σε αντίθεση όμως με τους κύριους εκφραστές της γενιάς αυτής(Όσμπορν στο θέατρο, Σίλιτοου και Γουέην στην πεζογραφία), των οποίων τα κύρια χαρακτηριστικά είναι ο ρεαλισμός και η έντονη κοινωνική κριτική, ο Σίμπσον επιλέγει την αμφισβήτηση όχι μόνο της καθεστηκυίας τάξης, αλλά και της λογοτεχνικής δομής, της γλώσσας και της λογικής (κάτι που συναντάμε εξίσου έντονα και στον Πίντερ). Ένα από τα χαρακτηριστικότερα στοιχεία των έργων του, είναι η συνειδητή έλλειψη δομής και η απουσία σκιαγράφησης χαρακτήρων. Οι ήρωες το Σίμπσον, είναι διάφανα δοχεία γεμάτα άδεια γλώσσα. Φορείς διαλόγων και ερωταποκρίσεων χωρίς σκοπό.
Η ίδια τυχαιότητα που διακρίνει τους διαλόγους ισχύει και για την εξέλιξη των έργων, όπου το ένα γεγονός ακολουθεί το άλλο χωρίς κορυφώσεις ή ουσιαστικό τέλος. Όπως παρατηρεί ο Μάρτιν Έσσλιν, ‘’τα έργα του Σίμπσον αποτελούν αυθόρμητα δημιουργήματα, που συχνά βασίζονται σε έναν ελεύθερο συσχετισμό και σε μια καθαρά λεκτική λογική. Μια υψηλή διανοητική ψυχαγωγία.’’ Ο ίδιος είχε παραδεχτεί πως πολλά κομμάτια από τα έργα του τείνουν σχεδόν να αποσπαστούν και να αυτονομηθούν από το υπόλοιπο έργο ζητώντας την αυθυπαρξία τους. Είναι λογικό πως αυτό που απλά χαρακτηρίζει το έργο του, οι περισσότεροι κριτικοί (με τον Έσσλιν και το Τάιναν να αποτελούν τρανταχτές εξαιρέσεις) το εξέλαβαν ως αδυναμία. Αντίθετα ο Σίμπσον έγινε πολύ αγαπητός ανάμεσα στους κωμικούς επηρεάζοντας τους σημαντικότερους από αυτούς. Ο Πήτερ Κουκ ο σημαντικότερος Άγγλος κωμικός του περασμένου αιώνα, ήταν στενός φίλος και είχε παίξει στα πρώτα έργα του Σίμπσον, ενώ ο Τζον Κλίζ, η ηγετική φιγούρα των Μόντυ Πάιθν σύμφωνα με τον κωμικό John Fortune, είχε αποδεχτεί την μεγάλη επιρροή που είχε δεχτεί από τα πρώτα του έργα.
Το στοιχείο της υπερβολής κυριαρχεί στους χαρακτήρες, στα γεγονότα και στους διαλόγους. Στο σύμπαν του Σίμπσον, με την πιο χαρακτηριστική απλότητα οι αστοί παραγγέλνουν ελέφαντες, οι γιοί τους δεν μπορούνε να φάνε αν πρώτα δεν ακούσουν το κουδούνισμα του ταμείου, ενώ οι άνθρωποι που τους πάνε τα μαύρα επιζητούν μαζικές δολοφονίες ώστε να επιδείξουν τις ενδυμασίες τους στις κηδείες. Από τον Ραμπελέ μέχρι τις γελοιογραφίες των σύγχρονων εφημερίδων, το στοιχείο της υπερβολής είναι μόνιμο κωμικό εργαλείο και μέθοδος επιβολής τις κριτικής άποψης του συγγραφέα. Αυτή η υπερβολή στο έργο του Σίμπσον, αποτελεί αισθητική ουσία η οποία βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση με το παράλογο της καθημερινότητας. Ο Σίμπσον κρατάει το περίγραμμα των εκφράσεων και των τύπων, αλλάζοντας προσεχτικά μόνο κάποια από τα χαρακτηριστικά τους. Η μέθοδος αυτή φέρνει το κωμικό αποτέλεσμα. Έτσι όταν ένα αμάξι ή ένας σκύλος αντικαθίσταται από το μέγεθος ενός ελέφαντα, με τους διαλόγους και τις υπόλοιπες συμπεριφορές που κινούνται γύρω από το αρχικό αντικείμενο να παραμένουν σταθερές, η γελοιότητα του αποτελέσματος λειτουργεί αποκαλυπτικά ως προς την γελοιότητα της αρχικής κατάστασης. Η μέθοδος αυτή της αντικατάστασης, θα γίνει κυρίαρχη στην αγγλική σουρεαλιστική κωμωδία από την δεκαετία του 70 και μετά.


‘’Ένα ηχηρό κουδούνισμα’’

Το έργο διαδραματίζεται σε κάποιο αγγλικό προάστιο, σε κάποιον σύγχρονο ασαφή χρόνο. Το ζευγάρι του Μπρο και της Μίντι Πάραντοκ, συζητούν για τον ελέφαντα που αγόρασαν και την λανθασμένη παραγγελία. Αυτό που παρατηρείται σε όλη τη διάρκεια του έργου, είναι μια εισβολή στον αποστειρωμένο ιδιωτικό χώρο του ζευγαριού. Τηλέφωνα χτυπούν, άγνωστοι με παράλογες απαιτήσεις χτυπούν την πόρτα, ο θείος Τεντ επισκέπτεται για λίγο και το ραδιόφωνο κυριαρχεί στο εσωτερικό. Το ζευγάρι αλλοτριωμένο απαντά σε κάθε καινούργιο περιστατικό με την αστική απάθεια που το διακρίνει. Κάθε τόσο συζητά με χαλαρότητα διάφορες υπερβολές, ελάχιστα πιο υπερβολικές από τη σύγχρονη καθημερινότητα. Την αγορά του ελέφαντα και τα προβλήματα που τους δημιουργεί, την επιθυμία κάποιου αγνώστου για τον Μπρο να σχηματίσει κυβέρνηση, το πόσα αυγά γεννά ο θηλυκός μπακαλιάρος. Το μόνο σημείο που δημιουργεί πρόβλημα στο ζευγάρι, είναι η ονοματοθεσία του κατοικίδιου. Ο άνθρωπος δημιουργεί τον κόσμο, ονοματίζοντάς τον. Η πράξη του βαφτίσματος ενός αντικειμένου είναι μια πράξη ιδιοκτησίας, μια πράξη εξουσίας. Στο σημείο αυτό έρχεται η σύγκρουση του ζευγαριού, μια σύγκρουση εξίσου παράλογη με την ηρεμία που διακόπτει.
Ο θείος Τεντ είναι το τρίτο πρόσωπο του έργου. Αποτελεί την καρικατούρα του καλοσυνάτου θείου όπως εμφανίζεται σε κάθε απλό βουλεβάρτο. Με τη διαφορά πως στο συγκεκριμένο έργο, ο θείος έκανε μια επέμβαση αλλαγής φύλλου. Το γελοίο της υπόθεσης τονίζεται από το γεγονός, ότι δεν γίνεται καμία συζήτηση γύρω από μια τέτοια απόφαση και πράξη ενώ από την μεριά του ο θείος Τεντ δεν κάνει καμία σεξουαλική νύξη σε σχέση με την επιλογή του. Η επέμβαση είναι εξίσου σημαντική με την αλλαγή ενός κουρέματος.
Ο λόγος της επίσκεψης του θείου Τεντ, είναι ότι επιθυμεί να παρακολουθήσει την λειτουργία από το ραδιόφωνο. Η λειτουργία αποτελείται από μια φωνή και μια αντιφωνία, οι οποίες εκφέρουν μια παράλογη πίστη. Οι ήρωες την παρακολουθούν με την προσήλωση που θα είχαν μπροστά σε κάθε άλλη μορφή προσευχής και τελικά φτάνουν σε ανάταση. Το κομμάτι της προσευχής, το πιο αυτονομημένο κομμάτι του έργου, βρίσκεται σε αντίθεση, λόγο της υψηλής λογοτεχνικότητας του, με το αυθόρμητο των διαλόγων που έχουν προηγηθεί και που έπονται. Όπως παρατηρεί και ο Μάρτιν Έσλιν: ‘’Δύσκολα θα μπορούσε να βρεθεί αρτιότερη έκφραση, των αντικειμενικών σκοπών, όχι μόνο του ίδιου του Σίμπσον, αλλά και ολόκληρου του Θεάτρου του Παραλόγου’’.
Το έργο τελειώνει με έναν εντυπωσιακό εγκιβωτισμό. Το ζευγάρι παρακολουθεί από το ραδιόφωνο ένα θεατρικό έργο, το οποίο τυχαίνει να είναι το ίδιο έργο που εμείς παρακολουθούμε. Έτσι ακούμε το τέλος του έργου πριν αυτό συμβεί. Το εύρημα αποτελεί ένα παιχνίδι δομής και ταυτόχρονα ένα σχόλιο πάνω στην απουσία αυθεντικότητας της σύγχρονης, εξαρτημένη στους τρόπους και τις εκδηλώσεις της, ζωής.




Οι επιρροές

Όταν ο Σίμπσον εμφανίστηκε το 1957, με το έργο ‘’Ένα ηχηρό κουδούνισμα’’, οι κριτικοί διέκριναν τις ομοιότητες και τις επιρροές του από το έργο του Ιονέσκο και κυρίως την ‘’Φαλακρή τραγουδίστρια’’ , το μονόπρακτο που είχε ανέβει στο Παρίσι το 1950. Πράγματι οι Σμιθς και οι Πάραντοκς, μοιάζουν με κοντινούς συγγενείς, κούφιοι άνθρωποι, που ανταλλάσουν κοινοτοπίες στην ηρεμία του προαστιακού τους σπιτιού. Και στα δυο έργα η πλοκή κυριαρχείται από το παράλογο των τυχαίων συμβάντων, τις ανούσιες επισκέψεις τα λογικά κενά και τα λογοπαίγνια. Ο ίδιος ο Σίμπσον όμως αρνείται μια τέτοια συγγένεια και εντοπίζει τις ρίζες τόσο του ύφους του, όσο και της φιλοσοφίας του, στην μακριά αγγλική παράδοση τις nonsense poetry του Έντουαρντ Ληρ και του Λούις Κάρολ, στα φαντασιακά παραμύθια του Κάρολ, στην κωμωδία του Σουίφτ και τα μυθιστορήματα του Γούντχάους. Πράγματι η λογική των παραπάνω έργων και κυρίως των ποιημάτων είναι αρκετά συγγενής με αυτή του Σίμπσον, αφού τα έργα δομούνται από ένα παιχνίδι λέξεων, το οποίο προκρίνει την ομοιοκαταληξία σε βάρος της λογικής συνάφειας, φτιάχνοντας ένα εντυπωσιακά μουσικό παράδοξο. Μια άλλη επιρροή μπορεί να εντοπιστεί στην ραδιοφωνική εκπομπή ‘’the goon show’’ που άρχισε το 1951 και έφερε για πρώτη φορά το σουρεαλιστικό χιούμορ στις μάζες. Το έργο του Σίμπσον λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στο λογοτεχνικό Χιούμορ των παραπάνω συγγραφέων και τους τηλεοπτικούς κωμικούς που πρωτοεμφανίστηκαν από τη δεκαετία του 60 και μετά. Ο ιδιαίτερος τρόπος αντιμετώπισης της ζωής, που αργότερα ονομάστηκε υπεραπλουστευτικά αγγλικό χιούμορ και έφτασε στο απόγειό του με το έργο των Monty Python χρωστάει πολλά στον Σίμπσον, ιδιαίτερα ως προς το μπόλιασμα του με μια διανοουμενίστικη αφέλεια.




Επίλογος: Νόρμαν Φρέντερικ Σίμπσον και Peter Cook

O Πήτερ Κουκ υπήρξε ο σημαντικότερος κωμικός της Αγγλίας τον 20ο αιώνα. Σχεδόν άγνωστος εκτός της χώρας του, πρόσφατα ανακηρύχτηκε κωμικός των κωμικών. Οι μονόλογοί του εμφανίζουν μια έντονη λογοτεχνικότητα και μια βαθειά αίσθηση του παραλόγου. Ήδη από τα νεανικά του χρόνια ήρθε σε επαφή με τον Σίμπσον και πρωταγωνίστησε στα πρώτα θεατρικά ανεβάσματα των έργων του. Οι μονόλογοι του El Wisty, του ενοχλητικού και παράλογου γέρου, που παρατίθενται μετά από το ‘’Ηχηρό κουδούνισμα’’, είναι ένα από τα πιο γνωστά και αστεία κομμάτια του, στο οποίο είναι εμφανής η επιρροή του Σίμπσον.

Δεν υπάρχουν σχόλια: