Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

Η λογοτεχνία μιας γενιάς και το «εμείς» του Δεκέμβρη



Εμείς η κατακραυγή
της κοινωνίας, οι αλήτες,
οι καταραμένοι, εμείς
που μείναμε στην πρώτη πατρίδα, στο παιδί...

Εμείς τρελοί από έρωτα, Νεκροί από πόνο, Λυσσασμένοι
από συνείδηση

(από την κατάληψη
της Λυρικής…)



Στην επιδερμική ανάλυση του δημοσίου λόγου, ο Δεκέμβρης έχει καταγραφεί ως το ξύπνημα μιας κοιμισμένης νεολαίας, μιας γενιάς που μοίραζε το χρόνο της ανάμεσα στο φροντιστήριο και την καφετέρια, ανάμεσα στην ηλεκτρονική οθόνη και το θέαμα μιας άχαρης πραγματικότητας. Η γενιά του καναπέ εξεγέρθηκε, έχοντας ξαφνικά αιτήματα, επιθυμίες και διεκδικήσεις. Αλλά για ποια γενιά μιλάμε με τόση σιγουριά; Ποιο άθροισμα εμφανίστηκε τόσο συμπαγές ώστε να γίνει μονάδα; Πόσο εύκολα ξεμπερδεύεις με ένα ετερογενές σύνολο ανθρώπων όταν το ομογενοποιείς, ώστε να ονομάσεις την επιφάνεια περιεχόμενο, την πράξη σκέψη, τις φωνές Φωνή;
Και όμως, το υπέδαφος περιέχει τα ορυκτά του ξένου, ανέγγιχτα από τους πολλούς, φωνές που κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να ακούσει, μια τέχνη που εκφράζεται εδώ και καιρό, με τη μοναδικότητα της μονάδας και τη δύναμη του συνόλου. Η γενιά πίσω από το Δεκέμβρη, έχει τη δική της φωνή, τη δική της τέχνη, το θέατρο, τον κινηματογράφο και την ποίηση της. Μια τέχνη λιγότερο φωτογενή από τον ψευδή τηλεοπτικό θρήνο, λιγότερο εντυπωσιακή από έναν καμένο κάδο, λιγότερο φλύαρη από έναν εξοργισμένο ρεπόρτερ.

Η ποίηση μιας ασχημάτιστης γενιάς

Πίσω από τα συνθήματα και τα πανό ξεπροβάλλει ο ποιητικός λόγος ανθρώπων μιας κοινής ηλικίας, μιας ασχημάτιστης ακόμα γενιάς. Ποιητικές συλλογές, περιοδικά, αναρτήσεις σε ιστολόγια, συζητήσεις. Ο φιλολογικός προσδιορισμός μιας γενιάς είναι καταδικασμένος να στοχεύει πάντα λανθασμένα, ορίζοντας κανόνες που οι τόσες εξαιρέσεις καταργούν. Παρ' όλα αυτά ακόμα και η χρονολογική εγγύτητα μπορεί να προσφέρει σε έργα διαφορετικά, κοινά χαρακτηριστικά, την περιγραφή μιας διάθεσης, έστω θολής. Διαβάζοντας τη γενιά αυτή ίσως να καταλάβουμε περισσότερα. Πολλές φορές η ποίηση μιλά πιο ξεκάθαρα από τα ερωτηματολόγια.
Στην ποίηση αυτής της γενιάς, ο κόσμος περιγράφεται ως ανία και ως απειλή [πολύ λίγο ενδιαφέρον\ πολύ λίγο κουράγιο\ ενώ\ έξω οι βόμβες σκάνε \οι μέρες φεύγουν\ κι εδώ \δε συμβαίνει τίποτα (Νικος Σφαμένος)], το καθημερινό μέσα στη ρουτίνα του γίνεται εφιάλτης, [το ελικόπτερο καταδιώκει το αυτοκίνητο.\ Οι θεατές σε ένα σύχρονο Κολοσσαίο: καναπές, τηλεόραση, τσιπς, μπύρα. «Σκοτώστε τους! Σκοτώστε τους!» (Γιώργος Λίλλης, γεν. 1974)], και το έξω περιγράφεται συχνά με μια γραμμή σχεδόν εξπρεσιονιστική [και αργός\ επίμονος συλλαβισμός\ όταν μαθαίνεις λέξεις, όπως\ «έρεβος», «νεκρός». (Μιχάλης Παπαντωνόπουλος, γεν. 1980)] Η γενιά είναι κληρονόμος ενός μέλλοντα ακυρωμένου [ο χρόνος, έτσι όπως μας δόθηκε σακάτης\ δεν τολμώ να πω τι δικαιώνει. (Γιάννης Στίγκας, γεν. 1977)], και μιας αποκλεισμένης ηλικίας [Σου θύμισε τα Εξάρχεια.\ Είχες πεθάνει κάποτε εκεί,\ μα πέρασε καιρός για να θυμάσαι. (Ιωάννης Τσίρκας, γεν. 1989)].

Το ενιαίο «εσείς»

Το σκληρό και μονοσήμαντο της πραγματικότητας, ταυτίζεται συχνά με αυτούς που το δημιούργησαν, τις προηγούμενες γενιές. Απέναντι σε αυτές η ποίηση γίνεται συχνά εχθρική [ ο γιός μου μ’ ένα ψεύτικο πιστόλι με σημαδεύει. «Μπαμπά! Μπαμ… Μπαμ... μπαμ… σε σκότωσα (Λίλης)]. Οι δημιουργοί του αδιεξόδου ταυτίζονται με τους διαδόχους που θα το διαχειριστούν, αποσπώνται από τον χρόνο και γίνονται ένα ενιαίο «εσείς», μιας κοινής στάσης τοποθετημένης απέναντι από το ποίημα [Εσείς που μασουλάτε τη μοναξιά μου\ με την τηλεόραση ανοικτή (Jazra Khaled, γεν. 1979)]. Απέναντι σε αυτό το «εσείς», η ποίηση απαντά άλλοτε με ειρωνεία [Την ανευθυνότητα της πράξης τους ανέλαβαν οι «Γελωτοποιοί του δεν γνωρίζω / δεν απαντώ» (Νικόλας Ευαντινός, γεν. 1982)], άλλοτε προτάσσοντας την αθωότητά [δεν είμαι δυνατός\ δεν είμαι δυνατός\ Αν ήμουν όμως\ θα σας έδειχνα εγώ (Νίκος Ερηνάκης, γεν. 1988)], άλλοτε προτρέποντας σε επίθεση [Ας γίνουμε ποίημα.\ Ας γίνουμε beat. Ας γίνουμε βενζίνη.\ Ποίηση σημαίνει επίθεση (Khaled) ]. Η σαφής πολιτική θεματική δεν λείπει, με αναφορές σε θέματα όπως π.χ. τη μετανάστευση [τον πήραν μεταγραφή είκοσι ευρώ τη μέρα\ δανεικό από κάπου στη β’ κατηγορία («Πράσινη Κάρτα», Θοδωρής Ρακόπουλος, γεν. 1981)] όμως, όλο και πιο συχνά η ποίηση απαντά σε αυτόν τον κόσμο με την ίδια την ουσία της, την ειλικρίνεια της ύπαρξή της.

Επιστροφή στον πολιτικό λόγο

Η πολιτική της συγκεκριμένης ποίησης προκύπτει μέσα από τα ίδια της τα υλικά, ένα όλο και εντονότερα παρατηρούμενο, ποιητικό «εμείς», που στέκει απέναντι σε έναν κόσμο που αποκλείει τόσο τη συγκεκριμένη γενιά όσο και την ίδια την ποίηση. [ θα μείνουμε μόνοι μας\ με ανέτοιμο αίμα/ και τ’ όνειρο θα ζει σε χαρτόκουτα (Στίγκας)], [παράξενο δάσος, τόσα ξοπίσω μας παιδιά\ γυρνάμε κι ανταμώνουμε\ εμάς, στα βήματά μας (Γιώργος Τσιόγκας, γεν. 1983)], [τα γλυπτά μας είναι όλα\ τρυφερά, από πάγο (Νίκος Βιολάρης, γεν. 1985)] κ.α., Αυτός ο πληθυντικός, άλλοτε αναφερόμενος σε ένα πρόσωπο, άλλοτε σε μια γενιά ή σε αυτούς που τάσσονται στο πλευρό του ποιήματος, συναντιέται σε κείμενα με διαφορετικό στόχο, διαφορετική θερμοκρασία και διαφορετική καταγωγή. Αυτό το ποιητικό εμείς, συμπαγές και ταυτόχρονα αφηρημένο, αποτελεί μια επιστροφή στον πολιτικό λόγο με όρους τελείως διαφορετικούς από το παρελθόν, χωρίς δόγμα και χωρίς βεβαιότητες. Είναι αυτό το «εμείς» που συγγενεύει με τη σπορά του Δεκέμβρη, μια φωνή που δεν μιλά για απαντήσεις αλλά για ερωτήσεις, όχι για τον ενικό εαυτό της αλλά για ό,τι τον ξεπερνά. Ή όπως γράφει ο Ζ.Δ. Αϊναλής (γεν. 1982) κι όμως/ δε μιλώ για τον εαυτό μου\ γι' αυτό και συλλογίζομαι τόσο πολύ τούτες τις μέρες και τον Νεοπτόλεμο\ και τόσους άλλους\ καμένη γενιά\ γενιά μου.

(στην εφημερίδα Εποχη)

Δεν υπάρχουν σχόλια: