Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010
Η αδικημένη σοδειά
* Ο θάνατος του Γιάννη Κοντραφούρη
και η γέννηση του ελληνικού μεταδραματικού θεάτρου
Η κίνηση στις περισσότερες πτυχές του ελληνικού πνευματικού βίου εμφανίζεται ως συντηρητική, απρόθυμη, εσωστρεφής. Δεν διορθώνει αλλά απορρίπτει, περιγράφει το κοινότοπο ως κλασικό, δεν επιθυμεί τη δημιουργία αλλά την αέναη επανάληψη που τελικά την ακυρώνει. Το νέο μένει εκτός, καταδικασμένο σε μια δύσκολη επιβίωση που το εξαντλεί στους τόσους προθάλαμους της αναμονής. Ο ελληνικός κανόνας συντάσσεται με κείμενα και ενέργειες βαλσαμωμένες, σε μια επανάληψη που υπενθυμίζει αντί να προτείνει, λοιδορεί πιο εύκολα απ’ ό,τι ενθουσιάζεται, γκρεμίζει πράξεις που δεν έχουν ακόμα χτιστεί.
Η περίπτωση του Γιάννη Κοντραφούρη είναι μια τέτοια περίπτωση, η ιστορία μιας αποσιωπημένης λάμψης, στο σκοτάδι του ελληνικού κανόνα. Η παρουσίαση του βιβλίου «Ιοκάστη και άλλα κείμενα για το θέατρο» (εκδόσεις Άγρα) στο θέατρο Άττις, στις 22 Δεκεμβρίου, ήρθε όχι για να μας υπενθυμίσει αυτή την ελληνική παθογένεια, αλλά πράττοντας πέρα και ενάντια σε αυτή, να μας προτείνει ένα νέο σημαντικό συγγραφέα και έναν νέο τρόπο ελληνικής θεατρικής γραφής.
Ο Γιάννης Κοντραφούρης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1968. Σπούδασε στο Θέατρο Τέχνης την περίοδο 1989-1991 και το 1999 σε εργαστήρια του Ιάπωνα σκηνοθέτη Ταντάσι Σουζούκι. Έπαιξε σε αρκετές ελληνικές παραστάσεις, σκηνοθέτησε, ίδρυσε την θεατρική ομάδα «Ομάδα Υψηλού Κινδύνου», έγραψε θεατρικά. Τον Σεπτέμβριο του 2007, πέθανε πρόωρα σε ηλικία 39 ετών. Άφησε πίσω του μια σημαντική σειρά από θεατρικά έργα που τον τοποθετούν στην πρώτη σειρά της ελληνικής θεατρικής γραφής. Το σύνολο των έργων αυτό παρουσιάστηκε στην παρούσα έκδοση.
Ο λόγος
ως πραγματική πράξη
«Τα παιδιά πενθούν», «Το Στεφάνι», «Όταν η Marilyn Monroe μένει μόνη της», «Μήδεια - η έξοδος», «Μισοφέγγαρα», «Φαίδρα», «Ιοκάστη». Τα κείμενα του Κοντραφούρη ζούνε την εποχή μετά το κείμενο. Τη μεταδραματική εποχή του θεάτρου. Μετά το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων (ή έστω την έντονη αμφισβήτησή τους) ο θεατρικός λόγος ζητά να αναμορφωθεί. Αυτό που προκύπτει είναι μια νέα κειμενική πρόταση. Ένας λόγος αποσπασματικός, στα σύνορα ανάμεσα στην ποίηση και τη σιωπή. Τα έργα μένουν ανοιχτά ως προς την παράστασή τους, δεν απαιτούν μια σαφή θεατρική αναπαράσταση, αλλά προτρέπουν προς μια αλληλεπίδραση με τη σκηνική τέλεσή τους. Τα πρόσωπα, οι διάλογοι, ο χώρος και ο χρόνος δεν δηλώνουν αλλά δεν δηλώνονται, υπάρχουν υπαινικτικά. Αυτό που κυριαρχεί, είναι η αίσθηση, μια περιγραφή πέρα από το συγκεκριμένο, την οικουμενική πρόταση, την ιδεολογική βεβαιότητα. Τα έργα του Γιάννη Κοντραφούρη δημιουργήθηκαν ταυτόχρονα με τα ευρωπαϊκά αντίστοιχα τους (π.χ. το «Crave» της Σάρα Κέιν), χωρίς όμως να επηρεαστούν από αυτά. Κύρια επιρροή του συγγραφέα, πέρα από τον ποιητικό λόγο, υπήρξε το έργο του Χάινερ Μίλερ και κυρίως η πρόσληψή τους μέσα από τις παραστάσεις του Θόδωρου Τερζόπουλου και του θεάτρου Άττις.
Στα έργα του Γιάννη Κοντραφούρη, ο λόγος είναι η πραγματική πράξη. Ένα αγκομαχητό πρόσωπων και εικόνων, έντονο, σχεδόν απτό. Η θεατρική σκηνή προκύπτει μέσα από αυτόν τον λόγο και εκτείνετε πέρα από τα σκηνικά της όρια. Αστικά τοπία, μικροαστικά ρημάδια, ο άνθρωπος αναλώσιμος και ο κόσμος εχθρικός. Η θεατρική φωνή, παίρνει τη μορφή της παιδικής αθωότητας, της απελπισίας του φύλου, της αγωνίας του οριακού και του αποκλεισμένου. Σπαράγματα λόγου από ένα περιβάλλον σπαραγμένο. Το έρημο του ανθρώπου γίνεται το έρημο του κόσμου. Και στο κέντρο του κόσμου αυτού, η γυναικεία μορφή εξέχουσα, λεηλατημένη, σπαραχτική.
Το υποκείμενο που μονολογεί τον εαυτό του, γίνεται αντικείμενο που παρατηρεί και περιγράφει την ύπαρξή του σαν κάτι μακρινό και ξένο, ο μονόλογος εξωτερικεύεται και το πρόσωπο της σύνταξης αλλάζει.
Μια αγωνιώδης προσπάθεια
προς το νέο
Στα έργα του Κοντραφούρη οι ταυτότητες μπερδεύονται, τα χαρακτηριστικά τους γίνονται ρευστά και τελικά μπλέκονται με το χέρι του συγγραφέα που τα συνθέτει, ανάμεσα στον ενικό της ενότητας και τον πληθυντικό του κόσμου, σε ένα ψηφιδωτό όλο, σε χώρο και χρόνο αβέβαιο.
Στη θεματική των έργων εμφανίζεται ο μύθος της αρχαίας τραγωδίας. Η Μήδεια, η Φαίδρα, η Ιοκάστη. Ένας μύθος που δεν μιλά όμως με τη νεκρόφιλη ευλάβεια και συνέπεια της αναπαραγωγής και της πιστότητας, αλλά με την αρχική ρευστότητα με την οποία χρησιμοποιήθηκε από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, διαπραγματεύσιμος, ανοιχτός, δημιουργός ορίων και υπερβάσεων. Ο τρόπος αυτός διαχείρισης του υλικού, περιγράφει την ίδια την έννοια του καινούργιου στην τέχνη. Όχι ως παρθενογένεση, αλλά σαν μια αγωνιστική σχέση με το παρελθόν από το οποίο πηγάζει. Μια αγωνιώδη προσπάθεια προς το νέο.
Τα έργα του Γιάννη Κοντραφούρη χτυπήθηκαν και χλευάστηκαν, από έναν κόσμο που επιτίθεται στο νέο, μια κοινωνία που σε όλα τα επίπεδα επιλέγει να τρώει τα παιδιά της, να αποσιωπά το έργο τους και να το στοιβάζει περιμένοντας τη σκόνη. Η ανάγνωση των συγκεκριμένων έργων (αλλά και της παράστασης της «Ιοκάστης» με την Σοφία Χιλλ, η οποία θα ξεκινήσει σύντομα στο θέατρο Άττις), δεν γίνεται μόνο αναμέτρηση με τη σημαντικότατη πρόταση ενός νέου συγγραφέα, αλλά και με την απουσία πρότασης ενός κόσμου που επιμένει στο γήρας.
(ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΠΟΧΗ)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου