Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010

«Περί φωτίσεως»: ο Ζοζέ Σαραμάγκου και οι δημοτικές εκλογές



Η απώλεια γεννά μεγέθη, εξωραΐζει, νομιμοποιεί την υπερβολή, περιγράφει με συναίσθημα χωρίς διάθεση κριτικής. Ο πρόσφατος θάνατος του Ζοζέ Σαραμάγκου (18-6-2010) τον τοποθέτησε με μιας στο πάνθεο των κλασικών συγγραφέων. Όμως το αληθινό μέγεθος αποκτά τα χαρακτηριστικά του με την πάροδο του χρόνου. Πώς μπορούμε να μιλήσουμε ανάμεσα σε επικήδειες υπερβολές για το πραγματικό μέγεθος κάποιου; Με ποιο τρόπο θα τον πλησιάσουμε από την αρχή με αγνό και αμόλυντο βλέμμα; Πολλές φορές κριτήριο θα μπορούσε να αποτελέσει, το πόσο συχνά ανατρέχουμε στο έργο ενός συγγραφέα εγκλωβισμένοι στο άγχος των ερωτηματικών και ακόμα περισσότερο το πόσο συχνά στο έργο αυτό βρίσκουμε απαντήσεις.
Η τελευταία περίοδος, πολιτικά ταυτίστηκε όχι μόνο με το προεκλογικό κλίμα αλλά ταυτόχρονα και με μια συζήτηση γύρω από το χαρακτήρα των εκλογών και ίσως για κάποιους, γύρω από την ίδια τη φύση τους. Το μυθιστόρημα «Περί φωτίσεως» (2004), χωρίς καν να προλάβει να γεράσει, γίνεται επίκαιρο και μυθιστορηματικό σημείο αναφοράς μιας προβληματικής. Ο πορτογάλος συγγραφέας περιγράφει, με αφορμή κάποιες δημοτικές εκλογές, την απότομη ωρίμανση ενός λαού προς την αλληλεγγύη και την αυτοοργάνωση, αλλά ταυτόχρονα και τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την καταστολή της.

Το «ολίσθημα» των πολιτών
Όπως σε όλα τα μυθιστορήματα του Σαραμάγκου, ο χρόνος και ο χώρος είναι ασαφείς αλλά απόλυτα οικείοι (επιτρέποντας πιο εύκολα την ταύτιση), προσδιοριζόμενοι τελικά σαν το απόλυτο εδώ και τώρα του μύθου. Σε κάποια πρωτεύουσα κάποιας χώρας διεξάγονται δημοτικές εκλογές. Με έκπληξη, μετά την πρώτη καταμέτρηση, η πολιτική ηγεσία ανακαλύπτει πως το 70 % των κατοίκων ψήφισε λευκό. Φοβισμένη από το ολίσθημα των πολιτών, επιλέγει να κηρύξει επανάληψη της εκλογικής διαδικασίας προσμένοντας τη διόρθωση του «στατιστικού λάθους». Τη φορά, όμως, αυτή η λευκή ψήφος αγγίζει το 83%. Αδυνατώντας να αποδεχτεί την στάση των πολιτών, η κυβέρνηση, χαρακτηρίζει τη μαζική πολιτική επιλογή ως «καθαρή και απροκάλυπτη τρομοκρατία», αναστέλλει κάθε συνταγματική εγγύηση και κηρύσσει στρατιωτικό νόμο. Τελικά, μαζί με το στρατό και την αστυνομία φεύγει από την πόλη, προσμένοντας το χάος που θα κατοχυρώσει την αυτονόητη αναγκαιότητά της. Η πόλη όμως θα λειτουργήσει διαφορετικά: οι κάτοικοι θα αυτοοργανωθούν και η κοινωνία θα επιβιώσει. Οι αρμοδιότητες θα μοιραστούν με φυσικότητα φέρνοντας μια κοινωνική ισορροπία που θα καταφέρει να διαχειριστεί με επιτυχία τα διάφορα προβλήματα, το κυκλοφοριακό, την καθαριότητα, την εγκληματικότητα. Η πανικόβλητη ηγεσία θα λάβει δραστικά μέτρα και με μια σειρά από πράξεις που στρέφονται κατά των πολιτών (προβοκάτσιες, προπαγάνδα) θα φέρει ξανά τη «δημοκρατική ομαλότητα».

Τι θα γινόταν αν...
Τα μυθιστορήματα του Σαραμάγκου αποτελούν μια λοξή ματιά προς το δοκίμιο, αποφεύγοντας όμως το διδακτισμό, μέσω της χρήσης μιας έντονα επεξεργασμένης λογοτεχνικής τεχνικής. Το φανταστικό και το μαγικό λειτουργούν ως αξιωματικές αφετηρίες. Η παιδική αφέλεια της ερώτησης «τι θα γινόταν άμα…», γίνεται εργαλείο για μια σχεδόν χειρουργική τομή πάνω στην ανθρώπινη φύση και ταυτόχρονα έδαφος για να καρπίσει μια από τις σημαντικότερες μυθιστορίες της σύγχρονης εποχής. Τι θα γινόταν άμα η Ιβηρική χερσόνησος ξεκοβόταν από την υπόλοιπη Ευρώπη, γινόταν νησί και έπλεε ελεύθερη στον Ατλαντικό ωκεανό (Η πέτρινη σχεδία); Τι θα γινόταν άμα το σύνολο του πληθυσμού μιας χώρας ξαφνικά τυφλωνόταν (Περί τυφλότητος); Τι θα γινόταν άμα οι άνθρωποι σταματούσαν να πεθαίνουν (Περί θανάτου);
Το φανταστικό δεν παρεμβαίνει στην εξέλιξη του μυθιστορήματος. Οι ήρωες λειτουργούν με απόλυτα λογικούς όρους σε μια κατάσταση που η αρχή της έχει οριστεί ως παράλογη. Με τον τρόπο αυτό ο συγγραφέας εξετάζει και παρουσιάζει τον άνθρωπο χωρίς προαπαιτούμενα μια και τον τοποθετεί πάντα σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, μέσα στην ειλικρίνεια του πανικού και του ξαφνικού. Τα μυθιστορήματα του Σαραμάγκου είναι παραβολές που δεν ζητούν να διδάξουν, δεν επιμένουν στο άκαμπτο, αλλά παρουσιάζουν την πραγματικότητα καλειδοσκοπικά, παραλλαγμένη αλλά ταυτόχρονα γυμνή στην ειλικρίνεια της.

Το τρίξιμο κάθε θέσφατου
Το μυθιστόρημα «Περί φωτίσεως», δεν αποτελεί έναν λίβελο κατά της εκλογικής διαδικασίας. Στρέφεται πολύ περισσότερο κατά αυτού που ο Ζίζεκ περιγράφει ως «καταναγκαστική φύση των δημοκρατικών τελετουργικών της ελευθερίας», των κατοχυρωμένων δομών και θεσμών που ορίζουν το πολιτικά λογικό και αυτονόητο. Ουσιαστικά, ο Σαραμάγκου περιγράφει την ανάταση ενός πληθυσμού απέναντι σε αυτό το πολιτικά αυτονόητο (άρα και υποχρεωτικό) και στην υπέρβασή του με όρους που το ίδιο το σύστημα τού έχει παραχωρήσει, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορεί να ελέγξει. Οι πολίτες δεν διαλέγουν την αποχή αλλά αντιθέτως τη συμμετοχή στην πολιτική με τρόπους άμεσους χωρίς διαμεσολαβητές και διαμεσολαβήσεις.
Αυτό που τελικά βιώνει ο αναγνώστης, είναι το δικαίωμα στην έμπρακτη αμφισβήτηση και ανυπακοή, αλλά και τις ευθύνες που αυτές φέρνουν. Το τρίξιμο κάθε θέσφατου και την κατάρρευση κάθε αυταπόδεικτης πραγματικότητας. Το «Περί φωτίσεως» δεν αποδεικνύει μόνο στο χαμένο στο προεκλογικό κλίμα αναγνώστη, το δημιουργικό μέγεθος του Ζοζέ Σαραμάγκου, αλλά ουσιαστικά του προφέρει ένα κριτικό εργαλείο, ώστε να κινηθεί μέσα σε αυτό, να προβληματιστεί, να επιλέξει και να πράξει.

(ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΠΟΧΗ)

Δεν υπάρχουν σχόλια: