Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

Υπέρ της μελαγχολίας



Σε πρόσφατο άρθρο του στην Καθημερινή, ο Στέφανος Κασιμάτης έγραψε για τον υπουργό παιδείας Αριστείδη Μπαλτά: “Εκτός από ιδεοληπτικός όμως, έχει και κάτι άλλο, που τον κάνει ξεχωριστό ως προσωπικότητα: “νομίζω, πρέπει να είναι από τους πλέον δυσάρεστους ανθρώπους που έχω δει ποτέ στη ζωή μου. Το σκοτεινό, αγέλαστο ύφος του, η βαθιά κατάθλιψη του βλέμματός του αναδίδουν όλο τον φανατισμό του και τον κάνουν να θυμίζει κάπως τον Αλτουσέρ”. Το κείμενο είχε σαν στόχο την υπεράσπιση του νόμου Διαμαντοπούλου.
Δεν θα προβούμε σε υπεράσπιση του κυρίου Μπαλτά. Κάτι τέτοιο μοιάζει αχρείαστο και άκομψο σε μια επίθεση με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και το συγκεκριμένο επίπεδο. Άλλωστε απάντησε ο ίδιος ο υπουργός. Ούτε θα χαρακτηρίσουμε τα γραφόμενα του Στέφανου Κασιμάτη. Θεωρούμε πως αυτά έχουν απαξιωθεί από τον ίδιο τον αρθρογράφο σε μια σειρά από επιλογές. Από την επιλογή του να ευχαριστήσει τη Χρυσή Αυγή, από την επιλογή του να πρωτοστατήσει στην κατασκευή και τη σταυροφορία της θεωρίας των δύο άκρων, από τη στάση του απέναντι στον απεργό πείνας Νίκο Ρωμανό, όπου τον ειρωνευόταν ενώ ο ίδιος βρισκόταν με τσακισμένη υγεία στα πρόθυρα του θανάτου και από πολλά ακόμη.

Τα στερεότυπα που παράγουν πολιτικό λόγο

Αυτό που παρουσιάζει ενδιαφέρον στον συγκεκριμένο λίβελο, είναι η στρατηγική που ακολουθεί και αντιπροσωπεύει. Έχουμε γράψει και σε άλλο άρθρο, με άλλη αφορμή, για την επιστράτευση της χαρακτηρολογίας ως εργαλείο πολιτικής απαξίωσης του ΣΥΡΙΖΑ και μονόδρομης αντιπολιτευτικής τακτικής. Για τις περιγραφές που αναπαράγουν την κοινοτοπία και μαζί υφέρποντα στοιχεία όπως ο ρατσισμός, ο σεξισμός και η ομοφοβία. Αφηγήσεις που μπορούν να καταβαραθρώσουν, χωρίς να χρησιμοποιούν πολιτικό επιχείρημα, ανάλογα με τη βούληση του διαχειριστή τους. Με τον τρόπο αυτό ο πολιτικός εκπίπτει σε περσόνα, σε κομμάτι μιας αφήγησης, που πλάθεται ανάλογα με τις προθέσεις του συγγραφέα. Στην τότε πρόχειρη καταγραφή εντοπίζαμε τις (προς θετική ή αρνητική χρήση) περσόνες της κακομαθημένης υστερικής, του φτωχού πλην τίμιου πολιτικού, του παιδιού του λαού, του κουλτουριάρη υπουργού και του απείθαρχου βουλευτή. Ο Στέφανος Κασιμάτης με το άρθρο του απλώς προσέθεσε έναν ακόμη ανθρωπότυπο στην κακοζωγραφισμένη τοιχογραφία του (εκλιπόντος) πολιτικού λόγου. Αυτή του μελαγχολικού πολιτικού.
Όπως όλες οι αντίστοιχες καταγραφές, έτσι και αυτή κουβαλά στερεότυπα, επιταγές και υπεραπλουστεύσεις στα όρια του ρατσισμού. Έτσι, ο άνθρωπος ο οποίος κρίνεται ως μελαγχολικός, ταυτίζεται με την κατάθλιψή ακόμα και την επικίνδυνη για τους γύρω μανία (έτσι αντιλαμβανόμαστε την χαριτωμένη αναφορά στον Αλτουσέρ).
Ο μελαγχολικός παρουσιάζεται εδώ ως μιαρός, ως εξόριστος της κοινωνίας ο οποίος όχι μόνο δεν μπορεί να διοικήσει ή να προσφέρει, αλλά είναι και επικίνδυνος για τους γύρω του. Ως ένα φανατικό, μιαρό, δυσάρεστο, αρνητικό ον.

Η δικτατορία του υποχρεωτικώς θετικού

Στην πραγματικότητα, ο αρθρογράφος αναπαράγει μια από τις αξιολογήσεις του τρέχοντος κυρίαρχου λόγου, τοποθετώντας την στον υπερθετικό του βαθμό. Περιγράφει και αποδέχεται την κοινωνία αυτή, που σε καταδικάζει σε μια ατελείωτη κυριαρχία του θετικού. Την υποχρεωτική υγεία και χαρά, την άρνηση του πένθους, της μοναξιάς. Την απόλυτη δικτατορία της νεότητας (άσχετα από ηλικία), την κυριαρχία της κατασκευασμένης εικόνας, της επιφάνειας, του φανταχτερού κενού.
Και όμως, μεσ’ την σιωπή του, ο μελαγχολικός κραυγάζει σε μια κοιλάδα βουβών ουρλιαχτών ευωχίας. Η μελαγχολία παραμένει καταγεγραμμένη στα ποιήματα και τα κείμενα των Ρομαντικών, στους πίνακες του Χόπερ, σε τοπία και στοχασμούς χαραγμένους στον καιρό, σε στιγμές μόνωσης όπου ο ίδιος ο εαυτός τρέφεται με εαυτό και μεγαλώνει. Για ποιον λόγο όσοι έχουν αναδειχθεί εξαίρετοι στη φιλοσοφία ή στην πολιτική ή στην ποίηση ή στις τέχνες είναι μελαγχολικοί; αναρωτιέται και ταυτόχρονα δηλώνει ο Αριστοτέλης στο “30ό, 1 πρόβλημα”. Η μελαγχολία είναι η δύναμη του οργανωμένου ρεμβασμού, “η ευτυχία του να είσαι θλιμμένος” σύμφωνα με τον Βίκτωρα Ουγκώ, όχι μια αρρώστια αλλά μάλλον μια τοποθεσία, όπου συναντάς τον εαυτό και την μόνωση, την δυνατότητα και τον αναστοχασμό.
Κόντρα στη νεκρή γεωμετρία και τα υποχρεωτικά χαμόγελα, κόντρα στο ατελείωτα θετικό, που παραμορφώνει το κάθε τι ανθρώπινο και κόντρα στους κασιμάτηδες, ας επιλέξουμε την μελανή χολή της μελαγχολίας απέναντι στην κίτρινη χολή της απαξίωσης, της ανέξοδης ευκολίας και του ρατσισμού.

(στην εφημερίδα Εποχή)

1 σχόλιο:

Βασίλης Ευγενίδης είπε...

"σε στιγμές μόνωσης όπου ο ίδιος ο εαυτός τρέφεται με εαυτό και μεγαλώνει"

Ωραία φράση, πολύ εύστοχη.