Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Ολα τα ρολόγια της πόλης



Τα ρολόγια τρέχουν παράλληλα με τον χρόνο της πόλης. Ιδροκοπούν να τον επιμερίσουν, να τον καταγράψουν, να τον τοποθετήσουν. Μετρούν τον παλμό της πόλης, προσπαθώντας να επιβεβαιώσουν πως στέκει όρθια και ζωντανή. Κάπου ανάμεσα στην υπεροψία της ακρίβειάς τους και την ασυναίσθητη παρουσία που επιβάλλει ο λειτουργικός τους ρόλος, τα ρολόγια στέκουν εκεί. Μοιρασμένα σε βιτρίνες και τσέπες, καμπαναριά και κομοδίνα, δημόσιες πλατείες και ιδιωτικά ράφια. Με ύφος κάλπικης αυταπάρνησης σε κοιτούν σαν να σου λένε πως μετρούνε για σένα, πράττουν στη θέση σου, όχι μόνο υπενθυμίζοντας τις αδυναμίες σου, αλλά με τρόπο τέτοιο ώστε να τις επιβάλουν ως χαρακτηριστικά σου, με ένα στρυφνό ύφος ταυτόχρονης υποτιμητικής κατανόησης και αγανακτισμένης δυσαρέσκειας. Στίγματα ακρίβειας πάνω στη ροή ενός ασυναίσθητου συνεχούς, σε κοιτούν αυστηρά επιβλέποντας τις κινήσεις σου. Μες στη βουβή τους όψη κρίνουν το πώς μοιράζεις τον χρόνο σου, διαμαρτύρονται και λοιδορούν χωρίς έκφραση, αδυνατώντας να επιβραβεύσουν, απλώς επιβεβαιώνουν την παρουσία και τον ρόλο τους, στην ήσυχη εξουσία της κρίσης τους.

Η Αθήνα είναι η πρωτεύουσα των σταματημένων ρολογιών. Των ξεχασμένων κουρδισμάτων, των φυλλοβόλων δεικτών, του άναρχου καταμερισμού. Δύσκολα θα συναντήσεις πόλη με τον χρόνο της τόσο άναρχα δομημένο. Τα δημόσια ρολόγια επιλέγουν σύμφωνα με τη δική τους βούληση ποια ώρα επιθυμούν να εκπροσωπήσουν. Αλλα κουρδισμένα στην αργοπορία, άλλα ενθουσιασμένα να προπορεύονται κατά πολύ, άλλα απλά αφημένα σε μια ακατανόητη ώρα. Μεθυσμένα ρολόγια καθησυχάζουν τη βιασύνη σου. Εδώ μπορείς πάντα να αργείς, να ξεχνιέσαι μπροστά σε ένα αδύνατο συμπέρασμα χρόνου όπως σου προσφέρεται από άπειρες διαφωνούσες πηγές. Και ακόμα και αν πλανάσαι από τους δείκτες που ξαστοχούνε για λίγο, θα βρίσκεις παντού τα σταματημένα ρολόγια, να σου αποκαλύπτουν μέσα από τη στιβαρότητα της ακινησίας τους το πόσο μάταιο είναι το μέτρημα, το πόσο ακίνητος στέκει ο χρόνος. Και έτσι, μέσα από τα βολικά αυτά διδάγματα ανακαλύπτεις πως όχι μόνο δεν έχεις αργήσει, αλλά και πως κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο να συμβεί.

Μπαίνουμε στον χρόνο για να βρούμε καταφύγιο από τον καιρό. Οταν οι δείκτες γίνονται σύμμαχοι, τα ρολόγια μεταμορφώνονται σε ομπρέλες που σε προφυλάσσουν από νεκρά δευτερόλεπτα, πρωινά ξυπνητήρια, ενοχλητικές υπενθυμίσεις. Τα ρολόγια, τότε, υπάρχουν για να ξεχνάς τον καιρό, να τον επιμερίζεις, να μπορείς να τον πλησιάζεις χωρίς να πληγώνεσαι. Μα δεν γίνεται να ξεχάσεις τον χρόνο. Ακόμα και αν τα καταφέρεις για λίγο, αρκεί ένας μικρός ασυναίσθητος χτύπος για να αναπλάσει την παρέλαση των λεπτών που δεν μέτρησες. Είναι άλλωστε και εκείνη η αθλιότητα των εκκλησιών. Οι μισάωρες ή ανά ώρα υπενθυμίσεις δεν σου αποκαλύπτουν τον χρόνο στον οποίο βρίσκεσαι. Κυρίως σου υπενθυμίζουν τη δυνατότητά τους να σου υπενθυμίζουν την ώρα, την προσεκτική επίβλεψη των δευτερολέπτων σου, το δικαίωμα και την εξουσία τους πάνω στον χρόνο σου. Τα καμπαναριά είναι μικρές, φιλικές αστυνομίες δευτερολέπτων.

Είναι αυτό το παιχνίδι της πόλης. Οι δείκτες τεμαχίζουν τον χρόνο, όπως το μαχαίρι τεμαχίζει το βούτυρο. Τον μοιράζουν στους κατοίκους, τους περαστικούς, τους απόντες σε μικρά ισόποσα τεμάχια. Καθένας μας κάτω από τα ρούχα κουβαλάει ένα κομμάτι χρόνου. Οι ταξιδιώτες τον πακετάρουν μαζί με τις αποσκευές τους, οι διαβάτες τον στριμώχνουν σε κάποια τσέπη και τα παιδιά τον κλοτσούν μαζί με τις μπάλες. Οι γηραιότεροι του εξασφαλίζουν μια θέση δίπλα τους στο παγκάκι, του λένε ιστορίες για μακρινά γεγονότα, συγγενείς που έφυγαν και συγγενείς που τους ξέχασαν. Είναι εύκολο το τεμάχιό σου να στραπατσαριστεί από το πλήθος, να εξατμιστεί από τη θερμοκρασία, να ξεχαστεί ανάμεσα σε ομπρέλες, φυλλάδια και όνειρα μιας χρήσης. Τις πιο πολύβουες ώρες είναι εύκολο κάποιος να στον κλέψει, σε ένα βαγόνι τρένου, ή σε κάποιο στρίμωγμα της συνάθροισης. Και όταν βρεθείς με άδεια τα χέρια, τότε συνήθως γίνεται σιωπή. Σιωπή που διαρκεί λίγο, αλλά ταυτόχρονα αρκετά ώστε να ακούσεις όλα τα ρολόγια της πόλης.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

2 σχόλια:

Λωτοφάγος είπε...

Πολύ όμορφο! Προτιμώ να σας διαβάζω εδώ, παρά στην εφημερίδα. Στο οικείο περιβάλλον.
Κι ας την αγοράζω ανελλιπώς κάθε μέρα.
Καλό σας βράδυ.

groucho marxism είπε...

Σας ευχαριστώ πολύ αγαπητέ μου λωτοφάγε!