Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

Έτσι είναι (αν έτσι νομίζετε): Το κάτοπτρο ως ταυτότητα, η ταυτότητα ως κάτοπτρο.



Γιατί Εγώ είναι ένας άλλος.
- Αρθούρος Ρεμπώ, από το γράμμα του οραματιστή.

Κάποιος μέσα μου είναι πιο πολύ εγώ απ΄ ό,τι ο εαυτός μου.
- Πωλ Κλωντέλ

Κα Πόνζα: Όχι κύριοι. Για μένα, είμαι εκείνη που νομίζουν οι άλλοι!
- Λουίτζι Πιραντέλο, Έτσι είναι (αν έτσι νομίζετε)

Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις όπου η σκηνοθετική πρόταση για την απόδοση ενός έργου είναι τόσο έντονη, τόσο ρυθμιστική και τόσο παρούσα καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, και ταυτόχρονα τόσο ευθύβολη και τόσο κυριολεκτική ως προς τον πυρήνα και την ουσία του. Ο λόγος για το Έτσι είναι (αν έτσι νομίζετε), που παρουσιάζεται από το Εθνικό θέατρο σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καρατζά.
Ο Πιραντέλο αποτελεί έναν από τους συγγραφείς που συναντά κανείς συχνότατα στην παραστασιογραφία του ελληνικού θεάτρου. Κατά κύριο λόγο, οι παραστάσεις επιλέγουν να αποδώσουν το έργο βασισμένες αποκλειστικά στη δυναμική του κειμένου, με τη σκηνοθεσία να περιορίζεται στην ευστοχία της πιστής απόδοση με κάποια επιμέρους στοιχεία αφαίρεσης. Η συγκεκριμένη απόδοση επιλέγει τον ακριβώς αντίθετο δρόμο. Πλησιάζει το κείμενο ξαναχτίζοντας το απ την αρχή εκφραστικά, σε ένα αποτέλεσμα που ελάχιστα θυμίζει οποιαδήποτε παράσταση του «πιραντελικού κανόνα» και ταυτόχρονα βρίσκεται ακριβώς στο κέντρο της πιραντελικής αντίληψης.
Καθ’ όλη την διάρκεια του έργου, δύο αλήθειες παρουσιάζονται μπροστά σε μια μικρή ομάδα ανθρώπων σε ένα επαρχιακό σαλόνι. Οι  αλήθειες της κυρίας Φρόλα και του κυρίου Πόνζα σε σχέση με την ταυτότητα της κυρίας Πόνζα. Η πρώτη επιμένει πως η κυρία Π. είναι η κόρη της, ο δεύτερος πως είναι η νέα του γυναίκα αφού η κυρία Π. (που όντως υπήρξε η πρώτη του γυναίκα) έχει πεθάνει. Και οι δύο δέχονται να παραστήσουν πως αποδέχονται την αλήθεια του άλλου, αλλά τον περιγράφουν ως τρελό στους ακροατές τους όταν αυτός απουσιάζει. Και οι δύο λόγοι μένουν μέχρι τέλους ισόρροποι και εξίσου πειστικοί, τα επιχειρήματα και των δύο πλευρών έχουν το ίδιο βάρος και η αλήθεια από το ψέμα είναι αδύνατο να διακριθούν. Μέχρι το τέλος του έργου και οι δύο αλήθειες ισχύουν, ενώ η Αλήθεια είναι κάτι που διαφεύγει.

Μέσα από ένα θεατρικό παιχνίδι ο Πιραντέλο επιχειρηματολογεί ως προς τη σχετικότητα, αν όχι την ανυπαρξία της αλήθειας. Ένα γεγονός υπάρχει ταυτόχρονα σε άπειρες αλήθειες ανάλογα με τον παρατηρητή του, την οπτική γωνία, την εστίαση, τις προθέσεις κτλ. Έτσι, η ταυτότητα παρουσιάζεται ουσιαστικά ως προβολή και κατ’ επέκταση ως κάτοπτρο. Εκείνος που το κοιτά είναι ταυτόχρονα και εκείνος που το ορίζει. Η αντικειμενικότητα είναι κάτι το ανέφικτο. Στο μόνιμο πιραντελικό μοτίβο, ο άνθρωπος είναι ταυτόχρονα ένας, κανένας και εκατό χιλιάδες, κι η λογική, ένα εργαλείο με πεπερασμένες δυνατότητες που όχι μόνο δεν μπορεί να συλλάβει αλλά ούτε καν να περιγράψει την πραγματικότητα.

Η επιτυχία της παράστασης είναι πως καταφέρνει να ντύσει τη μορφή του έργου με τα κυρίαρχα στοιχεία του περιεχομένου του. Να δώσει άλλο σχήμα στο ήδη υπάρχον υλικό. Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Καρατζά ξύνει τη ρεαλιστική μπογιά που καλύπτει το έργο και επιτρέπει στις ιδέες που πραγματεύεται να πάρουνε θεατρική μορφή.

Η αδυναμία της λογικής να περιγράψει την πραγματικότητα, στην παράσταση γίνεται αδυναμία να την αναπαραστήσει. Φορέας της αδυναμίας είναι η ομάδα που παρακολουθεί τις αλήθειες της κυρίας Φρόλα και του κυρίου Πόνζα, μια κοινότητα συγκροτημένη στην καχυποψία, στην υπεράσπιση της κοινωνικής νόρμας και τρόπου, στο βίωμα της πιο ασάλευτης πραγματικότητας. Οι χαρακτήρες που αγνοούν την άγνοιά τους και επιμένουν στην αναζήτηση της μόνης αλήθειας παρουσιάζονται ως όντα παράλογα. Ως αυτόματα και νευρόσπαστα, υπάρξεις κοινότοπες και άδειες, χωρίς ακολουθία ή αιτιολόγηση στις χειρονομίες και τις αντιδράσεις τους. Το σλάπστικ στιλιζάρισμα, το οποίο γεννά το κωμικό, ταυτίζεται με το παράλογο της ύπαρξης. Μια λεπτομερειακά χορογραφημένη και άψογα εκτελεσμένη από τους ηθοποιούς σύνθεση, γεμάτη ασυνέχειες, εκρήξεις, άψογο κωμικό ρυθμό, υπερτονισμούς και χάσματα, καταφέρνει την εικονοποίηση του ρήγματος της λογικής. Αν –όπως συχνά λέγεται– ο Πιραντέλο αποτελεί έναν από τους προγόνους του θεάτρου του παραλόγου, τότε μπορούμε να πούμε πως η συγκεκριμένη απόπειρα παίρνει τον προπάτορα από το χέρι και τον τοποθετεί ανάμεσα στους απογόνους του με νέα όψη.

Η αναπαράσταση του ξεκουρδίσματος της λογικής γίνεται ακόμα πιο έντονη μέσα από την αντίθεση της παραπάνω ομάδας με την κυρία Φρόλα και τον κύριο Πόνζα (οι οποίοι μοιάζουν περισσότερο με ηθοποιούς που υποδύονται ρόλους), αλλά κυρίως με το χαρακτήρα του Λαμπέρτο Λαουντίζι. Ο Λαουντίζι, φορέας της αμφιβολίας και της σχετικότητας, γνώστης της άγνοιας, μοιάζει με αντιπρόσωπο του ίδιου του Πιραντέλο στο έργο του και στη συγκεκριμένη περίπτωση αποδίδεται σχεδόν ρεαλιστικά. Αν όλο το έργο μοιάζει με ένα σαδιστικό θεατρικό παιχνίδι διαχείρισης της αλήθειας, ρυθμιστής είναι ο Λαουντίζι. Στην παράσταση ρυθμίζει επίσης το «παιχνίδι των ρόλων».

Η παράσταση –αναπαράγοντας ευφυώς άλλο ένα από τα αγαπημένα μοτίβα του Πιραντέλο– λειτουργεί ως ένα ατελείωτο θέατρο εν θεάτρω, με συνεχείς εγκιβωτισμούς και μιμήσεις. Ως ένα αποτέλεσμα αποσπασμένο από τη θεατρική ψευδαίσθηση, χωρίς σκηνικά, με γυμνή τη σάρκα του θεατρικού χώρου, με μουσική μόνο μέσα από επί σκηνής πηγές, που ταυτόχρονα αναδεικνύει (και παίζει με) τη θεατρικότητα του καθημερινού. Το λαϊκό δικαστήριο, το κουτσομπολιό, τον ψίθυρο και την υποκρισία. Το θέατρο στη ζωή και τη ζωή στο θέατρο.

Και επειδή έχω την αίσθηση πως ο ενθουσιασμός σε κάνει να πολυλογείς, σταματώ εδώ. Η παράσταση του Έτσι είναι (αν έτσι νομίζετε), με την εξαιρετική της σκηνοθεσία, τις άψογες ερμηνείες και την επαναθεμελίωση του κειμένου, μας οδηγεί σε ένα αυτονόητο συμπέρασμα: Η τόλμη από μόνη της αξίζει επιβράβευση. Όταν όμως η τόλμη επιτυγχάνει τους στόχους της, τότε αξίζει κάτι περισσότερο από το χειροκρότημα.

[Λίγο πριν στείλω το άρθρο και σε αντίθεση με όσα γράφω παραπάνω, πληροφορούμαι ότι η παράσταση θα ολοκληρώσει τον κύκλο της νωρίτερα, στις 23 Μαρτίου και όχι στις προγραμματισμένες 13 Απριλίου. Πραγματικά περιμένω με αγνή ανυπομονησία την αιτιολόγηση από τη διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου. Με την ίδια ανυπομονησία που περιμένω να τελειώσει και η παράσταση του Φιλάργυρου. Με την ίδια ανυπομονησία που περιμένω την επόμενη παράλογη και καραμπινάτη απογοήτευση από το Εθνικό. (Αλήθεια, μόνο εγώ αισθάνομαι πως τελευταία όλο χτενίζουμε φαλακρές τραγουδίστριες;)]

(στο μπλογκ του περιοδικού Unfollow, στήλη Αντίσκηνο) 

Δεν υπάρχουν σχόλια: