Σάββατο 19 Απριλίου 2014

Καλά, για ποίηση θα μιλάμε τώρα;




Διερώτηση για να μην κάθομαι άνεργος

Ποτέ στ’ αλήθεια δεν το ’μαθα
  τί είναι τα ποιήματα.
Είναι πληγώματα
  είν’ ομοιώματα
    φενάκη
      φρεναπάτη;
Φρενάρισμα ίσως;
  ταραχώδη κύματα;
    τί είναι τα ποιήματα;
Είν’ εκδορές απλά γδαρσίματα;
  είναι σκαψίματα;
Είναι ιώδιο; Είναι φάρμακα;
  είναι γάζες επίδεσμοι
    παρηγόρια ή διαλείμματα;
Πολλοί τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα.
  Εγώ τα λέω ενθύμια φρίκης.

Νίκος Καρούζος


«Καλά εδώ ο κόσμος καίγεται και εμείς θα κάτσουμε να ασχολούμαστε με την ποίηση;» Να μια ερώτηση που συναντάς συχνά, πολλές φορές ακόμα και απ’ τα πιο απρόσμενα χείλη. Μα το έκτακτο των ημερών, ορίζει το χρόνο ως πανικό, ως ελάχιστο διάστημα στο οποίο χωρούν αποκλειστικά και μόνο τα απαραίτητα. Και η ποίηση; Ποια η αναγκαιότητα της, ακόμα-ακόμα ποια η χρησιμότητά της; Και η κουβέντα κουβαλά το σακίδιο των στερεοτύπων μέχρι την κορυφή της σιωπής: καταραμένοι ποιητές και άπατα αλκοολούχα ποτήρια, σκονισμένα φιλολογικά σαλόνια, νεαροί που αυτοκτονούν κάθε 10 λεπτά και περνούν τα απογεύματα πυροβολώντας τους φίλους τους (φταίει το αψέντι), μια παρατεταμένη εφηβεία που ψευδίζει, η ποίηση ως υπόθεση ενός κλειστού κύκλου μυημένων, βιογραφικές εξάρσεις και ανεκδοτολογικές λεπτομέρειες, τρόποι ζωής και μιμήσεις, λέξεις μεγάλες και λέξεις άδειες, τα 5 - 10 ονόματα Ελλήνων και ξένων αριστερών ποιητών που αναπαράγουμε αντανακλαστικά και με προσήλωση σχολική εορτής. Και οι φράσεις εξουθενωμένες να κυνηγάνε την ουρά τους αρχίζουν να την μασάνε μέχρι να καταπιούν τον εαυτό τους. Και κάπου ανάμεσα στις ερωταποκρίσεις όλη η ουσία (ακόμα και αυτή που δεν χρειάζεται να ειπωθεί), όλη η ουσία (κυρίως η δική μας ουσία), όλη η ουσία (ωραίες δεν είναι οι επαναλήψεις;) μας διαφεύγει. Ο υπνόσακος της κρίσης δεν έχει χώρο για ποιήματα σύντροφοι.

Τις μέρες της ισχυρής Ελλάδας, με όλους τους δείκτες της αισιοδοξίας σε πλήρη στύση, η ποίηση έμοιαζε με μια ασχολία σαν όλες τις άλλες -ίσως λιγότερο φωτογενής- ή με ένα εξωτικό χόμπι όπως το κυνήγι φασιανού, η συλλογή μεσαιωνικών σπαθιών ή το βαλσάμωμα τύψεων. Και το ποίημα μια κατοικίδια παραξενιά. Οι στίχοι γλίστρησαν κάπου ανάμεσα στη στασιμότητα των σχολικών βιβλίων και τη μόνιμη κίνηση της ποπ κουλτούρας, την καφρίλα του λάιφσταϊλ και την όποια μοναξιά μας εξόριστη, κάπου ανάμεσα στα χασμουρητά των τηλεοπτικών εκπομπών τέχνης και τα επετειακά ημερολόγια με στίχους ποιητών. Με τον ερχομό της κρίσης, η παραξενιά αυτή περιγράφεται ως πολυτέλεια, ως υπερβολή και ως σπατάλη. «Καλά εδώ ο κόσμος καίγεται και εμείς θα κάτσουμε να ασχολούμαστε με την ποίηση;»


Πώς μπορεί να μιλήσει, λοιπόν, η ποίηση για τη φτώχεια, την ανεργία, τις δολοφονίες, τα βασανιστήρια; Μα νομίζω πως η ερώτηση είναι λανθασμένη. Η πραγματική ερώτηση θα έπρεπε να είναι: πώς μπορούμε να μιλήσουμε γενικά για τη φτώχεια, τη ανεργία, τις δολοφονίες και τα βασανιστήρια; Ποια γλώσσα μπορεί να κουβαλήσει το φορτίο της έκτακτης στιγμής, το βάρος της απώλειας, ή την αναγκαιότητα για το νέο; Αν κάθε γεγονός και κάθε συμβάν γύρω μας υπάρχει ως κείμενο, τότε μπορεί το κείμενο αυτό να είναι ένα απλό ρεπορτάζ; Πως μπορεί να μεταδοθεί το βάρος της πραγματικότητας; Όχι της κάμερας αλλά της πραγματικότητας που φωτογραφίζει ο ίδιος ο χρόνος;

Η ποίηση είναι κρίση. Ακόμα περισσότερο είναι γλώσσα της κρίσης. Τις μέρες εκείνες που προηγήθηκαν, τις μέρες εκείνες που πια πέρασαν ανεπιστρεπτί μουδιάσαμε από την ατροφικότητα του χρόνου, ζήσαμε τις επιταγές των φιλοτελιστών της ιστορίας, τη στασιμότητα ως τη μόνη εξέλιξη. Όμως, σήμερα ο χρόνος μας επιστρέφεται συμπυκνωμένος. Ας αναλογιστούμε πόσα πολλά άλλαξαν γύρω μας μέσα σε τόσο λίγο χρόνο. Πόσες βεβαιότητες ισοπεδώθηκαν, πόσα κεκτημένα κατέρρευσαν, πόσα δεδομένα εξαχνώθηκαν. Πόση ιστορία περπάτησε ανάμεσά μας.
Στην εποχή της κρίσης η ποίηση γίνεται προνομιακός συνομιλητής. Η συμπύκνωση της ιστορίας, μπορεί να μεταδοθεί μόνο μέσα από τη συμπύκνωση της γλώσσας, μέσα από τη διαδικασία της ποίησης. Γιατί το ποίημα κυριολεκτεί πιο βαθιά από την κυριολεξία, κουβαλά μέσα του αυτό που δεν ειπώνεται, ακριβώς γιατί δεν μπορεί να ειπωθεί. Σε μια εποχή που η σιωπή εξημερώνει τις κραυγές, χρειαζόμαστε στίχους για να κυριολεκτήσουμε το συνταρακτικό.

(στην εφημερίδα Εποχή)

2 σχόλια:

ειρήνη είπε...

συμφωνώ

kostas.nik είπε...

επιπλέον είναι και ανάγκη. ποιος τολμά να αμφισβητήσει την ανάγκη; ποιο μυαλό δεν αντιλαμβάνεται αυτό το κενό που καλύπτει η ποίηση; ποιος διαφωνεί ότι χρειαζόμαστε αντίβαρο στη διάχυτη ασχήμια; την ασχήμια που ξεκινά πάντα από το λόγο. ποιος;