Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

ΣΥΖΗΤΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΑΛΕΞΑΚΗ



Πρώτη συνάντηση με τον συγγραφέα της «Πρώτης λέξης» και με κερδίζει από την πρώτη ώρα η αίσθηση ότι συνομιλώ με ένα άνθρωπο που έχει το πάθος για τη συγγραφή και την έρευνα που αναδύεται από τα βιβλία του, που «ζει αυτά που θέλει να γράψει και δεν γράφει αυτά που ζει», που αγαπά τον άνθρωπο και πιστεύει στους νέους. Η αμετανόητη τάση μου να ταυτίζω το έργο με το δημιουργό, με έχει φέρει συχνά σε δύσκολη θέση. Στην περίπτωση του Βασίλη Αλεξάκη, όμως, η συνομιλία μαζί του ήταν αεράκι στα πανιά μου. Όπως και η ανάγνωση των βιβλίων του. Αυτή τη θετική και υποστηρικτική ενέργεια δεν κουράζεται να την προσφέρει.
Ζ.Γ.



Τη συνέντευξη πήραν
η Ζωή Γεωργούλα
και ο Θωμάς Τσαλαπάτης

Η αναζήτηση για τη γέννηση και την εξέλιξη της γλώσσας επανέρχεται τακτικά στα βιβλία του Βασίλη Αλεξάκη σαν κινητήρια δύναμη για τη συγγραφή και μοιάζει σαν να αναλαμβάνει το ρόλο του παθιασμένου δημοσιογράφου ή του ερευνητή, για να την ικανοποιήσει. Τι προηγείται, η περιέργεια ή η στοιχειοθέτηση του μύθου; «Αναγκάζομαι να διαπιστώσω ότι οι γλώσσες είναι κεντρικό θέμα σε τρία βιβλία μου, αν και δεύτερο κεντρικό θέμα. Διότι πάντα το θέμα είναι μυθιστορηματικό και πάνω σε αυτό χτίζεται μια έρευνα ή μια αναζήτηση γύρω από τη γλώσσα. Δεν γράφω αυτά που ζω, αλλά ζω αυτά που θέλω να γράψω. Δεν δικαιολογείται σε ένα μυθιστόρημα να κάνει κάποιος αυθαιρεσίες, άλλωστε έχω ένα τεράστιο πεδίο ελεύθερο, το ίδιο το μυθιστόρημα. Το θέμα της έρευνας έχει ενδιαφέρον για μένα στο βαθμό που παράγει ιστορίες, διότι όλες οι λέξεις έχουν να πουν μια ιστορία, αλλά και γιατί αυτή η διαδικασία βοηθάει στην ανάπτυξη του μυθιστορήματος, η οποία με τη σειρά της βοηθάει στην έρευνα. Υπάρχει ένα διάλογος. Στην περίπτωσή μου, πάντως, η έρευνα εκφράζει μια αγάπη, όχι μια επιστημονική περιέργεια. Δεν είμαι γλωσσολόγος που αφηγείται μια ιστορία».
Σε αυτά τα βιβλία [«Η μητρική γλώσσα» (1995), «Οι ξένες λέξεις» (2003) και «Η πρώτη λέξη» (2011)] η εξερεύνηση της γλώσσας μοιάζει σαν εργαλείο για τη διαχείριση της ιδέας ή του βιώματος της απώλειας. «Το θέμα και στα τρία βιβλία που συζητάμε είναι ο θάνατος. Στη Μητρική γλώσσα είναι ο θάνατος της μάνας, οπότε η επιστροφή στα ελληνικά λειτουργεί ως υποκατάστατο της φωνής της μάνας. Στις Ξένες λέξεις είναι ο θάνατος του πατέρα, που ο αφηγητής δεν αντέχει να τον εκφράσει στη γλώσσα του πατέρα και χρειάζεται μια νέα γλώσσα για να είναι λιγότερη επώδυνη η αναφορά. Στην Πρώτη λέξη είναι ο θάνατος του αδελφού. Σε σχέση με το θάνατο της μάνας μου, ίσως μέσα από τις ελληνικές λέξεις έψαχνα να βρω τη φωνή της μάνας μου. Με την αφρικάνικη γλώσσα που έμαθα για τις Ξένες λέξεις ήταν ακριβώς το αντίθετο. Δηλαδή στον πατέρα μου, ο οποίος
ήταν ηθοποιός και λίγο παραμυθάς, θα άρεσε να μιλήσω για κείνον σε μια άγνωστη τελείως γλώσσα και στους δυο μας, θα τον διασκέδαζε. Στην Πρώτη λέξη το ότι η αδελφή αναγκάζεται να μπει στα χωράφια του αδελφού του αμέσως μετά το θάνατό του, είναι ένας τρόπος να τον κρατήσει ζωντανό, να συνομιλεί μαζί του σε ένα νέο είδος σχέσης, διότι αυτός πια δεν μιλάει και έχει πάρει το λόγο η αδελφή».
Επικοινωνεί και γράφει τα βιβλία του σε δύο γλώσσες, ελληνικά και γαλλικά, με την ίδια ευχέρεια, ενώ έμαθε και μια αφρικανική γλώσσα, τα σανγκό, για χάρη της συγγραφής. Αισθάνεται άραγε να απομακρύνεται από τη μητρική του γλώσσα και τα βιώματά της; «Καμία γλώσσα δεν σε απομακρύνει από τις άλλες. Αντίθετα, ερχόμενος σε επαφή με άλλες γλώσσες ανακαλύπτεις πτυχές της δικής σου γλώσσας. Και λόγω των γνώριμων λέξεων που συναντάς, αλλά και λόγω των διαφορών. Στην αφρικανική σανγκό, ας πούμε, χρησιμοποιούν την άρνηση στο τέλος της πρότασης, εμφανίζουν όλα τα πράγματα θετικά, ακόμα και το θάνατο. Είναι μια γλώσσα αισιόδοξη μέχρι την τελευταία λέξη. Αυτή είναι μια παρατήρηση που σε βάζει σε σκέψεις για τα ελληνικά ή τα γαλλικά που δηλώνουν την άρνηση νωρίς σε μια πρόταση».

Η γλώσσα
ως πολιτικό εργαλείο

Η επικοινωνία των γλωσσών κατά την εξέλιξη τους, που αποδεικνύεται και από την επιστημονική έρευνα, έχει και πολιτική αξία. Αφαιρεί το επιχείρημα της ανωτερότητας της μιας γλώσσας έναντι της άλλης. «Με ενδιέφερε πολύ και η πολιτική πλευρά. Να δοθεί μια απάντηση στους απανταχού εθνικιστές για την υπεροχή της γλώσσας που ο καθένας τους υπερασπίζεται. Χάρηκα πολύ που υποστηρίχθηκε αυτό και επιστημονικά. Πόσες ξένες λέξεις έχουν από την αρχαιότητα ακόμη τα ελληνικά... Πράγμα, μάλιστα, που ο Πλάτωνας δεν το αναφέρει καθόλου, σαν να μην υποψιάζεται ότι τα ελληνικά έχουν δανειστεί ξένες λέξεις, ότι οι γλώσσες επικοινωνούν. Αυτό οφείλεται και στη δική του θεωρία, με την οποία καπελώνει τη γλώσσα, ότι η γλώσσα είναι ένα θείο δημιούργημα. Όταν ξεκινάς έτσι, αυτοπεριoρίζεσαι, δεν αφήνεις περιθώρια έρευνας».
Ζούμε σε μια εποχή που η γλώσσα λειτουργεί και ως εργαλείο αποπλάνησης από τους πολιτικούς. «Η γλώσσα μοιραία παρακολουθεί τις πολιτικές εξελίξεις. Αυτό το διαπιστώσαμε και στη Χούντα, που υιοθέτησε ένα πολύ συγκεκριμένο λεξιλόγιο, και με τον Αντρέα Παπανδρέου, που εισήγαγε νέους όρους. Εδώ και καιρό βρισκόμαστε σε μια περίοδο που η πολιτική κάνει χρήση της γλώσσας για να εξαπατά. Οι λέξεις έχουν σημασία. Στα σάνγκο η λέξη πολιτικός σημαίνει απατεώνας και τίποτα άλλο. Είναι μάλλον μια λέξη που έφτασε εκεί μέσω των Γάλλων και της δόθηκε αυτή η έννοια».
Η γλώσσα υπάρχει όπως χρησιμοποιείται για να πραγματώνει την επικοινωνία αυτών που την μιλούν. Συχνά έχει ταλαιπωρηθεί και έχει ταλαιπωρήσει λόγω εκείνων που επιμένουν να την αντιλαμβάνονται ως ανάμνηση και όχι ως παρόν. Ζούμε μια τέτοια περίοδο σήμερα; «Μια καλή περίοδος για τη γλώσσα ορίζεται και από το αν η γλώσσα ανανεώνεται από τον κόσμο και όχι από την ηγεσία. Όπως έγινε στη μεταπολίτευση. Χρειάζεται η γλώσσα να είναι ελεύθερη. Και απευθύνομαι κυρίως στους μεγαλύτερους, διότι από μια ηλικία και μετά νοσταλγούν τη γλώσσα που έμαθαν στο σχολείο και αγανακτούν όταν αυτή η γλώσσα τείνει να εξαφανιστεί. Μα είναι μοιραίο, διότι και οι ίδιοι οι άνθρωποι που έμαθαν αυτή τη γλώσσα τείνουν να εξαφανιστούν. Οι γλωσσολόγοι δεν ανησυχούν για αυτό το φαινόμενο. Στην Ελλάδα υπάρχουν τρία φρένα: η ακαδημαϊκή συντήρηση, που επηρεάζει και το υπουργείο Παιδείας, η εκκλησία, η οποία δεν έχει παραδεχθεί ότι η επίσημη γλώσσα είναι η δημοτική. Η εκκλησία μάλιστα δεν επιτρέπει να μεταφραστούν τα εκκλησιαστικά κείμενα στη δημοτική, υπάρχει και άρθρο στο Σύνταγμα που το απαγορεύει. Δεν ξέρω άλλη χώρα στον κόσμο όπου το Σύνταγμα να επεμβαίνει σε γλωσσικά θέματα. Το τρίτο στοιχείο αντίδρασης είναι η ίδια η ελληνική διοίκηση. Είναι αδιανόητο, ας πούμε, να μην ισχύει η δημοτική για τα κύρια ονόματα».

Η θρησκεία του χρήματος

Τα σύνορα στις γλώσσες καλά κρατούν. Το όραμα της ενωμένης Ευρώπης κλονίζεται, τη στιγμή που μια ενιαία νεοφιλελεύθερη πολιτική επιχειρείται να επιβληθεί σε όλους τους λαούς των χωρών του κοινού νομίσματος. Υπάρχει ελπίδα αντίστασης; «Το ζήτημα που προκύπτει πίσω και πάνω από όλα αυτά είναι τι ζωή θέλουμε να κάνουμε. Θα έπρεπε να σταματήσουν όλα και να ξεκινήσει μια συζήτηση για το τι ζωή θέλουμε. Αυτός θα ήταν ένας τρόπος να αντιμετωπιστούν αυτά τα προβλήματα. Η επιδίωξή μας ποια είναι τώρα; Να ξαναμαζέψουμε λεφτά και να ξαναρχίσει η κατανάλωση; Για αυτό το «όραμα» αγωνιζόμαστε και αγωνιούμε; Αυτός ο τρόπος ζωής ήδη από τον Μάη του 68 είχε καταδικαστεί από μια μερίδα της νεολαίας. Μοιάζει σαν να κάνουμε μπρος πίσω. Νομίζω ότι οι νέοι έχουν τεράστιο ρόλο να παίξουν τώρα. Προς αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε και το κίνημα των Αγανακτισμένων. Πριν ένα μήνα περίπου είδα τον Στεφάν Εσέλ στη Νορμανδία και παρακολούθησα μια ομιλία του για την άνοιξη στις αραβικές χώρες. Κάποια στιγμή διαπίστωσε ότι το γαλλικό κοινό μιλούσε για τη θρησκεία σε αυτές τις χώρες και για το πόσο επικίνδυνη είναι. Ο μονοθεϊσμός βέβαια δεν επιτρέπει τη μετριοπάθεια και το ίδιο ισχύει και για τις δικές μας μονοθεϊστικές θρησκείες. Ο Εσέλ συμφώνησε μεν, αλλά τους είπε κάτι πολύ ενδιαφέρον, ότι θρησκεία δεν είναι αυτή που εμπνέεται από έναν θεό, υπάρχει και η δική μας θρησκεία, αυτή του χρήματος που μας κάνει εξίσου φανατικούς. Την ίδια καταγγελία που αρθρώνουν οι Γάλλοι για τους μουσουλμάνους την έκανε για τη δυτική κοινωνία. Θέλω να ελπίζω ότι η περίοδος κρίσης θα φέρει μια ανανέωση, όμως πρέπει να ανοίξει η συζήτηση που προαναφέραμε, την οποία όλοι σχεδόν αποφεύγουν. Εγώ μάλιστα διαφωνώ με αυτούς που λένε για τους νέους ότι δεν ξέρουν τι ακριβώς θέλουν. Βέβαια δεν το ξέρουμε, το θέμα είναι να το βρούμε, τώρα πρέπει να ανοίξει η συζήτηση. Εδώ που φτάσαμε, φτάσαμε λόγω βεβαιοτήτων, όχι λόγω αμφιβολιών. Η αρχή της λύσης θα προκύψει από τη νεολαία».

Εκκλησία: η πρώτη
ελληνική επιχείρηση

Η πολιτική των ευρωπαϊκών ελίτ επικρέμαται και πάνω από τους Γάλλους πια. Οι Γάλλοι έχουν αγανακτήσει ή βρίσκουν καταφύγιο στο στερεότυπο του τεμπέλη Έλληνα; «Οι Γάλλοι είναι σαν ζαλισμένοι από την κρίση και το φόβο μη χάσουν τη δουλειά τους. Ο παριζιάνος που ήταν παλιότερα υπερόπτης ή εθνικιστής, είναι σήμερα φοβισμένος. Μεγάλη αλλαγή. Ίσως λοιπόν οι Αγανακτισμένοι να προκύψουν και στη Γαλλία. Το κλίμα όσον αφορά την Ελλάδα είναι μάλλον θετικό και σε αυτό παίζουν ρόλο και οι έλληνες πανεπιστημιακοί στη Γαλλία. Ωστόσο, η Ελλάδα χάνει συνεχώς έδαφος στη Γαλλία. Για παράδειγμα, συρρικνώνεται η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών. Αυτό που κερδίζει έδαφος συνεχώς και με ένταση στη Γαλλία είναι η επίθεση εναντίον της ελληνικής εκκλησίας. Εφημερίδες δημοσιεύουν συχνά γελοιογραφίες για το σκάνδαλο της εκκλησιαστικής περιουσίας που δεν φορολογείται. Είναι μέγα θέμα και αποτελεί και συχνή ερώτηση που δέχομαι, στην οποία απαντώ ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που ζητιανεύει καθισμένη στους πρόποδες ενός βουνού από χρήματα που είναι η εκκλησιαστική περιουσία. Η εκκλησία είναι η πρώτη ελληνική επιχείρηση με υποκαταστήματα σε όλες τις γειτονιές, τα οποία δεν έχουν υποστεί καμία κατάληψη. Σε αυτό η γαλλική κοινωνία αντιδρά πάρα πολύ. Οι Γάλλοι δεν λένε δεν θα σας πληρώνουμε επειδή είστε τεμπέληδες, όπως ακούγεται στη Γερμανία, αλλά: δεν θα πληρώνουμε εμείς για να μην πληρώνουν οι παπάδες σας».
Αυτός ο λόγος όμως που δίκαια απασχολεί τους Γάλλους, παρότι εκφέρεται εν μέρει από την αριστερά, δεν υιοθετείται σθεναρά από τους Έλληνες. «Πρόκειται για μια από τις πολύ συντηρητικές όψεις της ελληνικής κοινωνίας, άκρως συντηρητική. Η αντιμετώπιση της εκκλησίας από το μέσο έλληνα είναι σχεδόν η αντιμετώπιση ενός ακροδεξιού. Στην Ελλάδα όταν αναφέρομαι σε αυτό το ζήτημα υπάρχει μια αντίδραση, με το επιχείρημα ότι η εκκλησία κάνει κάποιες αγαθοεργίες. Μα αυτό το κάνω κι εγώ, δεν χρειάζεται να είμαι πάμπλουτος».
Εν αναμονή, λοιπόν, μιας νέας συνάντησης με τον Βασίλη Αλεξάκη, μέσω του επόμενου βιβλίου του. «Η ιδέα είναι κάποιος που δεν μπορεί να περπατήσει και περιφέρεται σε έναν κήπο του Παρισιού, τον κήπο του Λουξεμβούργου, γιατί δεν μπορεί να πάει παραπέρα. Είναι ένας κήπος που έχει παίξει ρόλο σε πολλά γαλλικά μυθιστορήματα, στους Άθλιους, στους Τρεις σωματοφύλακες, και στη γαλλική ιστορία, και ο ήρωας φαντάζεται ότι επανέρχονται εκεί όλοι οι ήρωες της παιδικής του ηλικίας». Αυτό το βιβλίο υπήρξε αφορμή για μια συναρπαστική εξερεύνηση, στις κατακόμβες του Παρισιού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: