Πριν από μας αιώνιο ένα βήμα
Ολη μου τη ζωή δεν ξεπέρασα τα σαράντα πέντε κιλά, ίσως γι’ αυτό δεν μ’ έπαιρνε ο κόσμος στα σοβαρά, στα λεωφορεία οι άνθρωποι με αγνοούσαν και περνούσαν διαμέσου του κορμιού μου, στο τέλος το πίστεψα κι εγώ η ίδια πως δεν ήμουν εκεί κι έγινα διάφανη. Αυτό ξεκίνησα να σου πω λέγοντας για τη τζαμαρία και τον παράδεισο, πως με απορρόφησε τελικά το γυαλί, αναλήφθηκα ένα ανύποπτο πρωινό σαν σπασμένη λάμπα μεταξύ μαινόμενων χερουβείμ, είμαι η πρώτη γυαλένια οσία στο χριστιανικό εορτολόγιο, οι μελλούμενες γενιές θα γιορτάζουν την επέτειο της αναλήψεώς μου θρυμματίζοντας με πέτρες βιτρίνες πολυκαταστημάτων. Πρόσεχε, κόβω απ’ όλες τις μεριές.
(απόσπασμα του πεζογραφήματος «Το γυαλί», από τη συλλογή «Χάντρες»).
Η Χρυσή Καρπαθιωτάκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1983. Σπούδασε στη Νομική Αθηνών. Το 2004 εξέδωσε τη συλλογή πεζογραφημάτων «Χάντρες, οχτώ εξομολογήσεις και ένας επίλογος» από τις εκδόσεις Πάροδος και από τον ίδιο εκδοτικό, ένα χρόνο μετά, εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Η Φυσαρμόνικα». Ποιήματά της έχουν επίσης εκδοθεί σε περιοδικά όπως το Πλανόδιον, η Ποίηση και αλλού.
Η ποίηση της Χρυσής Καρπαθιωτάκη (τόσο στα ποιητικά όσο και στα πεζά κείμενά της) είναι μια ποίηση αυστηρά ενική. Μια προσπάθεια να οριστούν οι αλλαγές στα μεγέθη της μονάδας-υποκειμένου και του κόσμου που την περιβάλει. Η ποιήτρια ζει έναν κόσμο καθημερινό, μα στη μεταφορά από το βίωμα στην ποίηση ο κόσμος αυτός αλλάζει. Τα κείμενα περιγράφουν ακριβώς την ενσάρκωση της ποίησης στο σώμα του έξω κόσμου και αποτελούν μαρτυρία της μεταμόρφωσής του. Η ίδια η ποιήτρια, ως πρωταγωνίστρια του κόσμου, δεν μένει μακριά από τη συνθήκη της μεταμόρφωσης ακόμα και όταν αυτή υπάρχει μόνο ως ενδεχόμενο (μάζεψα σ’ ένα χαρτόκουτο τα ενδεχόμενά μου/κι έπεσα για ύπνο).
Χώρος των ποιημάτων μένει σχεδόν πάντα ο καμβάς της πόλης, μια περιοχή άλλοτε απειλητική και άλλοτε μουντή και ασπρόμαυρη (Η πόλη τούτη μ’ έχει ερωτευτεί /Αγκαθωτή στη φούστα μου γαντζώνεται /Όρκους ζητά και σημαδεύει το αύριο). Η οικία ή το δωμάτιο τόσο συχνά αποτελούν καταφύγιο, γεννώντας ταυτόχρονα ασφάλεια και μόνωση. Η μοναξιά γράφει τους στίχους (Τώρα τα βράδια αφήνω τις κουρτίνες ορθάνοιχτες -τι να φοβηθώ;- βγάζω τα ρούχα μου μπροστά στον καθρέφτη, έτσι για να έχω παρέα). Η ποίηση της Καρπαθιωτάκη γεννιέται από αντικείμενα που μπορεί κάποιος να συναντήσει παντού, αντικείμενα σχεδόν μη αντιληπτά λόγω της καθημερινής τους παρουσίας, μια φυσαρμόνικα, ένα χρυσόψαρο, μια τζαμαρία, μια σχολική φωτογραφία. Το μικρό τους μέγεθος μέσα από την έκφραση παίρνει νέες διαστάσεις ειπωμένο με το περιφραστικό νέο του όνομα. Με τρόπο όμοιο, ως αφετηρία του κειμένου ορίζεται ένα μικρό περιστατικό καθημερινό και τετριμμένο, μια ερώτηση της δασκάλας, μια μετακόμιση, η αναμονή σε έναν σταθμό. Το ατομικό βίωμα πολλαπλασιάζεται και ταυτίζεται με το χώρο και το χρόνο (Ζήσαμε μια σύντομη αιωνιότητα/ κάθε φορά που μού εσφιγγες το χέρι/ Έφευγε και από μία δεκαετία).
Αφίξεις και αναχωρήσεις
Η ποίηση της Καρπαθιωτάκη είναι η ποίηση της συνάντηση και του αποχωρισμού. Άντρες που φεύγουν και άγνωστοι που παραμένουν άγνωστοι, ορίζουν μια επαφή και μια χειρονομία σχεδόν αδύνατη (Όμως τα δάχτυλά μου είχαν τόσο πολύ αδυνατίσει, έτρεμα μη σε τρυπήσω αν σ’ αγγίξω) ή έστω ευρισκόμενη στην αρχαιολογία της επαφής (Μην ψάξεις μες στην τσέπη θα σε κόψουν/ τα θρύψαλα απ’ το τελευταίο χάδι μου). Οι περαστικοί και οι ξένοι γίνονται σύνορο και στοίχημα της μοναξιάς. Η πρωταγωνίστρια τους πλησιάζει, τους μιλά, τους μοιράζεται. Στην πιο απλή συνάντηση με έναν γείτονα ή έναν άνθρωπο με ένα μαύρο σακάκι ή στην πιο παράδοξη συντροφιά με μία μοίρα, έναν αρχάγγελο ή έναν αποκεφαλισμένο από την γαλλική επανάσταση. Η αποχώρησή τους, σηματοδοτεί το ίδιο το καταφύγιο της φυγής (Έρχομαι στο σταθμό έτσι, από συνήθεια, χαζεύω τους ανθρώπους που περιμένουν να ταξιδέψουν. Είναι γοητευτικοί οι άνθρωποι όταν έχουν στο βλέμμα τους τη φυγή. Αλλά τους άλλους, αυτούς που φθάνουν, δεν τους κοιτάω ποτέ. Είναι ολόκληροι μια ματαίωση… από το μέτωπο μέχρι τις σόλες των παπουτσιών τους. Καταλαβαίνετε, γι’ αυτό διστάζω να κόψω εισιτήριο).
Μπορεί, όπως η ίδια η ποιήτρια μας περιγράφει, η ποίηση να είναι παιδί του πένθους, αλλά τελικά σημασία έχει το πώς διαχειρίζεσαι το κάθε βάρος, την περίεργη αυτή σιωπή που υψώνεται πίσω από τις λέξεις, τα τοπία και τα πρόσωπα των ποιημάτων της Χρυσής Καρπαθιωτάκη. Η ίδια μοιάζει να πλησιάζει το κάθε φαινόμενο με κατανόηση, με ένα αίσθημα προσωπικής ευθύνης και προπάντων με μια πραγματικά σπάνια τρυφερότητα ακόμη και στο επώδυνο:
Να ντύνεσαι ζεστά
να μην το παρακάνεις
Με το τσιγάρο να με θυμάσαι όταν
Ερωτεύεσαι και βρέχει.
(Τα βιβλία της Χρυσής Καρπαθιωτάκη είναι δύσκολο να βρεθούν στο εμπόριο. Ο ενδιαφερόμενος θα μπορούσε όμως να ανατρέξει σε μια αρκετά εκτεταμένη σειρά ηλεκτρονικών αναδημοσιεύσεων στο ιστολόγιο «Κενός Τίτλος» στην παρακάτω διεύθυνση:
http://moggolospolemistisvalkaniosagrotisoklonos.wordpress.com/ )
(στην εφημερίδα Εποχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου