Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012
Ακροβασία στο χείλος του μέσα γκρεμού
Δεν έχουμε άλλη χώρα έξω από την ενδοχώρα, πατρίδα άλλη δεν έχουμε. Οπουδήποτ’ αλλού, μέτοικοι, ξένοι, αντίγραφα ενός διαβατηρίου, μιας ταυτότητας. Μόνον εντός μας εαυτοί. Μόνον εντός μας ο ακέραιος λόγος, η καίρια πράξη. Εκτός μας, αδέξιο τραύλισμα της ψυχής, άκαιρες, ακρωτηριασμένες χειρονομίες.
Κι αν είναι υψηλά και περήφανα τα μέτωπά μας, είν’ επειδή νικηφόρα υπερασπίσαμε τα ενδότερα εδάφη. Κι αν είναι βαθιά χαραγμένα τα πρόσωπά μας, είναι γιατί ποτέ δεν στρέψαμε τη ράχη στις μέσα μας θύελλες. Κι αν είμαστε απόκρημνοι και απλησίαστοι, είν’ επειδή συχνά ακροβατήσαμε στο χείλος του μέσα μας γκρεμού.
Κι ας έρθουν τώρα να μας κρίνουν οι κάτοικοι οδών, συνοικιών και πόλεων. Ας έρθουν τώρα να μας κρίνουν οι νομοταγείς πολίτες της ανυπαρξίας. Ας έρθουν οι ακατοίκητοι άνθρωποι.
Αργύρης Χιόνης, «Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη»,
από την ομώνυμη συλλογή, 1986
Ο ποιητής Αργύρης Χιόνης έφυγε ανήμερα των Χριστουγέννων, σε ηλικία 68 ετών. Άνθρωπος με ζωή μυθιστορηματική, μοίρασε το χρόνο του σε πολλές χώρες σε πολλά επαγγέλματα. Λαντζέρης και φορτοεκφορτωτής στο Παρίσι το 1967, λίγα χρόνια αργότερα στην Ολλανδία εργαζόμενος σε εκδοτικό οίκο κλασικών κειμένων, από το 1982 μεταφραστής στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες, μέχρι το 1992, όταν παραιτείται και εγκαθίσταται στο Θροφάρι της ορεινής Κορινθίας ζώντας ως αγρότης και συγγραφέας, καλλιεργώντας καρπούς και στίχους. Στο έργο του συγκαταλέγονται 12 ποιητικές συλλογές, αφηγήματα, θεατρικά έργα και μια σειρά ποιητικών μεταφράσεων.
Αλήθεια πώς να μιλήσεις για το θάνατο ενός ποιητή του οποίου οι λέξεις είναι κεντημένες με θάνατο ήδη από τους πρώτους στίχους (Χτες ζούσα, τώρα ζω, / αύριο δεν ξέρω αν θα ζω μας λέει στο πρώιμο ποίημα του «Αναμονή»), όταν όλα του τα ποιήματα μοιάζουν με επιγράμματα της ίδιας της μοίρας του ανθρώπου; Ο θάνατος μπολιάζει την ανθρώπινη ζωή με το παράλογο (Τι πάθος παράλογο κι ο θάνατος). Η ποίηση του Αργύρη Χιόνη αποτελεί εικονοποίηση αυτού του βαθύτερου παραλόγου, ενσάρκωσή του σε λέξεις, τοποθέτηση του σε μια σειρά από ποιητικά περιστατικά. Ο θάνατος, η μοναξιά, το σκοτάδι και η ακινησία, γίνονται τα πιο συχνά μοτίβα του. Τόσο συχνά η ζωή προσπερνά (πίσω από την ράχη του συμβαίνει η ζωή) και το τοπίο της μοναξιάς γίνεται προσωπική έκταση και πεδίο αναμέτρησης (Πλανιέμαι μέσα στο τασάκι μου/ Τοπίο στάχτης/ Σκαρφαλώνω πάνω στις γόπες που εγώ κάπνισα/ Μέχρι να βρω έναν ορίζοντα/ Να δω επιτέλους τον ήλιο ν’ ανατέλλει).
Το αυτονόητο και το καθημερινό εξεγείρονται και ζητούν να σπάσουν την κανονικότητά τους (τα πράγματα επαναστατούν/ δεν μας αναγνωρίζουν το δικαίωμα/ να κυριαρχούμε πάνω τους). Η γεωμετρία της τακτοποιημένης ζωής λοιδορείται (ας είναι ελαφρύ το νοικοκυριό που τους σκεπάζει). Η κωμική ανατροπή γίνεται κυρίαρχο μέσο και βασική προϋπόθεση του ποιήματος. Ο ποιητής περνά έτσι από τις μυθολογικές αναφορές των πρώτων συλλογών, στην μυθολόγηση της κάθε στιγμής, του ελάχιστου. Ενός ελάχιστου που μεταμορφώνεται στον κόσμο. Μια ανταλλαγή και μία γέννηση από το τίποτα στο Ένα και ξανά πίσω στο τίποτα. Έτσι η ποίηση γίνεται απάντηση, ένα θέμα ζωής και θανάτου (Αν σταματήσεις/ το τραγούδι/ θα τελειώσει/ ο κόσμος).
Ο ποιητής ονοματίζει ξανά τον πεπερασμένο κόσμο (ονομάζεις τα πράγματα και υπάρχουν). Το γνωστό γίνεται άγνωστο, το άγνωστο οικείο. Στα «Εσωτικά Τοπία» (1991), ο ποιητής προσφέρει ορισμούς και περιγραφές για τον άνθρωπο, την ψυχή, το μαχαίρι και την ποίηση. Όλο και πιο συχνά ο Αργύρης Χιόνης ορίζει: Είμαστε, είμαι, ήμουν… περιγράφοντας τον εαυτό του ως στίχο, ιστορώντας τη ζωή ως ποίηση. Στον «Ακίνητο δρομέα» (1996) μια από τις σημαντικότερες συλλογές του, η άθληση γίνεται παραβολή της ζωής, ο ιδρώτας της ανθρώπινης εμπειρίας, παιχνίδι. Ένας παλαιστής παλεύει με το χρόνο, ένας σφυροβόλος γίνεται αστερισμός και ο μοναχικός δρομέας στέκει θλιμμένος, σχεδόν ακίνητος.
Τα πρόσωπα των ποιημάτων του Αργύρη Χιόνη λειτουργούν σε μια παραμυθιακή αοριστία, ταιριαστή στον κάθε άνθρωπο: ένας μοναχικός κύριος, ένας τυφλός, ένας κάποιος, μια γυναίκα, δύο άνθρωποι και μια αγαπημένη. Το ποίημα γίνεται όχημα προς ένα συναίσθημα οικουμενικό και ο στίχος τόσο συχνά μένει ελάχιστος σαν ένα κοχύλι, σαν μια υποψία χρώματος. Πέτρες, σιωπή σκοτάδι (Ελάχιστος, μόλις ορατός δια γυμνού οφθαλμού, ένας άνθρωπος ταξιδεύει μες στο ποτήρι του και ναυαγεί).
Η ποίηση του Αργύρη Χιόνη αποτελεί απόδειξη και παράδειγμα για μια σειρά από αρχές, ηθικές, αισθητικές, ποιητικές. Αλλά όταν πεθαίνει ένας ποιητής, οι λέξεις φτωχαίνουν και αδυνατούν να περιγράψουν τη θλίψη. Έτσι και τώρα. Έτσι και για τον Αργύρη Χιόνη.
(στην εφημερίδα Εποχή)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου